Να τις αγαπάτε τις μάνες σας ρε

00:43 11/8/2012 - Πηγή: 24wro

Μια εξομολόγηση που ξυπνάει σε όλους μας αναμνήσεις...

Διαβάστε την επιστολή ενός νεαρού στη Lifo... Δεν μπορεί, θα βρείτε αρκετά πράγματα που έχετε σκεφτεί κι' εσείς...

"Γιατί πάντα στα δύσκολα έρχεται στο μυαλό μας η μάνα μας; Όταν σκατοχαρείς θα πάρεις τον φίλο, την φίλη, τον γκόμενο, την γκόμενα. Της μάνας “θα της τα πω στο σπίτι”. Αν της τα πω. Όταν όμως αγγίξεις τα σκατά, όταν πιάσεις πάτο, πάντα τη μάνα θα ζητήσεις. Για να μιλήσεις, να γκρινιάξεις, να κλάψεις. Λες και σαν από μια σαδιστική τάση θα νιώσεις καλύτερα
αν της μαυρίσεις την ψυχή, αν μοιραστείς το πρόβλημα μαζί της.

Ζω εδώ και ένα χρόνο στο εξωτερικό. Κάθομαι στο σαλόνι. Ο Γάλλος σύντροφος μου σε mood διακοπών να βλέπει TV. Εγώ με το λάπτοπ στα γόνατα σε mood απελπισίας και ανέρευσης εργασίας. Και η εφιαλτική προοπτική του να γυρίσεις στα σκατά όλο και πιο κοντά. Κι ο πούστης εκεί στην TV. Να με βλέπει να ξεφυσάω και να πασχίζω να γράψω το κωλο lettre de motivation σε μια γλώσσα που δε την χειρίζομαι καλά και να μην ρωτάει αν χρειάζομαι βοήθεια. Μόνο ανυπόμονα να περιμένει πότε θα πάμε στο κρεββάτι.
Κι άντε το τέλειωσες το συνοδευτικό σημείωμα κι άντε το έστειλες και το βιογραφικό κι άντε να πέσεις και στο κρεββάτι. Κι όταν από το άγχος κι από τη στεναχώρια δεν… και μετά το “je suis désolé” αυτός χαμογελάει συγκαταβατικά, κλείνει το φώς και γυρνάει πλευρό. Κι εγώ έτσι. Να κοιτάω ψηλά και να προσπαθώ να ξεχωρίσω μέσα στην πίσσα το ταβάνι...
Και να σου να πετιέται η Δημητρούλα στο μυαλό και να κσεσφίγγεται η καρδιά μου. Και να ‘ρχόταν λέει στο Σαρλ-ντε-Γκωλ να δει τον γιόκα της στα Παρίσια. Μόνη της, φοβισμένη και χαμένη. Που δεν το κούναγε απ’το σπίτι χαλασμός να γινόταν. Τόσο ανασφαλής η Δημητρούλα. Αλλά ο γιος δεν είναι καλά. Ο γιος έχει πρόβλημα. Οπότε στο διάολο και οι φοβίες και όλα.
Γιατί έτσι ήταν η Δήμητρα. Πλάσμα φοβισμένο. Χωρίς αυτοπεποίθηση και δίχως νεύρο. Δύσκολο να ζητήσει το δίκιο της. Αλλά όσο κότα ήταν για πάρτη της, τόσο σκυλί γινόταν για τους δικούς της. 8 χρονών ήμουν κι ακόμα δεν το έχω ξεχάσει που ήρθε να καθαρίσει για πάρτη μου στο σχολείο. Να της έχει γυαλίσει το μάτι και να το ‘χει πιάσει το μαλακιστήρι από το γιακά να του πεί δυο «όμορφα λόγια» όπως είπε. Μαύριζε η ψυχή της που γυρνούσα κλαίγοντας κάθε μέρα σπίτι, που φοβόμουν και κλεινόμουν.
Πάντα σκυλί για τους άλλους η Δήμητρα. Ποτέ για τον εαυτό της. Όπως τότε εν μέσω χημειοθεραπείας και λίγους μήνες πριν μας αφήσει. Να ‘χει πάει μία η ώρα και φαΐ να μην έχει φτιάξει ακόμα και να κοντεύει να κλείσει η λαϊκή. Πώς να βγεις όμως έξω; Με τι κουράγιο; Μέσα στο σπίτι καλά την έβγαζες με το μαντήλι τυλιγμένο στο κεφάλι. Έξω όμως; Πώς να βγεις; Και πώς ν’αντιμετωπίσεις τα βλέμματα του κόσμου; Που είσαι και ντροπαλή. Που ‘χεις και μια περηφάνεια ως εκεί πάνω. Που σιχαίνεσαι τον εαυτό σου να σε λυπούνται.
Η οικογένεια όμως πρέπει να φάει. “Ντύσου και φύγαμε” μου λέει. Πετάει το μαντήλι, την περούκα όπως όπως στο κεφάλι και δρόμο. Κι ο πούστης ο καιρός κ
Keywords
Τυχαία Θέματα