Δικηγόρος Βρούντου:Κάθε πολίτης μπορεί να δικαιωθεί στο ΕΔΑΔ

Η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση που αφορά την εκ μητρογονίας πρόσφυγα Μαρία Βρούντου αποδεικνύει ότι ο κάθε πολίτης έχει τη δυνατότητα στο τέλος να δικαιωθεί, δήλωσε στο ΚΥΠΕ ο δικηγόρος της παραπονούμενης, Χριστόφορος Χριστοφή, εκφράζοντας την άποψη ότι με βάση την απόφαση, το κράτος πρέπει να εξετάσει την πιθανότητα αποζημίωσης σε άτομα που θα ήταν δικαιούχοι εάν δεν υπήρχε η δυσμενής μεταχείριση.

Χθες, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

διέταξε την Κυπριακή Δημοκρατία να πληρώσει την παραπονούμενη συνολικά 33,000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων της. Η κ. Βρούντου γεννήθηκε το 1980 και είχε αρχικά αποταθεί στις κυπριακές Αρχές για προσφυγική ταυτότητα το 2003, λόγω της μητέρας της, πρόσφυγα από τη Σκυλλούρα.

Οπως είπε στο ΚΥΠΕ ο κ. Χριστοφή, η παραπονούμενη προσέφυγε στο ΕΔΑΔ, αφού είχε αποτύχει η προσφυγή και έφεσή της στο Ανώτατο Δικαστήριο το 2006, το οποίο έκρινε ότι δεν είχε τη δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της ουσίας της υπόθεσης διότι εάν το έκανε θα ήταν ωσάν να επέκτεινε το πρόγραμμα των προσφυγικών ταυτοτήτων για να καλύψει τα παιδιά εκτοπισμένων γυναικών, κάτι που θα παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Η κ. Βρούντου κατήγγειλε στο ΕΔΑΔ την άρνηση των κυπριακών Αρχών να της δώσουν προσφυγική ταυτότητα, ισχυριζόμενη ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να της αρνηθούν σειρά δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης οικιστικής βοήθειας.

Ο δικηγόρος κ. Χριστοφή ανέφερε ότι το ΕΔΑΔ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της αιτήτριας Μαρίας Βρούντου σε δύο σημεία.

Πρώτον, στο δικαίωμα ίσης μεταχείρισης αφού υπήρχε διαφορετική μεταχείριση βάση φύλου.

“Δηλαδή, επειδή η Βρούντου ήταν τέκνο εκ μητρογονίας δεν μπορούσε να εγγραφεί ως πρόσφυγας και να τύχει των ωφελημάτων που είχαν τα τέκνα των εξ αρρενογονίας προσφύγων με βάση τη πολιτική της κυβέρνησης” είπε ο κ. Χριστοφή και πρόσθεσε ότι το ΕΔΑΔ έκρινε ότι το επίδομα οικίας που δικαιούνταν οι εξ αρρενογονίας πρόσφυγες ήταν κοινωνική παροχή που ενέπιπτε εντός του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Σύμβασης.

“Για να ήταν κάποιος δικαιούχος έπρεπε ως βασική και κύρια προϋπόθεση να κατέχει προσφυγική ταυτότητα. Άρα το ερώτημα ήταν αν η αιτήτρια είχε προσφυγική ταυτότητα θα λάμβανε αυτή τη παροχή; Η απάντηση ήταν θετική. Υπήρχε διαφορετική μεταχείριση; Ναι, διότι τα παιδιά των αντρών προσφύγων είχαν προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τα παιδιά των γυναικών προσφύγων. Υπήρχαν αντικειμενικοί και εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούσαν την διαφορετική μεταχείριση; Το Δικαστήριο απάντησε αρνητικά απορρίπτοντας όλους τους λόγους που προβλήθηκαν από τη Δημοκρατία” εξήγησε ο κ. Χριστοφή.

Δεύτερον, είπε ότι το ΕΔΑΔ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και αποτελεσματικής θεραπείας.

“Αυτό διότι τα Κυπριακά Δικαστήρια θεωρούσαν ότι το ζήτημα ήταν τέτοιας φύσης που δεν είχαν δικαιοδοσία να αποφασίσουν και να κρίνουν κατά πόσο υπήρχε παραβίαση” ανέφερε.

Ερωτηθείς τι αλλάζει στην πράξη ακριβώς για τους εκ μητρογονίας πρόσφυγες μετά την απόφαση αυτή, ο κ. Χριστοφή είπε ότι το ΕΔΑΔ εντόπισε παραβίαση του δικαιώματος σε ίση μεταχείριση της Βρούντου όταν αυτή αιτήθηκε προσφυγικής ταυτότητας το 2003 και πρόσθεσε ότι “άρα όλα τα παιδιά εκ μητρογονίας προσφύγων που ήταν στη ίδια θέση θεωρητικά και ηθικά δικαιούνται θεραπείας”.

Σε ερώτηση κατά πόσον η απόφαση του ΕΔΑΔ αφορά και την αναδρομικότητα, είπε ότι πιθανόν να γεννιούνται δικαιώματα διότι το ΕΔΑΔ ακριβώς εντόπισε ότι η παράβαση έγινε το 2003.

“Η προσωπική μου άποψη είναι ότι με βάση την απόφαση το κράτος έχει υποχρέωση να εξετάσει την πιθανότητα αποζημίωσης σε άτομα που θα ήταν δικαιούχοι εάν δεν υπήρχε η δυσμενής μεταχείριση” σημείωσε ο δικηγόρος.

Ενώπιον του ΕΔΑΔ εκκρεμούν ακόμη 50 παρόμοιες υποθέσεις . Ο κ. Χριστοφή είπε ότι δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες ή τις περιστάσεις των 50 αυτών υποθέσεων όμως είπε ότι ` κανονικά με βάση το προηγούμενο της Βρούντου πρέπει να έχουν την ίδια κατάληξη`.

Ερωτηθείς κατά πόσον θεωρεί ότι η απόφαση του ΕΔΑΔ ήρθε ετεροχρονισμένα καθώς το κράτος αναγνώρισε ήδη τους εκ μητρογονίας, ο κ. Χριστοφή απάντησε αρνητικά.

“Όχι. Οι εκ μητρογονίας αναγνωρίστηκαν από το κράτος θεωρητικά το 2013 για σκοπούς παροχής κάποιων ωφελημάτων” είπε και πρόσθεσε ότι η σημασία της υπόθεσης Βρούντου έγκειται σε δύο σημεία:

“Πρώτον ότι καταδικάστηκε το κράτος μας για παράβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων πολιτών του δυνάμει μίας πολιτικής απόφασης που είχε ληφθεί το 1974 χωρίς στο μεταξύ να λάβει οποιοδήποτε μέτρο άρσης της προφανούς αυτής παράβασης. Δεύτερον κρίθηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής το οποίο κατ’ επέκταση επιβάλλει υποχρέωση στα κρατικά όργανα όπως τα Δικαστήρια, να απονέμουν δικαιοσύνη και πραγματική θεραπεία στα θύματα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων” είπε.

Ο κ. Χριστοφή ανέφερε στο ΚΥΠΕ ότι “αυτή η δεύτερη πτυχή της υπόθεσης Βρούντου είναι πολύ σημαντική και ανεξάρτητη από το θέμα της αναγνώρισης των εκ μητρογονίας προσφύγων το 2013”.

Σε ερώτηση ποια ήταν η συμβολή της Κίνησης Προσφύγων και Εκτοπισμένων Μανάδων στην υπόθεση αυτή, ο κ. Χριστοφή είπε ότι ήταν πολύ σημαντική και ευχαρίστησε ιδιαίτερα την Πρόεδρο της Κίνησης Μαρκέλλα Τσιάκκα με την οποία “είχα πολύ στενή συνεργασία κατά το στάδιο ετοιμασίας των γραπτών παρατηρήσεων και βοήθησε τα μέγιστα την υπόθεση με την παροχή στοιχείων, πληροφοριών, εγγράφων, θέσεων και απόψεων”.

Καταληκτικά ο κ. Χριστοφή είπε ότι η “υπόθεση Βρούντου αποδεικνύει ότι ο κάθε πολίτης έχει τη δυνατότητα όταν το θελήσει και επιμένει στο τέλος να δικαιωθεί. Η πελάτισσα μου και ο σύζυγός της πίστευαν εξ αρχής στο δίκαιο της υπόθεση τους, θεωρούσαν ότι το κράτος παραβίαζε κατά προφανή και απαράδεκτο τρόπο τα δικαιώματα τους και ήταν διατεθειμένοι να αγωνιστούν για 13 χρόνια μέχρι τη τελική δικαίωση”.

Πηγή: ΚΥΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα