Η συνταγματική αναθεώρηση ως ευκαιρία περαιτέρω θεσμικής ωρίμανσης

Συμπληρώνονται σήμερα (11.6.2025) πενήντα χρόνια από την θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975.

Η επέτειος αυτή ακολουθεί και βρίσκεται ίσως στη σκιά της επετείου των πενήντα ετών της μεταπολίτευσης, αποτελεί, ωστόσο, μία ανάλογης εμβέλειας ιστορική τομή που ολοκληρώνει και σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη δικτατορία σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα. Ταυτόχρονα αποτελεί και μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να στοχαστούμε πάνω στη θεσμική αρχιτεκτονική της Χώρας, τις κατακτήσεις, για τις οποίες μπορούμε και πρέπει να είμαστε

υπερήφανοι, και τις αστοχίες που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε, ώστε να βελτιωθεί η λειτουργία του κράτους και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα.

Τοισχύον Σύνταγμα θεμελίωσε το πολίτευματης Προεδρευομένης κοινοβουλευτικήςδημοκρατίας, όπως είχε με συντριπτικήπλειοψηφία αποφασιστεί στο δημοψήφισματης 8ης Δεκεμβρίου 1974, συγκρότησε ένανεπαρκή για την εποχή του κατάλογοπολιτικών, ατομικών και κοινωνικώνδικαιωμάτων που συμπληρώθηκε καιεκσυγχρονίστηκε με την αναθεώρηση του2001, περιέλαβε στο άρθρο 28 το συνταγματικόθεμέλιο της συμμετοχής της Χώρας στηνευρωπαϊκή ολοκλήρωση και το μηχανισμόυποδοχής του ενωσιακού δικαίου στηνεθνική έννομη τάξη, ενώ άντεξε στηδοκιμασία της δημοσιονομικής καιοικονομικής κρίσης, η οποία, ακόμα καιστις πλέον οριακές και κρίσιμες στιγμές,δεν μετατράπηκε σε συνταγματική κρίση.

Παράλληλα, όμως, από κοινού με το εκλογικό σύστημα που διαχρονικά πριμοδοτεί αποφασιστικά το σχηματισμό μονοκομματικών κυβερνήσεων, ευνόησε τη συγκέντρωση της εξουσίας στο πρόσωπο του εκάστοτε Πρωθυπουργού και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που ο ίδιος διευθύνει, χωρίς ουσιαστικές εγγυήσεις εσωκομματικής δημοκρατίας. Η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία συναιρούνται, ενώ και η επιλογή της ηγεσίας της δικαστικής εξουσίας γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το πρόβλημα της απουσίας επαρκών ελέγχων και αντισταθμισμάτων κατέστη εξαιρετικά πιεστικό κι επίκαιρο στη διάρκεια των τελευταίων κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας, κατά την οποία το δομικά πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο διακυβέρνησης συνδυάστηκε με την υπερσυγκεντρωτική αντίληψη που επικρατεί στο Μέγαρο Μαξίμου για την άσκηση της εξουσίας και την πολυδιάσπαση της αντιπολίτευσης, δημιουργώντας την αίσθηση ότι η κυβερνητική πλειοψηφία λειτουργεί ανεξέλεγκτη και χωρίς φραγμούς. Οι εκτεταμένες υποκλοπές που συνόδευσαν την υπαγωγή της ΕΥΠ στον έλεγχο του Πρωθυπουργού, η στοχοποίηση του επικεφαλής της αρμόδιας ανεξάρτητης αρχής και η αντικατάσταση μελών της με τις ψήφους της ακροδεξιάς, η διαρροή προσωπικών δεδομένων πολιτών από το Υπουργείο Εσωτερικών στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και μια σειρά παραλείψεων ανακριτικών και δικαστικών ενεργειών κατά τη διερεύνηση της τραγωδίας των Τεμπών και του σκανδάλου των παρακολουθήσεων συνιστούν όψεις αυτού ακριβώς του προβλήματος.

