Πού κοιτούν τα αγάλματα του Μουσείου Ακρόπολης και τι βλέπουν -Μια ψυχαναλύτρια το διερευνά [εικόνες]

Mια ψυχαναλύτρια διερευνά την αθέατη ζωή του Μουσείου Ακρόπολης, εστιάζοντας στην καθημερινή χρήση αυτού του «δοχείου» από τους επισκέπτες και τους ενοίκους του, δηλαδή τα αγάλματα.

Ο φωτογραφικός φακός της ψυχαναλύτριας Μαρίας Λουτζακλή προσπερνά εσκεμμένα τα σώματα των αγαλμάτων, εστιάζοντας κυρίως στο εξωτερικό περιβάλλον, το αθηναϊκό τοπίο.

«Τι βλέπουν τα αγάλματα: Η αθέατη ζωή του Μουσείου Ακρόπολης και των ενοίκων του»

Η έκθεση με τίτλο «Τι βλέπουν τα αγάλματα: Η αθέατη ζωή του Μουσείου Ακρόπολης και των ενοίκων του», περιλαμβάνει

μια σειρά φωτογραφίες από τους χώρους του Μουσείου της Ακρόπολης.

Το φωτογραφικό πρότζεκτ της Μαρίας Λουτζακλή σκιαγραφεί με έναν πλάγιο και ελλειπτικό τρόπο το πορτρέτο ενός εντυπωσιακού, εκκεντρικού και εξόφθαλμα διαφανούς δοχείου, όπως είναι το Μουσείο της Ακρόπολης.

Οι φωτογραφίες που τράβηξε η Λουτζακλή, κυρίως από την αίθουσα του Παρθενώνα, προέκυψαν από ένα αυθόρμητο ερώτημα: «Τι βλέπουν τα αγάλματα;». Με άλλα λόγια, η αρχική της διερώτηση προκρίνει την ταύτιση του βλέμματος της φωτογράφου με το βλέμμα των αγαλμάτων. Στην πορεία, ωστόσο, οι συνεχείς της επισκέψεις στον χώρο του μουσείου μέσα σε διάστημα ενάμιση χρόνου, σε διαφορετικές εποχές και ώρες της ημέρας, τόσο με φυσικό όσο και με τεχνητό φωτισμό, είχαν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση του ερωτήματος και συνακόλουθα την παραγωγή μιας σειράς φωτογραφιών, οι οποίες αναδεικνύουν τη συνομιλία του μουσείου με την Ακρόπολη, τον περιβάλλοντα οικιστικό ιστό και την πόλη.

Αυτές τις φωτογραφίες, της ψυχαναλύτριας Μαρίας Λουτζακλή, φιλοξενεί από τις 17 έως τις 29 Ιουνίου το Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» του Δήμου Αθηναίων, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό.

Ένα διαμελισμένο άγαλμα, για παράδειγμα, φωτογραφίζεται με φόντο ηλιακούς θερμοσίφωνες και κεραίες τηλεόρασης, αυτό το ιδιότυπο «αστικό δάσος» που σχηματίζεται στις ταράτσες των πολυκατοικιών. Επιπλέον, τα μορφολογικά και τοπογραφικά στοιχεία που πλαισιώνουν τα αγάλματα αλλού είναι ξεκάθαρα κι αλλού υπονοούνται: σκιώδη περιγράμματα επισκεπτών με φόντο τον ιερό βράχο, περίπτερα, γειτονικοί δρόμοι, τέντες εστιατορίων και καφετεριών στη συνοικία Μακρυγιάννη, το Ηρώδειο, τα βουνά της Πεντέλης και της Πάρνηθας.

Κοιτώντας τις φωτογραφίες που τράβηξε η Λουτζακλή κατά τη διάρκεια της σποραδικής κατοίκησής της στον χώρο του μουσείου, έχεις την αίσθηση ότι φυλλομετράς τις σελίδες ενός βιβλίου. Κι αυτό ίσως οφείλεται στο ότι εδώ υπάρχει, αν και όχι τόσο ευδιάκριτα, ένας αφηγηματικός άξονας ημερολογιακού τύπου, ένα είδος προτεινόμενης διαδρομής.

