Κύπρος Νεράϊσσα!

Νεράϊσσα ήσουν! Νηρηίδα. Θεά της θάλασσας. Κόρη του Νηρέα και της Ωκεανίδας! Μα χρόνια το κρατούσες μυστικό μην σε πάρουν χαμπέρι οι Κάβειροι. Κι οι χθόνιοι δαίμονες που φρουρούν την αδάμαστη φωτιά των ηφαιστείων σε ρίξουν στην πυρά...

Νεράϊσσα ήσουν! Νηρηίδα.

Σε θαλασσοσπηλιές κοιμόσουνα. Και στρώμα σου είχες πλουμιστά κοράλλια και πολύχρωμες θαλάσσιες ανεμώνες. Και σαν ξημέρωνε, μ ένα σου χάδι ημέρευες τα κύματα. Και καβάλα σ ένα δελφίνι όργωνες το πέλαγο ατενίζοντας το βλέμμα σου προς την Τροία. Μήπως και δεις

την τριήρη του Οδυσσέα να προβάλλει στην θολή γραμμή του ορίζοντα…

Νεράϊσσα ήσουν! Νηρηίδα.

Μεγάλωσες παίζοντας ψηλαφίνδα με γοργόνες και Ιχθυοκένταυρους. Αμύριστο λουλούδι. Ανέγγιχτη από των θεών και των ανθρώπων την πεθυμιά και ηδονοθηρία.

Μα μια μέρα ο ίμερος ήρθε και φώλιασε στα μάτια σου. Κι από νύμφη της θάλασσας μεταμορφώθηκες σε χρυσαλλίδα. Άνοιξες τα φτερά σου και πέταξε πάνω από το κύμα· σαν χελιδονόψαρο. Είδε την ανυπέρβλητη ομορφιά σου ο Ποσειδώνας και ξετρελάθηκε. Σαγηνευμένος από το κάλεσμα των ματιών σου δεν άντεξε. Κι αφού σου χάρισε ένα στραφταλιστό βραχιόλι με στολίδια της θάλασσας, o υπερκόσμιος θεός κάρφωσε την τρίαινα του στην άμμο, και γονατιστός σου ζήτησε να γίνεις στεφανωτή του…

Στην αγκαλιά του Ποσειδώνα πρωτογνώρισες τον έρωτα. Το πρώτο σου φιλί. Το πρώτο σου χάδι. Κι απ’ του Ποσειδώνα τα ύφυδρα ηφαίστεια ξεπετάχτηκε η Αφροδίτη…

Νεράϊσσα ήσουν! Νηρηίδα.

Καθισμένη στην Πέτρα του Ρωμιού χρόνια αγνάντευες τα απλόσκιωτα κορφοβούνια του Τρόοδου, απαγγέλοντας στίχους τους Όμηρου στους περαστικούς τραταδόρους ψαράδες. Αιώνες πλατσούριζες τα κύματα στις γαλαζοπράσινες δαντελωτές ακρογιαλιές της Σαλαμίνας. Και κάτω απ’ τα πλατάνια και τις αγριοσυκιές του Ακάμα σιγοτραγουδούσες ρεμπέτικα τραγούδια. Μα σαν γλυκοχάραζε, έτρεχες στον μαγεμένο καταρράκτη του Άδωνη να λούσεις τα χρυσόξανθα μαλλιά της κόρης σου· της ηλιόμορφης  Αφροδίτης… 

Μα μια μέρα ο κοσμοσείστης Δίας σ απαρνήθηκε. Και πρόσταξε τις σκοταδόψυχες Άρπυιες να σε κατασπαράξουν. Λεπτό δεν χασομέρησαν οι φόνισσες. Οι αιματοχαρείς βαμπίρες γαντζώθηκαν πάνω στο κουφάρι σου και κι άρχισαν να σου ρουφούν το αίμα…

Βγήκαν στο σεργιάνι μαυροφτέρουγοι φονιάδες 

ζωσμένοι με τρομπόνια γιαταγάνια και σουγιάδες,
Τα μπαλαούρα που ήτανε γεμάτα κεχριμπάρι
τ’ αδειάσανε και με ψυχές φουλάρανε του βαποριού τ’ αμπάρι

Ουαί!
Αλί και τρις αλί! Οϊμέ!
Κι αλίμονο! 

Διαόλια ξεφορτώνουν τις ψυχές σε αζύγωτα λημέρια,

ενώ οι αρχάγγελοι κοιτούν από ψηλά με σταυρωμένα χέρια. 

Στις φαμελιές δεν πρόλαβαν να πουν στερνό αντίο
μες σε σακιά τούς σέρνουνε στου Χάρου το νεκρομαντείο

Ουαί!
Αλί και τρις αλί! Οϊμέ!
Κι αλίμονο!

Στηθοκοπούν μ’ ολολυγμούς και βρίζουν την Αίσα 

βάλανε πόστα τους θεούς και βλαστημούν στα ίσα
τα τρένα πάνε κι έρχονται γεμάτα τα βαγόνια 

μιλιούνια ξεζαλώνουν τις ψυχές στου Χάρου τα σαγόνια

 

Ουαί!
Αλί και τρις αλί! Οϊμέ!
Κι αλίμονο!

Λύσσαξαν οι κουρσάροι. Ξέσκισαν το λευκό πέπλο που φορούσες, σ άρπαξαν απ’ τον λαιμό, και φοβερίζοντας σε με τις κοφτερές τους γιαταγάνες ασέλγησαν πάνω στο κορμί σου. 