Ειδικά στην υπόθεση των Τεμπών η σπουδή του Πρωθυπουργού να προκαταλάβει ο ίδιος προσωπικά τη δικαστική κρίση επί των αιτιών και των συνθηκών του δυστυχήματος και οι αντισυνταγματικοί νομικοί ακροβατισμοί της κυβέρνησης στην διαδικασία παραπομπής του πρώην Υφυπουργού κ. Τριαντόπουλου, δημιούργησαν εύλογα γενικευμένη αίσθηση συγκάλυψης στη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών και έπληξαν σοβαρά όχι μόνο την ήδη περιορισμένη αξιοπιστία της κυβέρνησης αλλά και την εμπιστοσύνη στο θεσμό της δικαιοσύνης. Την ίδια εικόνα μη θεσμικά οργανωμένης επιρροής επί της δικαστικής εξουσίας ενισχύει στα μάτια της κοινωνίας η σαφώς πιο τεχνική υπόθεση της νομιμοποίησης των funds και των servicers για τη διενέργεια πλειστηριασμών σε βάρος αδύναμων οικονομικά πολιτών, η οποία εκδόθηκε σε χρόνο ρεκόρ, όπως και το βεβιασμένο κλείσιμο της δικαστικής διερεύνησης των παράνομων υποκλοπών μεγάλου μέρους της πολιτικής αλλά και στρατιωτικής ηγεσίας της Χώρας.

Μεαυτά τα δεδομένα η επικείμενη έναρξητης διαδικασίας αναθεώρησης τουΣυντάγματος δημιουργεί ένα παράθυροευκαιρίας, ώστε οι πολιτικές δυνάμειςσυναινετικά, όπως το ίδιο το Σύνταγμαεπιτάσσει, και με επίγνωση του ιστορικούφορτίου και της ευθύνης που συνεπάγεταιη τροποποίηση του καταστατικού χάρτητης Χώρας να προχωρήσουν στην υιοθέτησηρυθμίσεων που εξισορροπούν τη λειτουργίατου πολιτεύματος, μετριάζουν τηνπαντοδυναμία της κυβερνητικής πλειοψηφίαςκαι ενισχύουν το κύρος και την ανεξαρτησίατων θεσμών τόσο ουσιαστικά όσο και σταμάτια πολιτών. Βασικές επιλογές σε αυτήτην κατεύθυνση αποτελούν η ενίσχυσητης δικαστικής ανεξαρτησίας στο ανώτατοεπίπεδο, η θεσμική θωράκιση της διαδικασίαςεπιλογής των μελών των ανεξάρτητωναρχών και η κατοχύρωση της σταθερότηταςκαι προβλεψιμότητας του εκλογικούσυστήματος. Ο προσανατολισμός τηςσυνταγματικής αναθεώρησης στα ζητήματααυτά μπορεί από τη μία να καταστήσειτους υφιστάμενους μηχανισμούς ελέγχουκαι περιορισμού της κρατικής εξουσίαςπερισσότερο αποτελεσματικούς καιπροστατευμένους έναντι άδικων ήδικαιολογημένων επικρίσεων και από τηνάλλη να διαμορφώσει καθαρούς καιξεκάθαρους όρους για τη διεξαγωγή τουπολιτικού αγώνα.

Σεαυτό το πλαίσιο πρέπει, κατ’ αρχάς, νααναμορφωθεί ο τρόπος επιλογής τηςηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων. Έχειαπό καιρό επισημανθεί στις εκθέσειςτης Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τηνκατάσταση του κράτους δικαίου ότι οδιορισμός δικαστών στις ανώτατες θέσειςτου δικαστικού σώματος από το ΥπουργικόΣυμβούλιο δεν είναι συμβατός με ταευρωπαϊκά πρότυπα που προβλέπουν τησυμμετοχή των ίδιων των δικαστών στιςσχετικές αποφάσεις. Αντίστοιχεςπαρατηρήσεις έχουν διατυπωθεί σε κείμενατου Συμβουλίου της Ευρώπης, τουΓνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕυρωπαίωνΔικαστών και της Επιτροπής της Βενετίας.Προσφάτως με το άρθρο 27 του ν. 5123/2024προβλέφθηκε η διατύπωση μη δεσμευτικήςγνώμης των Ολομελειών των δικαστηρίωνμέσω ψηφοφορίας για τα προς προαγωγήπρόσωπα. Πρόκειται για βήμα θετικό αλλάημιτελές. Η συνολική αντιμετώπιση τουζητήματος μέσω της αναθεώρησης τουάρθρου 90 του Συντάγματος θα μπορούσενα περιλαμβάνει την ψηφοφορία τωνΟλομελειών των δικαστηρίων και τηνεπιλογή από την Ολομέλεια της Βουλήςμε αυξημένη πλειοψηφία (π.χ 3/5) αποκλειστικάανάμεσα σε έναν περιορισμένο αριθμόδικαστών που πλειοψήφησαν. Η ρύθμισηαυτή φαίνεται να ισορροπεί αποτελεσματικάανάμεσα στην ανάγκη εμπλοκής του ίδιουτου δικαστικού σώματος στην επιλογήτης ηγεσίας του, της δημοκρατικήςνομιμοποίησης της δικαστικής εξουσίαςκαι της ενίσχυσης του κύρους τουδικαστικού συστήματος.

