Υπερφόρτωση των δικαστηρίων & εύλογος χρόνος απονομής δικαιοσύνης

Καταρχάς, στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ημ. 1.10.2013 υπενθυμίσθηκε «ότι είναι θεμελιώδους σημασίας, στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, τα δικαστήρια να εμπνέουν εμπιστοσύνη στους πολίτες».

Περαιτέρω, η γενική αρχή της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης απαιτεί η εκδίκαση των υποθέσεων να γίνεται εντός λογικής προθεσμίας, χωρίς καθυστερήσεις που θέτουν σε αμφιβολία την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της, οδηγώντας εν τέλει σε φαινόμενα αρνησιδικίας και κατά πάγια νομολογία το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

(ΕΣΔΑ) υποχρεώνει τα Κράτη να οργανώσουν το δικαστικό τους σύστημα έτσι ώστε τα Δικαστήρια να μπορούν να ανταποκριθούν στην υποχρέωση απονομής της δικαιοσύνης σε λογική προθεσμία, εξαλείφοντας κάθε εγγενή έλλειψη ή και αδυναμία στην απονομή της δικαιοσύνης και επομένως και την υπερφόρτωση της εργασίας των Δικαστών, με το ζήτημα της ταχύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης, που αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε δίκαιης δίκης, να είναι απολύτως καθοριστικό για την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητά της δικαιοσύνης (απόφαση 762/2013 του Ειρηνοδικείου Χανίων, με παραπομπή σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) - Εφαρμογές Αστικού Δικαίου και Πολιτικής Δικονομίας, 11/2013).

Συναφώς, η υπερφόρτωση των δικαστηρίων από εκκρεμείς υποθέσεις δεν παρέχει δικαιολογία καθυστέρησης, καθώς το δικαστικό σύστημα θα πρέπει να οργανώνεται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζονται οι εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έκδοση των αποφάσεων των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων μέσα σε εύλογη προθεσμία (ΣτΕ 115/2018 με παραπομπή σε νομολογία του ΕΔΔΑ, κ.α.).

Η απαίτηση αυτή ισχύει ακόμη και όταν οι καθυστερήσεις οφείλονται στη δομή του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος (Χ. κατά Ελλάδας, ημ. 28.4.2005) με την ΕΣΔΑ να απαιτεί «την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της δικαιοσύνης» (Π. κατά Ελλάδας, ημ. 22.10.1997, Σ, κατά Ελλάδας, ημ. 1.10.2000, Αίτηση αρ. 38704/97, Τ. κατά Ελλάδας, ημ. 6.7.2000, Αίτηση αρ. 40437/98)

Επίσης, «η αδικαιολόγητη έλλειψη απόφασης από το δικαστήριο για ιδιαίτερα μακρύ χρονικό διάστημα μπορεί υπό την πίεση των γεγονότων να εξομοιωθεί με αρνησιδικία, και, κατά τον τρόπο αυτό, το ένδικο μέσο που άσκησε ο ενδιαφερόμενος μπορεί να στερηθεί από κάθε αποτελεσματικότητα όταν το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης δεν κατορθώνει να αποφανθεί επί της διαφοράς εγκαίρως, όπως το απαιτούν οι περιστάσεις και το διακύβευμα κάθε ιδιαίτερης υπόθεσης» (Β.Α. και λοιποί κατά Ελλάδας, Αίτηση αρ. 50973/08, ημ. 21.12.2010, Γ. κατά Ελλάδας, Αίτηση αρ. 40150/2009, ημ. 30.10.2012 και Μ. κατά Ελλάδας Αίτηση αρ. 54447/2010, ημ. 3.4.2012).

Περαιτέρω, η υπερβολική καθυστέρηση κατά την απονομή της δικαιοσύνης δύναται να κλονίσει την αμεροληψία του δικαστή, απαραίτητη προϋπόθεση της ορθότητας της εκφερόμενης δικανικής κρίσης και η χρόνια υπερφόρτωση των δικαστηρίων δεν απαλλάσσει τα συμβαλλόμενα κράτη από την ευθύνη για την καθυστέρηση κατά την απονομή της δικαιοσύνης [Χ. Μουκίου, Περί της ταχύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης, Η «ταχεία» δίκη ως «δίκαιη» δίκη υπό το φως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 5 (2011)].

*Ο Δημοσθένης Στεφανίδης είναι δικηγόρος.

Keywords
Τυχαία Θέματα