Περί Έθνους και Ιστορίας

21:32 8/2/2012 - Πηγή: Olympia

Αφορμή για το παρόν άρθρο απετέλεσε ανάρτηση ιστοσελίδας

περιέχουσα αποσπάσματα τηλεοπτικών εκπομπών

στα οποία διαφαίνεται προσπάθεια να πεισθούν οι τηλεθεατές για την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των ιστορικών γεγονότων του Ελληνικού Έθνους και κατ’ επέκταση την ανάγκη αναθεώρησης των εννοιών Έθνος – Κράτος - Ιστορία από την μέχρι τώρα ισχύουσα συμπαγή θεώρηση προς κάτι ευρύτερο – αόριστο – γενικευμένο – σύγχρονο (sic!).

Θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν η χρονική συγκυρία εκδήλωσης σε μια περίοδο που η Ελλάδα
βάλλεται πανταχόθεν και ποικιλοτρόπως (οικονομικά – πολιτικά – πολιτιστικά – πολιτισμικά).

Κατ’ αρχάς είναι χρήσιμο να αναφερθούν τέσσερις ορισμοί οι οποίοι επιλύουν τυχόν παρανοήσεις, ή παρερμηνείες ως προς την ετυμολογία - νόημα των λέξεων: ιστορία η [istoría] Ο25 : I1. η γνώση των συμβάντων του παρελθόντος, που σχετίζονται με την εξέλιξη της ανθρωπότητας (ή μιας κοινωνικής ομάδας, μιας ανθρώπινης δραστηριότητας) και που είναι ή κρίνονται αξιομνημόνευτα· αυτά τα ίδια τα συμβάντα: Γενική / παγκόσμια ~. H ~ ενός έθνους / ενός λαού / μιας περιόδου / μιας εποχής. H ~ του ελληνικού έθνους. H ~ της αρχαίας Ελλάδας. Μεσαιωνική ~. Πολιτική / κοινωνική / οικονομική ~. ~ της Φιλοσοφίας / της Τέχνης / των θρησκευμάτων. || Ιερά ~. 2. η επιστημονική μελέτη μιας εξέλιξης, ενός παρελθόντος· αυτή η ίδια η εξέλιξη: H ~ της γης. 3. το σύνολο των γνώσεων που αναφέρονται στο παρελθόν και στην εξέλιξη της ανθρωπότητας· η επιστήμη και η μέθοδος που μας επιτρέπει να αποκτήσουμε αυτές τις γνώσεις· η εξέλιξη του ανθρώπου ως αντικείμενο μελέτης: Πηγές / ντοκουμέντα / μέθοδοι της ιστορίας. Καθηγητής της ιστορίας. 4. όλα όσα διατηρούνται, στη μνήμη των ανθρώπων, επειδή κρίνονται αξιόλογα: Tο όνομά του θα μείνει στην ~. ΦΡ γράφω ~, για κπ. που θα τον θυμούνται οι μεταγενέστεροι λόγω του αξιόλογου έργου του. κάποιος ή κτ. παίρνει τη θέση* του στην ~.Πηγή: Λεξικό Τριανταφυλλίδη http://www.greek-language.grέθνος το [éθnos] Ο46 : σύνολο ανθρώπων που διακρίνεται και θέλει να διακρίνεται ως τέτοιο με βάση μια μακρόχρονη συνοίκηση στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, μια κοινή ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη, μια (υποθετική ή πραγματική) φυλετική ομοιογένεια· (πρβ. εθνότητα, λαός, γένος, φυλή): Γαλλικό / γερμανικό / αμερικανικό ~. Tο ~ των Ελλήνων. H ιστορία / οι παραδόσεις / η γλώσσα / ο πολιτισμός / το παρελθόν / το μέλλον ενός έθνους. Τα ιδεώδη / τα ιδανικά / τα οράματα ενός έθνους. H ελευθερία / η ανεξαρτησία / οι αγώνες ενός έθνους. H πνευματική / η πολιτική ηγεσία του έθνους.Πηγή: Λεξικό Τριανταφυλλίδη http://www.greek-language.grέθνος το· έθνο. α) Λαός, έθνος: (Διγ. Z 1798)· β) πλήθος ανθρώπων, κόσμος: Εξαύτες τες δύο μερές εσέβαιναν τα έθνη (Θησ. Ζ´ [1155]). 2) (Πληθ.) αλλόθρησκοι, εθνικοί, ειδωλολάτρες: τα είδωλα, … των έθνων (Χρον. Μορ. H 783). [αρχ. ουσ. έθνος. Η λ. και σήμ.]Πηγή: Λεξικό Κριαρά http://www.greek-language.grκράτος το [krátos] Ο46 : 1α. η ανώτατη πολιτική εξουσία, η οποία, οργανωμένη σε νομικό πρόσω
Keywords
Τυχαία Θέματα