Περαιτέρω,η μεταρρύθμιση του τρόπου επιλογής τωνανώτατων δικαστών θα μπορούσε νασυνδυαστεί, όπως πρότεινε το ΠΑΣΟΚ μετροπολογία που κατέθεσε, με τη θέσπισηενός εύλογου χρονικού διαστήματος απότην αφυπηρέτησή τους, κατά το οποίο θααποκλείονται από την ανάληψη ανώτατωνδιοικητικών θέσεων, όπως αυτές των μελώνανεξάρτητων αρχών. Μία τέτοια ρύθμισηθα ενίσχυε την εσωτερική ανεξαρτησίατων ανώτατων δικαστών κατά την άσκησητων δικαιοδοτικών τους καθηκόντων στηδύση της σταδιοδρομίας τους, η δε χρονικήπερίοδος αποχής προτείναμε να είναιτετραετής, προκειμένου σε κάθε περίπτωσηνα υπερβαίνει τη θητεία της υφιστάμενηςκατά το χρόνο της συνταξιοδότησης τουςκυβερνητικής πλειοψηφίας.

Τρίτον,οι αρμοδιότητες της Διάσκεψης τωνΠροέδρων της Βουλής για την επιλογή τωνμελών και Προέδρων των συνταγματικάπροβλεπόμενων ανεξάρτητων αρχών μπορούννα μεταφερθούν στην Ολομέλεια με τηδιατήρηση της απαίτησης της αυξημένηςπλειοψηφίας των 3/5. Η Διάσκεψη τωνΠροέδρων αποτελεί όργανο επιφορτισμένοπροεχόντως με τον προγραμματισμό τωνκοινοβουλευτικών εργασιών, η σύνθεσητης δύναται να μεταβληθεί ευχερώς καιχαρακτηρίζεται από έντονη υπεραντιπροσώπευσητης κυβερνητικής πλειοψηφίας. Κατάσυνέπεια, με την προτεινόμενη ρύθμισηπεριορίζεται ο κίνδυνος μεθοδεύσεωνκαι η αρμοδιότητα επιλογής των μελώντων ανεξάρτητων αρχών αποδίδεται στοκορυφαίο κοινοβουλευτικό όργανο, μεαποτέλεσμα την ενίσχυση του κύρους τουςκαι την πληρέστερη δημοκρατική τουςνομιμοποίηση.

Τέλος,ευκταίο θα ήταν να τεθεί ένα όριο στηνευχέρεια της πλειοψηφίας να μεταβάλειοποιαδήποτε στιγμή το κρίνει σκόπιμοτον εκλογικό νόμο, καθώς και να προβλεφθείένας μηχανισμός που θα εξασφαλίζει εκτων προτέρων ότι δεν θα αμφισβητηθεί ησυμβατότητα του εκλογικού συστήματοςμε το Σύνταγμα. Στη λογική αυτή θαμπορούσε να οριστεί ότι η μεταβολή τωνδιατάξεων του εκλογικού νόμου μπορείνα λάβει χώρα μόνο εντός των δύο πρώτωνετών κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου,εκτός αν η σχετική πρόταση νόμουσυγκεντρώνει τη συμφωνία των 2/3 του όλουαριθμού των βουλευτών, οπότε θα εφαρμοζότανμε βάση την ισχύουσα συνταγματικήπρόβλεψη από τις αμέσως επόμενες εκλογές.Εξάλλου, ο έλεγχος της συνταγματικότηταςτου εκλογικού συστήματος θα μπορούσενα καταστρωθεί ως προληπτικός, προκειμένουνα καταστεί ουσιαστικός και να απαλλαγείαπό το βάρος της ενδεχόμενης εκ τωνυστερών ανατροπής ενός εκλογικούαποτελέσματος.

Η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος αποτελεί τη μεγάλη ευκαιρία του πολιτικού συστήματος να αποδείξει ότι είναι έτοιμο για τις υπερβάσεις που απαιτούνται για την περαιτέρω ωρίμανση των θεσμών και την ανάπτυξη της χώρας. Και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί, με την περίσκεψη που υπαγορεύει η συμβολική και ουσιαστική της βαρύτητα και την αυτοπεποίθηση που επιβάλλει η ανάγκη ανταπόκρισης στις προκλήσεις των επόμενων πενήντα χρόνων της Ελληνικής Δημοκρατίας.

*Ο κ. Κώστας Τσουκαλάς είναι δικηγόρος και εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ

Διαβάστε περισσότερα στο iefimerida.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα