No budget story

Ναι, το ξέρω, δεν υπάρχει μία στην τσέπη. Η μιζέρια και η απογοήτευση κόβει βόλτες στην ατμόσφαιρα. Το άγχος για το μέλλον είναι μεγάλο. Κανένας δεν γνωρίζει τι θα του ξημερώσει αύριο. Και αυτή η down-λίστα θα μπορούσε να συνεχιστεί για αρκετή ώρα ακόμα. Ωστόσο γιορτές μπορείς να κάνεις. Ειδικά αν είσαι πιτσιρικάς. Το κάναμε και εμείς αυτό άλλωστε, πριν από 35 χρόνια.

Από τον Πέτρο Κωστόπουλο

Δεν είναι να βγεις μια βόλτα αυτές τις μέρες, να καθίσεις κάπου για καφέ και κατά λάθος να ακούσεις μια συζήτηση που

γίνεται σε μια διπλανή παρέα. Σε παίρνει από κάτω. Σε πιάνει μια νταουνίλα απίστευτη, που βλέπεις νέα παιδιά να έχουν πέσει σε κατάθλιψη εξαιτίας της κρίσης. Λογικό θα μου πεις, όπως λογικό είναι όμως να σε πιάνει και εσένα νταουνίλα.

Μια τέτοια κουβέντα άκουσα τις προάλλες από κάτι πιτσιρικάδες, που γκρίνιαζαν και έλεγαν πώς θα κάνουν Χριστούγεννα, ενώ δεν υπάρχει μία στην τσέπη. Και από τη μία έχουν δίκιο, από την άλλη όμως και εμείς, πριν καμιά 30αρια χρόνια, στα 19 μας, στην τότε “φτωχή” Ελλάδα, καταφέρναμε πάντα να περνάνε καλά στις γιορτές. Και μοιραία από αυτή την κουβέντα θυμήθηκα το editorial που είχα γράψει στο Nitro τον περασμένο Αύγουστο και έλεγα ότι μπορείς να κάνεις διακοπές και χωρίς φράγκα. Και επειδή οι γιορτές τώρα, με τις διακοπές του περασμένου καλοκαιριού παίζουν στην ίδια λογική, θα μου επιτρέψετε να αναδημοσιεύσω μερικά κομμάτια από εκείνο το κείμενο.

…Τα ζω και τα ακούω τα ζόρια που βιώνουμε όλοι. Και ακούω όλη τη φιλολογία που τα συνοδεύει. Για να μην πολυλογώ, εκείνο που θέλω να πω είναι ότι η γκαντεμιά, η κατάθλιψη και ο φόβος δεν πρέπει να αφήνονται ελεύθεροι. Πρέπει να τους πυροβολείς ανάμεσα στα μάτια. Δεν μπορείς να περιμένεις να σ’ το κάνει αυτό μόνο κάποιος άλλος. Γιατί τότε είσαι παθητικός μαλάκας, ειδικά αν είσαι νέος άνθρωπος. Ειδικά τώρα που αυτές οι μέρες που ακολουθούν μπορούν να μεταβληθούν στο καλύτερο αντικαταθλιπτικό φάρμακο. Το ξέρω, δεν υπάρχει μία. Αλλά δεν υπήρχε και τότε. Πότε τότε; Πριν από τριάντα, τριάντα πέντε χρόνια. Δυστυχώς ή ευτυχώς, από τότε καλομάθαμε. Αλλά οι τότε συμπεριφορές μιας Ελλάδας πιο φτωχής και των ανθρώπων μιας χώρας με πολύ λιγότερα χρήματα και ανέσεις είναι ένας καλός οδηγός για το σήμερα. Γύρω στο 1972, θυμάμαι, ήμασταν μια παρέα από μπακούρια, συμπαίκτες όλοι στο Nαυτικό Όμιλο Βόλου. Είχαμε, δεν είχαμε 500 δρχ. ο καθένας στην τσέπη του, ποσό, βέβαια, που είχαμε πάρει απ’ τους γονείς μας. Θέλαμε διακοπές….

… Ήμασταν όλοι άφραγκοι σε μια άφραγκη επαρχία. Η μόνη έξοδος που κάναμε μετά την προπόνηση (όπου μας δίνανε ένα σάντουιτς και ένα ποτήρι γάλα) ήταν να κατεβαίνουμε στην παραλία του Βόλου και να τρώμε την περιβόητη πάστα φούρνου στο ζαχαροπλαστείο Μινέρβα. Μια πάστα από σοκολάτα με σοκολατιζέ σαντιγί από πάνω. Πώς την έβγαζες, όμως, με 500 δραχμές; Το λύσαμε γρήγορα. Ένας συμπαίκτης μας ήταν πλούσιος και είχε καμιά εικοσαριά στρέμματα πάνω στη θάλασσα, σε έναν υπέροχο κόλπο στη Σκιάθο. Ψάξαμε από ’δώ κι από εκεί και βρήκαμε και μια σκην

Keywords
Τυχαία Θέματα