Σαρακηνοί, Ναΐτες, Λουζινιανοί, Ενετοί… Μα το πιο αιμόδιψο κι ανθρωποβόρο θεριό από όλα ήταν ο καταραμένος μισθοφόρος των Ούζων, που τρακόσια τόσα χρόνια λεπτό δεν σταμάτησε να σε κακοποιεί μ αγριωμάρα. Ανελέητα. Προσπαθώντας να πάρει φαλάγγι την Ελληνική σου ψυχή…

Μα εσύ Νεράϊσσα άντεξες! Επέλεξες του θανάτου το τσεκούρι παρά να προδώσεις την πίστη σου στον Χριστό και την αφοσίωση σου στο Έθνος! Παρέμεινες περήφανη Ελληνίδα. Προστάτιδα της πάγκαλης Αφροδίτης. Τι κι αν σε βίασαν δεκάδες βάρβαροι. Το πετσί σου γδάρανε. Η ψυχή σου παρέμεινε άθιχτη… 

Ανέγγιχτη! 

Τι κι αν οι Άρπυιες επανειλημμένα προσπάθησαν να ξεριζώσουν τον Όμηρο από τα σπλάχνα σου·ματώνοντας την ψυχή σου με τα γαμψά τους αρπάγια. Εσύ αγέρωχα συνεχίζεις να ατενίζεις το βλέμμα σου προς τον Παρθενώνα. Περήφανη, γιατί όποια πέτρα κι αν σηκώσει κανείς, κάτω από τα πόδια σου τους θεούς του Ολύμπου θα βρει· Έλληνες ρηγάδες και των Αχαιών τα κοσμοξάκουστα βασίλεια…  

Τον Αριστοτέλη, τον Πυθαγόρα, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τον Αριστοφάνη, τον Διογένη, τον Ζήνωνα, τον Θουκυδίδη, τον Ηρόδοτο… Ναι! Όλους αυτούς τους απέθαντους θεανθρώπους της επιστήμης, των τεχνών και των γραμμάτων θα βρει. Τους πολυΐστωρες Έλληνες πανεπιστήμονες που χάρισαν το φως στην ανθρωπότητα.

Άντεξες Νεράϊσσα. Παρά τις κακουχίες, τους βιασμούς και τα ολοκαυτώματα που έχεις υποστεί από βάρβαρους κουρσάρους, παρέμεινες όρθια. Κι όρθια συνεχίζεις να στέκεσαι στην Πέτρα του Ρωμιού ανεμίζοντας την Ελληνική σημαία. 

Μη σε τρομάζει που μια χούφτα αρνησιπάτριδες ανεντρόπιαστα γράψανε νέο «γλωσσάρι» και καθημερινά καταβάλουν προσπάθεια να σε κάνουν να ξεχάσεις πως Ρωμιά γεννήθηκες. Κόρη του Δία και νύμφη του Ποσειδώνα! 

Οι λιγοστοί αυτοί εθνομηδενιστές, που ανερυθρίαστα υποστείλανε την γαλανόλευκη σημαία του έθνους, καλά κάνουν να τρέξουν να υποστείλουν το «άστρο της σελήνης»· την Τούρκικη σημαία που χρόνια τρώει τα σωθικά του Πενταδάκτυλου… 

Και τα πλακάτ με τα γκεμπελικά συνθήματα που με οργίλο ύφος φιγουράρουν, ατενίζοντας το βλέμμα τους προς τον «νότο», καλά κάνουν να το στρέψουν προς την «Βόρεια Κύπρο». Εκεί βρίσκεται ο κατοχικός στρατός! Εκεί βρίσκεται ο εχθρός της πατρίδας τους. Εκεί βρίσκονται οι βάρβαροι φονιάδες που δεν δίστασαν να βιάσουν δεκάχρονα κορίτσια, να σκοτώσουν αθώους, να συλήσουν εκκλησιές και να νοσφιστούν τις περιουσίες που άφησαν πίσω τους οι ξεριζωμένοι.

Κύπρος Νεράϊσσα! Τρεις χιλιάδες χρόνια τώρα τα χαντζάρια των οχτρών ξεσκίζουν τα σωθικά σου. Μα νταγιάντισες. Μανιασμένα συνεχίζεις να κτυπάς τις καμπάνες. Μήπως και σ ακούσει η Εκάβη και πάρει πίσω τις κατάρες που ξεστόμισε…

«Καταραμένοι να είστε Αχαιοί. Να σφάζεστε μεταξύ σας. Σύντροφος παντοτινός η έχθρα. Σε πολέμους αδελφοκτόνους να χύνεται το αίμα σας. Το φαρμάκι της διχόνοιας να φωλιάζει στις φλέβες σας. Μονοιασμένους ποτέ να μην σας βρίσκει ο Ήλιος. Την μοίρα του Σίσυφου να έχετε και ποτέ να μην φτάνετε στον τερματισμό. Να ματώνετε ξανά και ξανά και πάντα να είναι άπιαστο το όνειρο σας, μέχρι τον αιώνα το άπαντα».

Που θα πάει. Τα κακοψύχια της Εκάβης κάποια στιγμή θα ξεχαστούν. Ο Κάλχας θα αλλάξει τον χρησμό του. Οι Αχαιοί θα μονιάσουν και πάλι. Κι ο Δίας θα διατάξει τον Ερμή να ‘ρθει να σε λυτρώσει από των οχτρών τα τόξα και του Ξέρξη τo στραγγάλισμα…

Σταύρος Σιδεράς

Βραβευμένος Συγγραφέας, Συνθέτης, Παραγωγός &Σκηνοθέτης,

Επίτιμος Καθηγητής, 

Δημοσιογράφος, 

Πρόεδρος του συνδέσμου «Χάρισμα», 

Μέλος της UNESCO τεχνών, λόγου και επιστημών Ελλάδος

Keywords
Τυχαία Θέματα