Στη συγκεκριμένη διαδρομή, που έχει αφετηρία, ενδιάμεσες στάσεις αλλά και κορύφωση, το βλέμμα διασχίζει την αίθουσα του Παρθενώνα, τις μετόπες, τα αετώματα και τη ζωφόρο, την πόλη, τους θεατές, ένα δεύτερο μνημείο, τον ορίζοντα, για να καταλήξει σε ένα (ατέρμονο) παιχνίδι αντανακλάσεων, οι οποίες, σύμφωνα με την καλλιτέχνιδα, «θέτουν σε αμφισβήτηση την εγκυρότητα του βλέμματος».

«Πού κοιτούν, τι βλέπουν τα αγάλματα;»

Στο κείμενό της για αυτή τη φωτογραφική εμπειρία, η Λουτζακλή σημειώνει: «Οι επισκέπτες κοιτούν τα αγάλματα. Εγώ κοιτώ τα αγάλματα. Τα αγάλματα δεν κοιτούν αυτούς που τα κοιτούν. Έτσι, ξαφνικά και απρόβλεπτα, αναδύεται στον νου μου το ερώτημα: Πού κοιτούν, τι βλέπουν τα αγάλματα; Ποια είναι τα αντικείμενα του δικού τους βλέμματος;

Εκ των υστέρων αποδεικνύεται πως ένα τέτοιο απλό ερώτημα, όταν τίθεται στον συγκεκριμένο χώρο, δεν επιδέχεται μια απλή απάντηση. Αντ’ αυτού με οδήγησε σε μια φωτογραφική εργασία στον χώρο του Mουσείου, η οποία διήρκησε περίπου ενάμισι έτος, με πολύωρες παραμονές στους χώρους του, σε διαφορετικές εποχές και ώρες του εικοσιτετραώρου.

Μετά τη φωτογραφική απάντηση στο αρχικό ερώτημα, η σχέση μου με τον χώρο συνεχίστηκε εκτός του πλαισίου της εναρκτήριας απορίας. Μετατράπηκε σε μια περιοδική “παθητική” παραμονή μου σε αυτόν χωρίς συγκεκριμένο φωτογραφικό στόχο, αναμένοντας την οπτική συνάντηση με το απρόβλεπτο… με το ξάφνιασμα… Με ένα οπτικό “κάτι”, ένα “punctum” μέσα στο εντυπωσιακό περιβάλλον του Μουσείου και την αντίστοιχα εντυπωσιακή παρουσία του Βράχου.

Η συνθήκη αυτή σταδιακά αλλά και γενναιόδωρα μου προσέφερε ένα σπουδαίο “κάτι”: το ξάφνιασμα και τη συγκίνηση. Μέσα από τομές στο πεδίο του πραγματικού, μου επέτρεψε την πρόσβαση στο οπτικό παράδοξο, στο αινιγματικό και το ανατρεπτικό… Σε πεδία αδιάκοπα συγκροτούμενων και μετασχηματιζόμενων εικόνων, άλλοτε εντυπωσιακών, άλλοτε σχεδόν αφανών, στα όρια της αντιληπτικής δυνατότητας της όρασης. Εικόνες-εικαστικές κατασκευές και “διάλογοι” που στο βλέμμα και τη σκέψη μου σταδιακά αποκάλυπταν “την αθέατη ζωή του μουσείου και των ενοίκων του”.

Στα πλαίσια της ζωής αυτής, παρόντες και συνομιλούντες αναδεικνύονται το Μουσείο, με την αρχιτεκτονική του ταυτότητα και τα υλικά στοιχεία του σώματός του (μάρμαρα, τσιμέντα, σκίαστρα και ατσάλινες συνδέσεις), οι αρχαιοελληνικοί “ένοικοί του” –αγάλματα, γλυπτά και ανάγλυφα– όπως και οι σύγχρονοι επισκέπτες του.

Παρούσα και συνομιλούσα αδιάλειπτα μαζί τους, η Ακρόπολη με την πρωτογενή υλικότητα του Βράχου και την πολιτισμική εμβληματικότητα των κτισμάτων της. Η πόλη, ως “περιέχουσα” όλα τα παραπάνω, μετέχει συνεισφέροντας τα υλικά και άυλα δικά της “αντικείμενα”. Τον ουρανό και τη θάλασσά της, το γεωλογικό της ανάγλυφο, το οικιστικό και αρχιτεκτονικό της σώμα με προεξάρχοντα εντός της τον Βράχο.

