Η διπλωματία των νομισμάτων

Πώς εφαρμόζουν την εμπορική διπλωματία η Κίνα, η Βραζιλία, η Ινδία, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ

Του Alexander Benard

Στις 19 Οκτωβρίου 2011, η κυβέρνηση του Αφγανιστάν, ενεργώντας εν μέρει με υπόδειξη Αμερικανών στρατιωτικών συμβούλων που συνεργάζονται με το υπουργείο Ορυχείων του Αφγανιστάν, χορήγησε στην Εθνική Επιχείρηση Πετρελαίου της Κίνας (CNPC) την άδεια να αναπτύξει αρκετά
κοιτάσματα πετρελαίου στο βόρειο Αφγανιστάν. Μόλις τρία χρόνια νωρίτερα, άλλη μία κρατική κινεζική επιχείρηση, η China Metallurgical Group Corporation, εξασφάλιζε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων χαλκού στο Αϊνάκ του Αφγανιστάν, πάλι με αμερικανική συναίνεση.
Αυτές οι οικονομικές επιτυχίες του Πεκίνου κλόνισαν πολλούς στον λόφο του Καπιτωλίου και στον ευρύτερο πολιτικό κόσμο. Αν και δεν ήταν μυστικό πως η Κίνα απορροφά με μεθοδικότητα σημαντικές στρατηγικές πλουτοπαραγωγικές πηγές των αναδυομένων οικονομιών, όλοι διερωτώνται πώς μια χώρα που δεν συμμετείχε στον μετασχηματισμό του Αφγανιστάν, μπορεί τώρα να δρέψει τον ορυκτό πλούτο του, ενώ η χώρα που συμμετείχε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, απλώς της επιτρέπει να το πράξει. Κι όμως, το γεγονός δεν έπρεπε να προκαλεί έκπληξη σε κανέναν. Η αλήθεια είναι ότι οι ΗΠΑ εδώ και πολύ καιρό δεν έχουν ούτε στο ελάχιστο αναπτύξει μια στρατηγική που να ανταγωνίζεται την Κίνα στις αναδυόμενες αγορές. Κατά συνέπεια, οι αμερικανικές επιχειρήσεις γνωρίζουν συνεχώς ήττες από τις κινεζικές στην Κεντρική Ασία, στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική, ακόμη και στην κοντινή Λατινική Αμερική. Η αμερικανική κυβέρνηση όχι μόνο δεν προσφέρει στις αμερικανικές επιχειρήσεις την ελάχιστη βοήθεια αλλά και μερικές φορές με την πληθώρα των ρυθμιστικών διατάξεων και τις προϋποθέσεις λογοδοσίας, στην πράξη τις αποθαρρύνει από τη διείσδυση σε νέες αγορές. Έξω από περιστασιακά ευχολόγια, οι υπεύθυνοι αμερικανικοί φορείς για τη χάραξη πολιτικής έχουν μέχρι στιγμής επιδείξει ελάχιστη προθυμία να στηρίξουν τον ιδιωτικό τομέα με την ισχύ που διαθέτουν. Αυτή η αποστροφή προς την επιχειρηματική διπλωματία είναι διακομματική, αν και το κίνητρο της κάθε πλευράς είναι διαφορετικό. Οι φιλελεύθεροι φοβούνται την αύξηση της επιρροής του επιχειρηματικού κόσμου στην κυβέρνηση, ενώ οι συντηρητικοί δεν εγκρίνουν την ομοσπονδιακή παρέμβαση στην ελεύθερη αγορά. Μέχρι έναν ορισμένο βαθμό, η επιφυλακτικότητα είναι δικαιολογημένη, αν και για έναν τρίτο λόγο: σε μια ακραία μορφή της, μια αμέριστη υπεράσπιση του ιδιωτικού τομέα από πλευράς της Ουάσιγκτον, θα δημιουργούσε την εντύπωση του οικονομικού ιμπεριαλισμού και θα προκαλούσε δυσαρέσκεια στο εξωτερικό. Όμως, οι αναδυόμενες αγορές προσφέρονται για επενδύσεις με μεγάλες αποδόσεις και πρόσβαση σε φυσικούς πόρους ζωτικής σημασίας, πράγμα που οι ΗΠΑ δεν έχουν την πολυτέλεια να αγνοήσουν. Εκτός αυτού, πρόκειται και για ευοίωνη προοπτική διεύρυνσης των σχέσεών τους με σημαντικές -από στρατηγική άποψη- χώρες. Η αμερικανική κυβέρνηση δεν είναι δυνατόν πλέον να παραμένει αδρανής, την ώρα που οι κινεζικές κ
Keywords
Τυχαία Θέματα