Ανάλυση: Τα «κίτρινα γιλέκα» και ο αντίκτυπος στην ΕΕ

Η εκρηκτική κινητοποίηση που συντάραξε συθέμελα το Παρίσι το προηγούμενο Σαββατοκύριακο δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε είχε αιτία την ενεργειακή πολιτική που παρουσίασε η κυβέρνηση του Εμμανουέλ Μακρόν. Σε μια χώρα με βαθιά παράδοση στις διαδηλώσεις, εκατοντάδες χιλιάδες Γάλλοι ντυμένοι με κίτρινα γιλέκα ξεχύθηκαν στους δρόμους καίγοντας οχήματα, καταστρέφοντας βιτρίνες και δίνοντας μάχη σώμα με σώμα με τις δυνάμεις ασφαλείας, δημιουργώντας μια πρωτόγνωρη κατάσταση στην γαλλική πρωτεύουσα.

Η

επόμενη ημέρα της εξέγερσης βρήκε την Κυβέρνηση της Γαλλίας «μουδιασμένη» με την διαχείριση της πρωτοφανούς κρίσης, ενώ το διακύβευμα να βρεθεί η κατάλληλη πολιτική συνταγή για την αντιμετώπιση αυτού φαινομένου θα καθορίσει την πολιτική πραγματικότητα όχι μόνο της ίδιας της χώρας αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης.

Η αφορμή

Αφορμή για την «κίτρινη επανάσταση» αποτέλεσε η άνοδος των τιμών των καυσίμων. Ειδικότερα, στις ήδη υψηλές τιμές πετρελαίου -είχαν αυξηθεί κατά 18% εξαιτίας της διεθνούς αύξησης των τιμών, αλλά και της εξαιρετικά υψηλής έμμεσης φορολογίας της κυβέρνησης- ο Πρόεδρος Μακρόν πρότεινε επιβολή ενός νέου φόρου στα καύσιμα, ενδεδυμένου για πολλούς αναλυτές με έναν «οικολογικό μανδύα», με στόχο να μειώσει τις εκπομπές ρύπων. Η συγκεκριμένη πρόνοια προκάλεσε την έκρηξη των κατοίκων κυρίως των επαρχιακών περιοχών, στους οποίους ουσιαστικά θα μετακυλούσε το κόστος αυτών των περιβαλλοντικών πολιτικών, μιας και οι περικοπές των επενδύσεων της περιφερειακής ανάπτυξης δεν τους άφησαν άλλη επιλογή από το να οδηγούν χιλιόμετρα για να μεταβούν στις εργασίες τους, ώστε να ζήσουν τις οικογένειές τους.

Οι βαθύτερες αιτίες

Εντούτοις, η αύξηση της φορολογίας των καυσίμων δεν ήταν παρά η αφορμή. Η πραγματική αιτία που πυροδότησε τη λαϊκή έκρηξη είναι πιο βαθιά και αφορά στο ευρύτερο πολιτικό πρόγραμμα αναθεώρησης που προωθεί ο Μακρόν, το οποίο περιελάμβανε πρόνοιες όπως χαλάρωση των νόμων περί προσλήψεων και απολύσεων και η μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις και τα μεγάλα εισοδήματα, ενισχύοντας έτσι το επιχείρημα που τον θέλει «πρόεδρο των πλουσίων». Κατά γενικήν ομολογίαν στη Γαλλία, η οποία παραμένει όμηρος των χρόνιων κοινωνικών και πολιτικών της προβλημάτων με υψηλή ανεργία και μικρή ανάπτυξη, αυξήθηκε το χάσμα μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, δημιουργώντας στους αποκεντρωμένους και χαμηλότερα αμειβόμενους αυτήν την εκρηκτική ανάγκη για αντίδραση εναντίον ενός συστήματος, το οποίο κρίνουν απρόθυμο ή και ανίκανο να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους.

Πολιτικό κόστος και στο βάθος Ευρω-εκλογές

Με τον Μακρόν να αντιμετωπίζει την χειρότερη κρίση της πολιτικής του καριέρας (η δημοτικότητά του έπεσε κάτω από το 20%, σε αντίθεση με τα Κίτρινα Γιλέκα που χαίρουν εκτίμησης του 80% στη Γαλλία), τίθενται τα διλήμματα που θα μπορούσε κάθε ευρωπαϊκή χώρα να αντιμετωπίζει. Η αύξηση της φορολογίας στα καύσιμα στην ουσία της αντανακλά την πρόθεση του Γάλλου Προέδρου να μειώσει τις εκπομπές ρύπων και να καταστήσει την οικονομία της χώρας πιο φιλική για το περιβάλλον. Σε μια χώρα όμως με σοβαρά οικονομικά προβλήματα ένας τέτοιος στόχος για τους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι δίνουν μάχη για επιβίωση λόγω των πολιτικών λιτότητας, των περικοπών μισθών και της δημοσιονομικής «εξυγίανσης», φαντάζει άνευ ουσίας και δείχνει την τεράστια απόσταση που έχουν οι οικονομικές ελίτ από τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο απλός λαός.

Τα βίαια αντανακλαστικά της γαλλικής κοινωνίας αποτυπώνουν όμως ένα ακόμη βαθύτερο δίλημμα. Ο Μακρόν ήταν αποφασισμένος να έρθει σε ρήξη, όπως ισχυριζόταν, με το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, ώστε να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις του. Εντούτοις, τυχόν εφαρμογή τους με την διαμορφωθείσα πολιτική κατάσταση θα έχει βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος, ενώ το όφελος θα είναι μακροπρόθεσμο. Η χρονική συγκυρία, με τις Ευρωεκλογές να πλησιάζουν, δεν του παρέχει αυτήν την πολυτέλεια. Δεν είναι τυχαία η απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να αναστείλει την αύξησης της φορολογίας στα καύσιμα για έξι μήνες, με το τέλος του εξαμήνου να συμπίπτει με τις Ευρωεκλογές, γεγονός που αφήνει περιθώρια για πολλές ερμηνείες. Παράλληλα, έγινε σαφές ότι η αύξηση δεν θα περιληφθεί στον προϋπολογισμό, όμως δεν αποκλείεται αυτή να συμπεριληφθεί σε μία ενδεχόμενη αναθεώρηση του προϋπολογισμού με το πέρας των κρίσιμων Ευρωεκλογών.

Γίνεται ξεκάθαρό ότι με ένα κόμμα ρηχό και προσωποπαγές, χωρίς εκλογική βάση, ο Γάλλος Πρόεδρος καθίσταται πολιτικά ευάλωτος και είναι καταδικασμένος να πληρώσει ακριβά την εκλογική του νίκη, η οποία συγκυριακά «πάτησε» πάνω στην κατάρρευση των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων και στην αρνητική ψήφο των Γάλλων στους εθνικιστές της Μαρίν Λεπέν.

Η σύνδεση με τον ευρωπαϊκό λαϊκισμό

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συζήτησης, τα Κίτρινα Γιλέκα δεν αποτελούν μιαν απλή γαλλική εξέγερση ενάντια στις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης. Αυτό που ανέδειξε η χωρίς εσωτερική οργάνωση και ακέφαλη κίνηση των Κίτρινων Γιλέκων είναι το γύρισμα της πλάτης στα παραδοσιακά κόμματα και οργανισμούς, κυρίως τις συντεχνίες, τόσο στην Γαλλία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Εκεί που εντοπίζεται αποτυχία των κυβερνήσεων να αναγνωρίσουν και να απαντήσουν στις ανησυχίες και τα ζητούμενα των πολιτών, βρίσκει πρόσφορο έδαφος και γεννιέται ο λαϊκισμός. Να σημειωθεί ότι στην Γαλλία παρατηρήθηκε μια προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης των κίτρινων «επαναστατών», τόσο από τους αριστερούς λαϊκιστές του Ζαν-Λικ Μελανσόν όσο και από την ακροδεξιά της Λεπέν, οι οποίοι τελικά αναγκάστηκαν σε οπισθοχώρηση.

