Τουρκία: Ορατή πλέον μια αναξέλεγκτη συναλλαγματική κρίση

Για την τραγική εικόνα  Τουρκικής οικονομίας και τις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η τουρκικής λίρας μίλησε στην Πρώτη Εκπομπή του Ράδιο Πρώτο ο Δρ. Παναγιώτης Κοντάκος που είναι Επίκουρος Καθηγητής στη Διεθνή Επιχειρηματικότητα, Διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος ΜΒΑ και μέλος του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου UCLan Cyprus.

Κληθείς αρχικά να σχολιάζει τις πρόσφατες εξελίξεις της τουρκικής λίρας, εξήγησε

πως ολόκληρη η προηγούμενη εβδομάδα εξελίχθηκε εναγωνίως για την τουρκική λίρα. Η λίρα υποτιμήθηκε σε νέο ιστορικό χαμηλό έναντι του δολαρίου την Πέμπτη, πυροδοτώντας εκ νέου ανησυχίες που την τοποθετούν ένα βήμα πριν την τέλεια καταιγίδα.

Η ισοτιμία του δολαρίου, επεσήμανε έφτασε ενδοσυνεδριακά στις 7,27 τουρκικές λίρες, βυθιζόμενη χαμηλότερα και από τα αντίστοιχα επίπεδα της συναλλαγματικής κρίσης του Ιουλίου του 2018, έχοντας διασπάσει το νέο ψυχολογικό όριο των 7 λιρών. Ως αποτέλεσμα η υποτίμησή της από την αρχή του έτους έχει ανέλθει σε 19%.

Σύμφωνα με τον ίδιο, καθοριστική για τις εξελίξεις ήταν η σπάνια τηλεδιάσκεψη που συνδιοργανώθηκε την Τετάρτη στο Λονδίνο από τη Citigroup και την Societe Generale, στην οποία ο Τούρκος υπουργός Οικονομικών απευθύνθηκε σε περισσότερους από 2.000 ξένους επενδυτές &διαχειριστές κεφαλαίων.

Ο κ. Albayrak, ο οποίος είναι γαμπρός του προέδρου Ερντογάν, επέμεινε ότι το ΑΕΠ της Τουρκίας θα βελτιωθεί το 2020, απορρίπτοντας τις όποιες προβλέψεις του ΔΝΤ και άλλων διεθνών οργανισμών ότι η χώρα θα υποφέρει βαθιά ύφεση κατά τουλάχιστον 5%, λόγω της πανδημίας του Covid-19.

Ο υπουργός Οικονομικών επιχείρησε επίσης να πείσει τους διεθνείς επενδυτές ότι τα συναλλαγματικά αποθεματικά είναι επαρκή.  Ανέφερε δε ότι η Τουρκία βρίσκεται σε συνομιλίες για την ενίσχυσή τους μέσω της ανταλλαγής νομισμάτων (currency swap lines) με άλλες χώρες της G20, κυρίως αυτές με τις οποίες έχει εμπορικό έλλειμμα και συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, όπως π.χ. με την Κίνα και το Κατάρ στο πρόσφατο παρελθόν.

Ωστόσο, το απόγευμα της ίδιας μέρας, οι προσδοκίες αυτές δέχθηκαν το πρώτο πλήγμα, όταν ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (FED) της Νέας Υόρκης Thomas Barkin δήλωσε ότι τέτοιες γραμμές ανταλλαγής νομισμάτων προορίζονται μόνο για χώρες που διατηρούν σχέση βασισμένη στην «αμοιβαία εμπιστοσύνη» με τις ΗΠΑ.

Έτσι, το αποτέλεσμα της τηλεδιάσκεψης ήταν να κλονίσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών στην Τουρκική οικονομία και να οδηγήσει σε μαζικές ρευστοποιήσεις και νέα ιστορικά χαμηλά της τουρκικής λίρας την επόμενη μέρα.

Για να περιορίσει τις ρευστοποιήσεις η αρχή τραπεζικής εποπτείας (BDDK) προέβη στην επιθετική απαγόρευση σε τρεις μεγάλες διεθνείς τράπεζες (BNP Paribas, Citibank και UBS) να πραγματοποιούν συναλλαγές συναλλάγματος με την τουρκική λίρα.

Παρά την προσωρινή ανάπαυλα που προσέφερε, η απαγόρευση αυτή αναμένεται να αποθαρρύνει περαιτέρω τους διεθνείς επενδυτές και θα μπορούσε μόνο να ερμηνευθεί ως μία πράξη απελπισίας και πιθανότατα αντιπαραγωγική κίνηση. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για το αφήγημα ότι η τουρκική λίρα υποτιμάται λόγω της κερδοσκοπικής χειραγώγησης ξένων κέντρων.

Ερωτηθείς για την έντονη συζήτηση που γίνεται σχετικά με τα συναλλαγματικά αποθέματα της Άγκυρας, ο Δρ Κοντάκος, επεσήμανε πως η διοίκηση της οικονομίας παρεμβαίνει στις τιμές συναλλάγματος επειδή δεν κατάφερε να αντιστρέψει την έξοδο προς σκληρά νομίσματα εν μέσω μιας σειράς περικοπών των βασικών επιτοκίων που η κεντρική τράπεζα έχει πραγματοποιήσει από πέρυσι, παρά τον πληθωρισμό που εμφανίζει εκ νέου ανοδικές τάσεις. Τα καθαρά συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας έχουν μειωθεί σε σχεδόν 25 δισ. δολάρια από 40 δισ. δολάρια στην αρχή του χρόνου.

«Όταν μάλιστα τα συναλλαγματικά που έχει αντλήσει η κεντρική τράπεζα από τις τοπικές τράπεζες αφαιρεθούν από τα καθαρά αποθεματικά, αυτά με γρήγορους υπολογισμούς πέφτουν κάτω από το μηδέν», είπε σημειώνοντας πως αυτό έχει οδηγήσει πολλούς αναλυτές να εκτιμούν ότι η Τουρκία ενδέχεται να εξαντλήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα μέσα στο καλοκαίρι, εάν η πίεση στην τουρκική λίρα συνεχισθεί, κάτι που θα οδηγούσε σε μία αναξέλεγκτη πλέον συναλλαγματική κρίση.

Όσον αφορά τις επιλογές πλέον της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας, είπε πως οι συμφωνίες μεταξύ δύο κεντρικών τραπεζών για την ανταλλαγή νομισμάτων (currency swap lines) παρέχουν τη δυνατότητα σε μια κεντρική τράπεζα, για βραχυπρόθεσμα συνήθως χρονικά διαστήματα, να αντλήσει ρευστότητα σε ξένο νόμισμα από την κεντρική τράπεζα που το εκδίδει - συνήθως επειδή χρειάζεται να το χορηγήσει στις εγχώριες εμπορικές τράπεζες.

«Οι συμφωνίες στις οποίες η αμερικανική Fed δέχεται άλλα νομίσματα με αντάλλαγμα δολάρια, προορίζονται να υποστηρίξουν μεγάλες ξένες αγορές δολαρίου (π.χ. όπως της Ιαπωνίας) και όχι να χρησιμοποιούνται ως πιστωτική διευκόλυνση. Η Fed δεν συμπεριέλαβε την Τουρκία όταν επέκτεινε τέτοιες συμφωνίες σε ορισμένες αναδυόμενες αγορές τον Μάρτιο και δεν πρέπει να αναμένουμε θετικές εξελίξεις από αυτήν την άποψη».

Ακόμα, ωστόσο, κι αν συναφθούν κάποιες συμφωνίες ανταλλαγής με την Fed, ή άλλες κεντρικές τράπεζες, αυτές δεν δύνανται να επουλώσουν τα διαρκή διαρθρωτικά οικονομικά προβλήματα.

Επιπλέον, συνέχισε, δεδομένου ότι αφορούν περιορισμένα μόνο κεφάλαια, δεν θα προσφέρουν παρά μία ανάσα πνοής στην τουρκική λίρα.

Τέλος, η δαιμονοποίηση του ΔΝΤ στην τουρκική κοινή γνώμη έχει τόσο παγιωθεί, εξαιτίας κυρίως του πολιτικού λόγου του κυβερνώντος κόμματος, ώστε μία προσφυγή σε αυτό - παρότι παραμένει μία ανοιχτή επιλογή -  θα επέφερε βαρύ πολιτικό κόστος. Μάλιστα, μια πρόσφατη δημοσκόπηση δείχνει ότι το 69% των πολιτών τάσσεται κατά του δανεισμού από το ΔΝΤ.

«Εν ολίγοις, τα περιθώρια αποτελεσματικών ελιγμών της κεντρικής τράπεζας έχουν περιορισθεί σημαντικά», είπε.

Τέλος, κληθείς να δώσει τις δικές του εκτιμήσεις για το επόμενο δάστημα, ο Δρ Κοντάκος είπε πως οι νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές της Τουρκίας έχουν καταστεί αναξιόπιστες στα μάτια των αγορών και οι προσπάθειες της κεντρικής τράπεζας να συγκρατήσει τη λίρα καθιστούν αυτή την έλλειψη αξιοπιστίας ακόμη χειρότερη.

«Όταν αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, η πρώτη αντίδραση της Τουρκικής κυβέρνησης είναι να αρνείται την ύπαρξή τους. Αυτό ακολουθείται από την λήψη εντελώς μή πειστικών μέτρων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές δυναμικές, που μόνο επιδεινώνουν τη ζημία στην οικονομία της χώρας.

H κυβέρνηση Ερντογάν επιδιώκει την οικονομική ανάπτυξη ως βασική προτεραιότητα αλλά η τουρκική οικονομία εισέρχεται σε ένα βαθύ σπιράλ ανεργίας και συρρίκνωσης, με τα ξένα κεφάλαια να αποτραβιώνται σταδιακά. Η χρήση δημοσίων κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση αυτής της ανάπτυξης, έχει ήδη διπλασιάσει το δημοσιονομικό έλλειμα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ταυτόχρονα, η βαθιά υποτιμημένη λίρα σε συνδυασμό με μία μή αυστηρά ελεγχόμενη εκτύπωση χρήματος, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, θα ευνοούσε την εκκόλαψη συνθηκών υπερπληθωρισμού.

Η τουρκική λίρα θα μπορούσε να υποτιμηθεί περαιτέρω το επόμενο χρονικό διάστημα, εκτός εάν η κυβέρνηση λάβει άμεσα κρίσιμα μέτρα για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις αγορές», είπε.

Διαβάστε επίσης: 

Καταποντίζεται η λίρα και τραβά τη θηλιά στον λαιμό του Ερντογάν

Financial Times: H Τουρκία σκάβει το λάκκο της παίζοντας με τη λίρα

Keywords
Τυχαία Θέματα