Οι παραπάνω συμβαλλόμενοι με καταλύτη το φως –τεχνητό και φυσικό– υπόκεινται σε μια συνεχή και αδιόρατη διεργασία μετασχηματισμών. Σε μια αδιάκοπη ροή από σκιές, αντανακλάσεις, διαθλάσεις, προβολές και αντικατοπτρισμούς που με τη σειρά τους διαπλέκονται, τέμνονται και συνομιλούν, συστήνοντας νέα απρόβλεπτα εικαστικά αντικείμενα “στα όρια του πραγματικού και του ονειρικού”. Εικόνες-ψηφίδες του “αθέατου” αυτού κόσμου, τις οποίες το μάτι εντόπισε και ο φακός αποτύπωσε, εκτίθενται σήμερα στο δικό σας βλέμμα και στους δικούς σας συνειρμούς».

Η ψυχαναλύτρια Μαρία Λουτζακλή γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Χανιά της Κρήτης. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ιδιωτικά. Σπούδασε Κοινωνική Εργασία στην Ελλάδα. Συνέχισε την εκπαίδευσή της στο Λονδίνο, στον τομέα της Ψυχοδυναμικής Ψυχοθεραπείας στο Institute of Family Welfare και της Ψυχανάλυσης στην Tavistock Clinic. Ολοκλήρωσε την ψυχαναλυτική της εκπαίδευση στην Ελληνική Εταιρεία Ψυχανάλυσης και Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας. Είναι μέλος της ΕΕΨΨ και υπήρξε συνεργαζόμενο μέλος της Ελληνικής Ψυχοσωματικής Εταιρείας. Είναι επιστημονικός συνεργάτης της Εταιρείας Κοινωνικής Ψυχιατρικής «Π. Σακελλαρόπουλος».

Η σχέση της με την τέχνη, και τη φωτογραφία ιδιαίτερα, αφορά την πρακτική και θεωρητική ενασχόλησή της με τα πεδία αυτά τα τελευταία περίπου δεκαπέντε χρόνια. Στα πλαίσια του ενδιαφέροντος αυτού, παρακολούθησε σεμινάρια Φωτογραφικής Κριτικής με τον Πλάτωνα Ριβέλλη και σεμινάρια σύγχρονης και μοντέρνας τέχνης με την Κατερίνα Ζαχαροπούλου και τον Μάνο Στεφανίδη, αντίστοιχα. Για τη φωτογραφική της δουλειά είχε μια μακρόχρονη εποπτική και εκπαιδευτική συνεργασία με τον φωτογράφο Πάνο Κοκκινιά, υπεύθυνο του Εργαστηρίου Φωτογραφίας της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας. Παρακολούθησε ως ακροάτρια το Εργαστήριο Φωτογραφίας της ΑΣΚΤ για δύο χρόνια. Έχει παρουσιάσει τη δουλειά της, συγκεκριμένα τις ενότητες «Η ανθρώπινη σκιά στο Αιγαίο» και «Από τις σκιές του Αιγαίου στο φως της Αλεξανδρούπολης», σε ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα (2012), τα Χανιά (2012), την Αλεξανδρούπολη (2017), την Καρδαμύλη (2018) και την Τήνο (2024).

Μαρία Λουτζακλή. Τι βλέπουν τα αγάλματα. Η αθέατη ζωή του Μουσείου Ακρόπολης και των ενοίκων του. Διάρκεια έκθεσης: 17 – 29 Ιουνίου.

Επιμέλεια έκθεσης: Χριστόφορος Μαρίνος / Γραφιστικός σχεδιασμός: A4_Design
Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» Δήμου Αθηναίων
Ηρακλειδών 66 & Θεσσαλονίκης, Θησείο (Μετρό: Κεραμεικός)

Ώρες λειτουργίας: Τρίτη-Παρασκευή 11:00-19:00, Σάββατο-Κυριακή 10:00-15:00, Δευτέρα κλειστά

Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη

Διαβάστε περισσότερα στο iefimerida.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα
Πού, Ακρόπολης, -Μία, [εικόνες],pou, akropolis, -mia, [eikones]