Αναξιοκρατικό φαινόμενο συστήματος αξιολόγησης Δημ.Υπαλλήλων

Καταρχάς, όπως έχει κριθεί από τη νομολογία, το σύστημα αξιολόγησης πρέπει να αναδεικνύει τον καταλληλότερο υποψήφιο, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον [1] και «Οι εμπιστευτικές εκθέσεις…σκοπό έχουν, μεταξύ άλλων, και την εκτίμηση και στάθμιση της αξίας των υπαλλήλων για την προσωπική μελλοντική τους ανέλιξη, αλλά και βελτίωση της δημόσιας υπηρεσίας»

[2]. Επίσης, οι εμπιστευτικές εκθέσεις των υπαλλήλων κρίθηκε, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι αποτελούν τον κατ’ εξοχήν δείκτη των ιδιοτήτων και των ικανοτήτων που στην πράξη, δια μέσου της απόδοσης κατά την άσκηση

των καθηκόντων τους, έδειξαν ότι έχουν οι αξιολογούμενοι [3] πρωταρχικό δείκτη της αξίας των υποψηφίων και αντικειμενικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους [4] και αντικατοπτρισμό της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας με την οποία οι αξιολογούμενοι ασκούν τα καθήκοντά τους, ως μέτρο κρίσης της αξίας τους [5].

Ακολούθως, σύμφωνα με τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμούς του 1990-1993 (Κ.Δ.Π. 386/90 και Κ.Δ.Π. 110/93), δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση των Λειτουργών Αξιολόγησης για αιτιολόγηση των οποιωνδήποτε μειώσεων της βαθμολογίας στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις.

Απλώς, το άρθρο 9 των εν λόγω Κανονισμών προβλέπει ότι «αν υπάρχει πρόθεση όπως διατυπωθεί στην Υπηρεσιακή Έκθεση οποιαδήποτε δυσμενής κρίση, παρέχεται η ευκαιρία στον υπάλληλο να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του, προτού ληφθεί η τελική απόφαση». Με άλλα λόγια, αν υπάρχει πρόθεση ο υπάλληλος να κριθεί σε κάποιο στοιχείο αξιολόγησης με «μη ικανοποιητικά», τότε, προτού διατυπωθεί αυτή η κρίση, παρέχεται σε αυτόν η ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του [6].

Το γεγονός όμως αυτό, ήτοι της έλλειψης αιτιολογίας για μείωση της αξιολόγησης κατά τα ανωτέρω, εκτιμώ ότι ουσιαστικά καταλείπει ευρύτατο πλαίσιο και περιθώριο υποκειμενικής αυθαιρεσίας και εκκόλαψης μη αξιοκρατικών και κατά συνέπεια παραγωγικών συνθηκών αδιάβλητης υπαλληλικής σταδιοδρομίας, ευνομίας και διαφάνειας, αλλά και της αποστολής των ετησίων εκθέσεων, στα πλαίσια εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος στις προαγωγές, καθιστώντας ανέλεγκτα δέσμια την ετήσια αξιολόγηση ως προϊόν ευεπίφορο σε εξωγενές προϊόν διαπροσωπικού δεσμού, στερούμενης εχεγγύων αντικειμενικής νομιμοποίησης, καθώς απουσιάζει παντελής αξιολογική κρίση στη βαθμολόγηση, η οποία να στηρίζεται στην παροχή της πραγματικής βάσης των γεγονότων της αξιολόγησης και του σκεπτικού αυτής.

Συναφώς, ενδεικτικά, «Η αναγκαιότητα παροχής της δέουσας αιτιολογίας, πηγάζει από την αρχή της νομιμότητας και την ανάγκη να διαπιστώνεται η ορθή εφαρμογή του Νόμου, ώστε να διευκολύνεται ο δικαστικός έλεγχος (βλ. Δημοκρατία ν. Krashias Industries Ltd (2009) 3 AAΔ 92)» [7] «Η ανάγκη της αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων απορρέει βεβαίως από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου» [8] «Γενικώς η αιτιολόγηση αποσκοπεί στη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου για εξασφάλιση της διαφάνειας», [9] «βασικός σκοπός της αιτιολογίας είναι ο έλεγχος της απόφασης από το Δικαστήριο» [10] «Η απαίτηση αιτιολόγησης των διοικητικών πράξεων δεν είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί με απλή παράθεση προτάσεων χωρίς συγκεκριμένη αξία για το αναθεωρητικό δικαστήριο. Η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής» [11] «Η αιτιολογία δεν είναι τυπικό θέμα φραστικής διατύπωσης, ώστε με την κατάλληλη επιλογή και συνδυασμό λέξεων υπό μορφή τύπου να ικανοποιείται.

Η αιτιολογία είναι θέμα ουσίας βασικότατο στη λήψη της απόφασης, αφού συνιστά την έκφραση της λογικής της συγκεκριμένης επιλογής, χωρίς την οποία δεν νοείται ούτε σύννομη εκτέλεση του καθήκοντος του διοικητικού οργάνου ούτε δυνατότητα δικαστικού ελέγχου» [12] καθώς «Μόνον οπλισμένη με αιτιολογία, η διοικητική πράξη ημπορεί να πείσει τον δικαστή, ότι στηρίζεται στο νόμο και όχι στην αυθαίρετη κρίση του διοικητικού οργάνου» [13].

Καθεστώς το οποίο δεν συνάδει με την εξυπηρέτηση και διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, με την αξιοκρατική στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας [14] το οποίο οφείλουν να εξυπηρετούν οι προαγωγές [15] καθώς «Ο διορισμός, όπως και η προαγωγή των πλέον άξιων και ικανότερων υποψηφίων είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το κοινό καλό. Η άρτια στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας προάγει άμεσα το συμφέρον του δημοσίου» [16] με παρεπόμενη αντανάκλαση στη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας στα πλαίσια του ρόλου της Ε.Δ.Υ., που δεσμεύεται από το φαινόμενο αυτό, η οποία είναι «ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο όργανο της οποίας όμως ο Πρόεδρος και τα μέλη ασκούν αρμοδιότητες σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και ασκούν επιρροή στη δημόσια ζωή εφόσον με τις αποφάσεις τους στελεχώνεται ολόκληρη η δημόσια υπηρεσία, ένας νευραλγικός τομέας για τη λειτουργία του κράτους» [17].

Άλλωστε, δεν σπανίζει στη νομολογία να παρουσιάζεται το φαινόμενο της μείωσης, λίγα έτη πριν τις προαγωγές, στην ετήσιες αξιολογήσεις διαχρονικά εξαίρετων υπαλλήλων.

[1] Γιωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3Β Α.Α.Δ. 639, Δημήτρης Δημητρίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 2076/2012, ημ. 22.12.2014.

[2] Χαραλαμπίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414.

[3] Στέλιος Βασιλείου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 75

[4] Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Δ.Δ. 414, Δημοκρατία ν. Στυλιανού (1990) 3Δ Α.Α.Δ. 2427, Karpasitis v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1617, Public Service Commission v. Myrianthi Papaonisiforou (1984) 3 C.L.R. 370, κ.α.

[5] Αττάς κ.α. v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 3 Α.Α.Δ. 8 Δρ. Παναγιώτης Σταυρινίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145, Ανδρέας Κούλη v Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 852.

[6] Χαρίκλεια Μιχαηλίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4Β Α.Α.Δ 1361, Μαρία Μιχαηλίδου Κυριάκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 1654/2007, ημ. 31.1.2012, επίσης, Μαρούλλα Θεοδότου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 1: «Έπεται πως η επιλογή για παροχή δυνατότητας υποβολής παραστάσεων από τους ίδιους τους Κανονισμούς, περιλαμβάνει και τη δυνατότητα ρύθμισης ως προς τους όρους της, εν προκειμένω, την υποβολή των παραστάσεων προς την ομάδα αξιολόγησης, και, βεβαίως, την εξέτασή τους από την ίδια, θα προσθέταμε, χωρίς την ανάγκη αιτιολόγησης που δεν απαιτείται ούτε και για τις αρχικές. (Βλ. σχετικά τη Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1361 και Νίκος Αττάς κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Yπόθεση Aρ. 866/04 κ.ά., ημερομηνίας 19.3.08). Το υπόβαθρο, λοιπόν, της εισήγησης ελλείπει και, συνεπώς, δεν δικαιολογείται περαιτέρω εξέτασή της».

[7] Αγάπιος Κυριάκου Κακογιάννη v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 1597/2010, ημ. 12.9.2012.

[8] Ανδρόνικος Καρανίκης v. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Προσφ. αρ. 1329/2014, ημ. 9.9.2015.

[9] Γεωργία Παπαμιλτιάδους Μπατίστα v. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (1995) 4Δ Α.Α.Δ. 2614, 2627.

[10] Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου κ.α. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119

[11] Χρυστάλλα Χατζηκυριάκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 1262/2013, ημ. 21.10.2016.

[12] Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Ανδρέα Ανδρέου κ.α. v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Συν. Πρ. αρ. 371/1996 κ.α., ημ. 28.6.1999.

[13] Απόσπασμα του προλόγου του Μ. Δ. Στασινόπουλου στον Τιμητικό Τόμο του Συμβουλίου της Επικρατείας (I) 1929-1979 στη σελ. 7, που αναφέρθηκε στην υπόθεση Λούκα Ζαχαρία Καλλή v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4Α Α.Α.Δ. 356.

[14] Μενελάου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 370.

[15] Έμιλυ Παυλίδου v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 71

[16] Κυπριακή Δημοκρατία v. Ελένης Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534

[17] Αναφορά 13/2016, ημ. 29.5.2017, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλή των Αντιπροσώπων.

*Tα σχόλια αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι αυτή του Sigmalive.com

Keywords
Τυχαία Θέματα