Ο Μακρόν όμως ανέβηκε στον προεδρικό θώκο ως ένας υποψήφιος ο οποίος δεν προερχόταν ούτε από την δεξιά ούτε από την αριστερά, με την υπόσχεση ότι θα λειτουργούσε ως «αντίδοτο» στον λαϊκισμό που ρίζωνε σε Γαλλία και Ευρώπη. Η «κίτρινη έκρηξη», όμως, εξέθεσε την ανεπάρκειά του να πείσει τους πολίτες ότι κατέχει τόσο τις πολιτικές όσο και την προσωπικότητα να το πράξει. Εάν δεν καταφέρει να ανατρέψει αυτά τα δεδομένα, υπάρχει ο φόβος ότι τα Κίτρινα Γιλέκα έμμεσα θα πριμοδοτήσουν περαιτέρω την αύξηση του λαϊκισμού ή και του ευρωσκεπτικισμού στη Γηραιά Ήπειρο.

Ο εφιάλτης της διάχυσης

Στις Βρυξέλλες δεν περνάει απαρατήρητη αυτή η κρίση. Ο φόβος της διάχυσης σε μια Ευρώπη που νοσεί ακόμα από τις πολιτικές λιτότητας που έχουν επιβληθεί είναι πιο ορατός από ποτέ. Δεν θα είναι δύσκολο σε μια Ελλάδα των μνημονίων, ή σε μια Ιταλία του αυστηρού προϋπολογισμού, να αναδυθούν τέτοια φαινόμενα. Ακόμα και στη Βρετανία, που βρίσκεται με το ένα πόδι εκτός ΕΕ, η δυσαρέσκεια για την συμφωνία αποχώρησης εύκολα μπορεί να μετουσιωθεί σε λαϊκή εξέγερση, εάν ληφθεί υπόψη μάλιστα πόσα κατάφεραν τα Κίτρινα Γιλέκα σε τόσο λίγο χρόνο.

Πάντως, έστω και δειλά, ο «κίτρινος εφιάλτης» των πολιτικών συστημάτων εμφανίστηκε και στο Βέλγιο. Κάποιες ανάλογες μικρές κινήσεις παρατηρήθηκαν και στην Γερμανία. Το «απειλητικό» χαρακτηριστικό που φέρουν τα Κίτρινα Γιλέκα δεν είναι άλλο από την απουσία πολιτικής ταυτότητας. Δεν ανήκουν ούτε στην αριστερά, ούτε στη δεξιά, άρα κρίνεται αδύνατη μια διείσδυση στις τάξεις τους για να ελεγχθούν. Πρόκειται για πολίτες των μεσαίων οικονομικών στρωμάτων, που πνίγονται από τις φορολογίες, χωρίς να παίρνουν κάτι σε αντάλλαγμα. Αυτό το προφίλ, σύμφωνα με αναλυτές, είναι η ίδια η δυναμική των Κίτρινων Γιλέκων. Παντού στην Ευρώπη υπάρχουν πολίτες που αντιμετωπίζουν τις ίδιες προκλήσεις και αυτό δημιουργεί τις προϋποθέσεις το κίνημα να γίνει ανεξέλεγκτο.

Σε αναζήτηση ενός ηγέτη

Οι τελευταίες ημέρες έδειξαν ότι δεν απέμειναν και πολλά από το όραμα του Μακρόν. Είτε πρόκειται για την αύξηση της φορολογίας στα καύσιμα, είτε πρόκειται για τις μεταρρυθμίσεις στην Ευρωζώνη, ο Γάλλος Πρόεδρος έδειξε ότι δεν μπορεί να πετύχει αυτά που υποσχέθηκε. Αυτή η συντριβή του στο εσωτερικό, με αποκορύφωμα την εξέγερση των Κίτρινων Γιλέκων, του αφαίρεσε τη νομιμότητα που χρειαζόταν για να κυριαρχήσει στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Η αποτυχία του να ανταποκριθεί στις προσδοκίες προδιαγράφει μια δύσκολη εποχή για την Ευρώπη, αφού το κενό εξουσίας που αφήνει η Άγκελα Μέρκελ μοιάζει αδύνατο να καλυφθεί από τον «de facto» αρχηγό, Εμμανουέλ Μακρόν.

Αναδημοσίευση από τη «Σημερινή» της Κυριακής

Keywords
Τυχαία Θέματα