Βιβλίο: Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία

Γκούραμ Ντοτσανασβίλι 

Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία

Μετάφραση: Δημήτρης Τσεκούρας                                                                                          

Εκδόσεις: Loggia                                                                                                                                        

Σελ.: 104

Αυτό το μικρής έκτασης λογοτεχνικό διαμάντι (με έτος κυκλοφορίας το 1973) που μας έρχεται αστράφτοντας από την Γεωργία, αποτέλεσε μια μεγάλη λογοτεχνική έκπληξη στη δύση του 2024. Είναι ένα βαθιά πολιτικό έργο μα κυρίως

είναι ένας ύμνος στη λογοτεχνία και στους δημιουργούς της. Ο άγνωστος μέχρι πρόσφατα στο εγχώριο αναγνωστικό κοινό Γκούραμ Ντοτσανασβίλι θεωρείται, ήταν και είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της χώρας του. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο το 1985 και με το Βραβείο Saba το 2010. Βασικά χαρακτηριστικά των έργων του, η κοινωνικοπολιτική κριτική του σοβιετικού καθεστώτος, το υποδόριο χιούμορ, η έντονα σαρκαστική διάθεση και η απόλυτη ισορροπία μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας.

Χάρη στον συγγραφέα και μεταφραστή Δημήτρη Τσεκούρα και στις εκδόσεις Loggia που ενέταξαν το παρόν σημαντικότατο πεζογράφημα στην περίφημη Κίτρινη σειρά τους, είχαμε την τύχη να έρθουμε για πρώτη φορά σε επαφή με έναν εμβληματικό δημιουργό και με ένα αλησμόνητο κείμενο – φόρο τιμής στη Λογοτεχνία, όχι μόνο ως όρο αλλά ως οξυγόνο, ως παρηγοριά, ως μέσο διαφυγής από τις «καταιγίδες» του βίου και της καθημερινότητάς μας, ως διαδρομή σε πολλαπλές ζωές, ως ελευθερία που εξυψώνει, ως βλέμμα ατρόμητο απέναντι στον κόσμο και στους γκρεμούς του.

Θεατρικής αύρας, με διακειμενικές αναφορές και παιγνιώδες ύφος, με μονολόγους και διαλόγους κεντημένους με λεπτότητα και μαεστρία, η νουβέλα «Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία» έχει τη φόρμα του κλασικού -ενός σπουδαίου, υποδειγματικού έργου που καταργεί τον χρόνο και θα μπορούσε να διδάσκεται σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής και θεατρικής τέχνης και να χρησιμοποιηθεί ως εγχειρίδιο εισαγωγής στη Λογοτεχνία και στη Θεωρία της Λογοτεχνίας.

Πρωτοπρόσωπος αφηγητής και πρωταγωνιστής (ένας εκ των τεσσάρων κεντρικών χαρακτήρων της ευφάνταστης και αριστουργηματικής ιστορίας του Ντοτσανασβίλι) είναι ο Τάμαζ, υπάλληλος μιας δημόσιας υπηρεσίας, κι όλα ξεκινάνε τη μέρα που ο ανώνυμος προϊστάμενός του (σύμβολο μιας ανώνυμης και σκληρής, δαιμόνιας εξουσίας) του αναθέτει να αναλάβει μια έρευνα που θα φωτίσει την καθημερινότητα των εργαζομένων στην περιοχή τους και τις συνθήκες διαβίωσής τους, δίνοντας έμφαση σε ερωτήσεις και πληροφορίες που αφορούν την διαχείριση του ελεύθερου χρόνου τους, την συχνότητά του και την διάρκειά του, οπότε και, κατά συνέπεια, στην συμπεριφορά των εργαζομένων τις ώρες εκτός εργασίας. Η συγκεκριμένη έρευνα θα πρέπει να περιοριστεί αποκλειστικά στους εργαζόμενους ενός συγκεκριμένου επαγγελματικού κλάδου. Ο Τάμαζ , πειθαρχημένος και με προσήλωση στη δουλειά του, καινούργιος στην υπηρεσία και θέλοντας να κάνει καλή εντύπωση στον προϊστάμενό του, δέχεται, παίρνει στα χέρια του το ερωτηματολόγιο και επιλέγει ως αντιπροσωπευτικό επάγγελμα τους φωτογράφους. Μπαίνει σε ένα φωτογραφείο και συναντά έναν πολύ ιδιαίτερο καλλιτεχνικό φωτογράφο, τον Βάσικο / Βασίλι Κεζεράντζε, έναν άνθρωπο παθιασμένο με τη λογοτεχνία και μεταξύ τους ξεκινά ένα παιχνίδι ερωτήσεων και απαντήσεων, με τον φωτογράφο να παίζει αποκλειστικά με τους δικούς του κανόνες. Κάθε απάντηση του Κεζεράντζε (που πάντα έχει σημείο αναφοράς τη λογοτεχνία, τη μαγεία της, τους συγγραφείς και τους λογοτεχνικούς ήρωες) αφήνει άναυδο τον Τάμαζ, σε σημείο που επιστρέφει σαστισμένος στην υπηρεσία του και διηγείται στον προϊστάμενο τα όσα προηγήθηκαν. Ο προϊστάμενος τού συστήνει να συνεχίσει την έρευνα με τον συγκεκριμένο φωτογράφο καθώς η περίπτωσή του είναι ακριβώς αυτό που ψάχνει η υπηρεσία τους. Ο Τάμαζ επιστρέφει στον άνθρωπο που αγαπά πολύ τη λογοτεχνία για τη συνέχεια των ερωτήσεων. Εκεί είναι και ο Κλιμ, ο πιστός βοηθός του ανθρώπου – φωτογράφου. (Οι δυο τους, Κεζεράντζε και Κλιμ θυμίζουν το δίδυμο των Δον Κιχώτη και Σάντσο Πάντσα, που ταξιδεύουν νοερά απ’ άκρη σ’ άκρη της γης μέσω των αναγνώσεων και γυρεύουν έναν τρόπο να αλλάξουν τον κόσμο κι επιθυμούν να μπορέσει να αλλάξει ο κόσμος μέσω της μαγικής ιδιότητας της λογοτεχνίας).

