Το Λεξιλόγιο των Νέων

07:45 18/3/2013 - Πηγή: 24wro

Για να μπορούν οι γονείς να αποκρυπτογραφήσουν αυτά που λένε τα παιδιά τους...

· Πήρα fax: Tο κατάλαβα
· Μπάρκουλης είσαι;: Είσαι τρελλός
· Βισματώθηκα: Έχω πολύ δουλειά
· Ποδανά: Διάλεκτος των νέων (ανάποδα)
· Η goa: Η rave γκόμενα
· Έφαγα ήττα: Έπαθα σοκ
· Στην πίπα σου: Βούλωστο
· Μάτσας: Προδότης
· Με έδωσες: Με πρόδωσες
· Pamela: Η γυναίκα με το μεγάλο μπαλκόνι
·
Κόντρα πλακέ: Η γυναίκα με το μικρό μπαλκόνι
· Σοβάτισμα: Ο αυνανισμός (πεοπαλινδρόμηση)
· Τον σακουλιάσανε: Τον πιάσανε, τον συλλάβανε
· Έφαγα φλάς: Μου ήρθε ξαφνικά
· Κουκουρούκου: Δεν μπορούμε να Συνεννοηθούμε
· Τα πήρα στο κρανίο: Νευρίασα
· Μαδομούνι γίνεται: Τσακώνονται γκόμενες
· Στην ψύχρα: Στα ίσια, κατάμουτρα
· Χιόνι: Ασταθής χαρακτήρας
· Ο ακάλυπτος: Ο καραφλός
· Φλάσαρα: Μου ήρθε απότομα
· Κατέβασα παροχή: Αδιαφόρησα
· Τον έκανε εμετό: Τον τρέλλανε
· Σπερματοκτόνο: Άπλησίαστη γκόμενα
· Μάρς: Όρμα
· Έγινα παζλ, χώμα: Κουράστηκα
· Βγάζω φανέλα, εφημερίδα: Διαδίδω
· Σαλούφα, μπακατέλα: Άσχημη γκόμενα
· Νταλίκα: Αντρογκόμενα
· Μπερκέτι (μπερεκέτι): Πάρα πολύ καλό
· Τσάγια, Τσίου: Άντε γεια
· Κόλλησα: Κόλλησε το μυαλό μου
· Ο καρεκλάς: Ο βλάκας
· Φλόμπα: Ελεεινή γκόμενα
· Ο φιδέμπορας: Ο ψεύτης, ο απατεώνας
· Ο γκλίτσας: Ο βλάχος
· Τη σούταρα: Την έδιωξα
· Έφαγα πίκρα: Απογοητεύτηκα
· Absolut: H γκομενάρα
· Είναι φτέλι: Είναι ξεφτιλισμένη
· Παλεύουμε;: To λες αν δεις χοντρή γκόμενα
· Μπουρούχα: Η άσχημη γκόμενα
· Φρικάρισα: Τρελλάθηκα
· Ξέρει γαλλικά και πιάνο: Αυτός που μιλάει αισχρά
· Μην καρφώνεσαι: Μην προδίδεσαι
· Κάνει τον κινέζο: Κάνει πως δεν ξέρει
· Φατσοκόφτης: Ο πορτιέρης των club
· Κουραδοκόφτης: Το τάγκα εσώρουχο
· Ο σπινταριστός: Ο βιαστικός
· Τον κόβω: Τον κοιτάω
· Ρετάρισα: Χάζεψα
· Τα είδα όλα: Έμεινα έκπληκτος
· Είναι ρούχλας: Είναι τεμπέλης
· Γιάφκα: Συγκέντρωση φίλων στο σπίτι
· Έκλεισε η φάση: Κανονίστηκε
· Την κάτσαμε: Την πατήσαμε
· Λέμε: Και εννοούμε
· Χάλιας, χαλές, μανιαμούνιας: χαζογκόμενος
· Καλώς τον αδελφό Ξεφτίλα: καλώς τον κολλητό που είναι ομοϊδεάτης και ομοιοπαθής
· Ξελαμπικάρω: ξεδίνω
· Κάνε την, κόψε λάσπη: άδειασέ μας τη γωνιά
· Έφαγα αγγούρι / παλούκι: είχα πολύ δουλειά
· Τα στήλωσα: πεισμάτωσα
· Την τίλιασα: έφαγα μέχρι σκασμού
· Έπαθα νίλα: την πάτησα
· Έχω δόντι: έχω μέσον
· Με κάρφωσες, με έδωσες, μου έκανες ματσακονιά: με πρόδωσες
· Πήγα για χόρτα, ή για μπίζα: την πάτησα
· Τον χόρεψε, τον έστειλε για τσάϊ: τον τρέλανε
· Ψιλικοκό, μανόγαλο: αυνανισμός
· Μπουζουριάζω, κάνω τσακωτό, φακώνω: συλλαμβάνω, πιάνω κάποιον
· Όμπλα-ούμπλα: ασυνεννοησία
· Πήρα κρανιωδώς, άναψαν κόκκινα: τσαντίστηκα
· Στην ξεφτίλα: πολύ φτηνά, ή πολύ εύκολα
· Η γκόμενα είναι "γειά σου", ή "όπου": είναι απλησίαστη
· Παντόφλα: γυναίκα με μικρό στήθος
· Μπεμπέκα: αντρογύναικο
· Καϊνάρι: στραβοπόδα ή ξεφτιλισμένη γκόμενα
· Ταλιατέλα: πολύ άσχημη γκόμενα που το παίζει ωραία
· Σουρωτήρι, χωνί, αέρα-πατέρα, σταθμός υπεραστικών: γκόμενα χαμηλών ηθών
· Χάλασε το γρανάζι: κόλλησε το μυαλό μου
· Αγρότης: αγροτικό αυτοκίνητο
· Στόκος, bridge: ο κολλημένος
· (κα)ρέκλας, ρεμπεσκές, ρούχλας: ο τεμπέλης
· Φεύγας, στροφίγγος: ο ασταθής τύπος
· Μάρτυρας του Αυνάν: ο μαλάκας
· Φευγάτος: ο παλαβός
· Εξάτμιση: ο πούστης
· Γκαμπριολέ, γκάμπριο, πλατείας: καραφλός
· Γιαούρτογλου, καραγκιοζοplayer: βλάκας, πανηλίθιος
· Καλώς το Ντάτσουν, καλώς τα ζαντολάστιχα: καλώς το βλάχο
· Αργύρης Χαλίλης, Γιαχαμπίμπης: ο βλάχος που φορά ένα κάρο χρυσά τιμαλφή
· Ρόδας, γκάζιας,: μηχανόβιος
· Την κάνω μπραφ: την κοπανάω
· Κάνω πάσα: στέλνω κάποιον σε κάποιον άλλον
· Έλα γεια: παράτα τα
· Έπαθα φρίκη, παρέδωσα πνεύμα, όλα είδον: τα έφτισα
· Βάζω γκόλ: τα καταφέρνω
· Έκατσε, ή (αγ)κάλιασε η φάση: κανονίστηκε
· Τσίσους Κράϊστ (Chesus Christ), χεσμένος: αυτός που έχει πιει πολύ
· Τσίσα: τέλος
Keywords
Τυχαία Θέματα