Η έρευνα συνεχίζεται -εκτός σχεδίου και ερωτηματολογίου- και τότε ο προϊστάμενος αποφασίζει να επισκεφθεί ο ίδιος τον παράξενο και «ύποπτο» φωτογράφο. Μαζί με τον Τάμαζ εισβάλλουν στο φωτογραφείο. Κι έτσι ανταμώνουν δύο διαφορετικοί κόσμοι. Κι έτσι ένα κουαρτέτο αντρών έχουν μια ιδιότυπη, γκροτέσκα συνάντηση, με τη λογοτεχνία -την αρχή, το τέλος της, την ευλογία της, τις ζωές και τους θανάτους της, τους έρωτες, τις θάλασσες, τους ουρανούς και τις στεριές της, τους ωκεανούς, τις βροχές, τις μάχες, τις ήττες, τις νίκες της– στο επίκεντρο, με τη λογοτεχνία που είναι ανώτερη από κάθε επιστήμη γιατί έχει περισσότερες δυνατότητες απ’ όσες έχουν χίλια εργαστήρια και μηχανήματα μαζί. Εντός του φωτογραφείου, ανάμεσα σε πορτραίτα, οι τέσσερις πρωταγωνιστές (σύμβολα που ξεπερνούν τον τόπο και τον χρόνο) μπαίνουν σε μονομαχία με τη φωτιά της λογοτεχνίας να θεριεύει.

«….το να είναι κανείς αναγνώστης είναι από μόνο του ένα θαύμα. Ω, αναγνώστη! Εσύ είσαι εκείνος που μπορείς ακόμη και να τρυπώνεις και να κοιμάσαι ανάμεσα σε εραστές και να μην είσαι καθόλου περιττός, κι αυτό είναι θαύμα! Κι όχι απλώς να μην είσαι καθόλου περιττός, αλλά, αντιθέτως, να είσαι απαραίτητος, γιατί……. Γιατί έτσι το θέλησε ο συγγραφέας!». (σελ. 75 – 76)

Στην ερώτηση του προϊσταμένου προς τον Βασίλι Κεζεράντζε πώς θα οργάνωνε τη ζωή της κοινωνίας, ο δεύτερος απαντά πως θα γέμιζε την πόλη τους με κρατητήρια πολυτελείας γεμάτα με βιβλία κι όλοι εκείνοι που γυρίζουν άσκοπα στους δρόμους, όλοι οι μικροέμποροι και οι μικροαπατεώνες θα είχαν την ευκαιρία μέσα σε αυτά τα κρατητήρια να περνούν τον χρόνο τους διαβάζοντας ώστε να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι και να λυτρωθούν και να ελευθερωθούν όντας κλεισμένοι σε ένα κελί. Οι σκέψεις, οι ιδεολογίες, τα παραληρήματα και οι λέξεις του αντισυμβατικού φωτογράφου αφήνουν άναυδους και ηττημένους τους εκπροσώπους της κρατικής εξουσίας (Τάμαζ και προϊστάμενο), τους προκαλούν τρόμο και φρίκη.

Η πρόζα συναντά την ποίηση και η ποίηση την φιλοσοφία. Οι ολοζώντανοι διάλογοι συμπορεύονται με τους αφηγημένους διαλόγους ενώ οι μονόλογοι του ανθρώπου που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία είναι ένα παραληρηματικό φως που σκίζει στα δύο το σκοτάδι και τον θάνατο, που τσακίζει κάθε καθεστώς, κάθε σύμβαση, κάθε αλυσίδα, κάθε απανθρωπιά και κτηνωδία, κάθε εξουσία που καταργεί και «δολοφονεί» πρόσωπα και καταστάσεις. Ένα υψηλότατης λογοτεχνικότητας έργο -δώρο προς όλους εμάς που αγαπάμε πολύ τη λογοτεχνία η οποία είναι διαρκώς παρούσα μέσα στη ζωή μας και είναι ένα με τη ζωή μας, που βυθίζει σε λήθη τους φόβους μας, που μας αγκαλιάζει και μας παρηγορεί, που μας πηγαίνει εκεί που ποτέ μόνοι μας δεν θα πάμε, που μας ανοίγει ολοφώτιστους δρόμους, που μας βγάζει νικητές στον πόλεμο με τον παραλογισμό και τη μοναξιά, που μας κρατά σε ισορροπία, που μας γεμίζει χάδια και υποσχέσεις τις νύχτες που τ’ άστρα απεργούν ενάντια στη νύχτα των ανθρώπων. Ο Δημήτρης Τσεκούρας υπογράφει μια υποδειγματική μετάφραση κι ένα λαμπρό επίμετρο.

Διαβάστε επίσης:

Βιβλίο: Διηγήματα φτιαγμένα από «καλά αίματα»

Βιβλίο: Ο εκσλαβισμός της Μακεδονικής κληρονομιάς!

Bιβλίο: Ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, για εσωστρεφείς και μη

Keywords
Τυχαία Θέματα