Το ερώτημα του Άμλετ για τον ΣΥΡΙΖΑ και το τρίπτυχο που κρίνει τις μάχες ηγεσίας

Η μάχη για την ηγεσία στον ΣΥΡΙΖΑ δεν γίνεται στο κενό. Ούτε προέκυψε ξαφνικά και αναίτια. Δεν ήταν κάτι προγραμματισμένο.

Το σημειώνω επί της αρχής, για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε, πριν πάμε στα πρόσωπα – καθότι πρόσωπα συναγωνίζονται για την αρχηγία – και τις πολιτικές κατευθύνσεις, που θα επιλέξει το κόμμα να έχει μετά τη διαδικασία αυτή.

Για να εξηγούμαστε λοιπόν:

Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε ένα κρίσιμο,

υπαρξιακό σημείο.

Έχασε με 23 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά από τη ΝΔ του Μητσοτάκη – και από μία κυβέρνηση, που απέτυχε στα περισσότερα από αυτά με τα οποία ασχολήθηκε, ή της «έτυχαν».

Έχασε σχεδόν 14 μονάδες από την προηγούμενη εκλογική του επίδοση, αυτή του 2019. Ή, αλλιώς, 850.000 ψηφοφόρους.

Αυτό είναι ρεκόρ για κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης μεταπολιτευτικά. Παραπέμπει λίγο σε… Γεώργιο Μαύρο, που από το 1974 έως το 1977 έχασε 8 μονάδες, 400.000 ψηφοφόρους και τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Με τη ΝΔ τον Μάιο του 2012, που έχασε σε σχέση με το 2009, 15 μονάδες και 1,1 εκατομμύριο ψηφοφόρους δεν υπάρχει θέμα σύγκρισης, διότι ο Σαμαράς τότε κέρδισε τις εκλογές, ανέκτησε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του στις εκλογές του Ιουνίου και κυβέρνησε.

Σε «κανονικές» συνθήκες η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ είναι ρεκόρ δεκαετιών.

Αλλά κυρίως, με την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα, που έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ κυβερνητικό κόμμα, τα διαλυτικά φαινόμενα στην εκλογική και κοινωνική του βάση, μα και την απώλεια της ψυχικής ενότητας σε συνδυασμό με τις μεγάλες αποκλίσεις για την ιδεολογική και πολιτική του ταυτότητα, το ερώτημα είναι σαν εκείνο του Άμλετ: Θα συνεχίσει, έχει νόημα, να υπάρχει ή έκλεισε τον κύκλο του και επιστρέφει εκεί που ήταν πριν την χρεοκοπία της χώρας και τη μνημονιακή κρίση;

Σε μία τέτοια καμπή για ένα κόμμα, οι απαντήσεις (ή, ακριβέστερα, οι «θεραπείες) δεν μπορεί να είναι απλές, ούτε καν οι συνήθεις, που δίδονται σε περιπτώσεις «απλών» εκλογικών ηττών.

Οι σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνία έχουν διαρραγεί σημαντικά. Δεν διαθέτει βαθιές ιδεολογικές και πολιτικές, αλλά ούτε και ιστορικές, συναισθηματικές αγκυρώσεις στο ευρύ σώμα του προοδευτικού κόσμου – ακόμα και να διέθετε μάλιστα, δεν είναι βέβαιο ότι θα ήταν αρκετές, πόσο μάλλον τώρα.

Ο «συνδετικός κρίκος» ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τον κόσμο αυτό, ήταν ο Αλέξης Τσίπρας – στο βαθμό που μπορούσε πλέον – αλλά δεν είναι πια εδώ.

Ο Μητσοτάκης κυριαρχεί στο κέντρο και στα κεντροαριστερά υπάρχει πλέον ανταγωνιστής, πιο ισχυρός από πριν – το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη.

Και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να εμφανίζεται πλέον με ρεαλιστική κυβερνητική πρόταση, όταν είναι κάτω και από το 20%.

Για να είμαστε ειλικρινείς: Δεν αρκεί μία «αλλαγή ηγεσίας». Να επιλεγεί απλώς ένα πρόσωπο, που να διευθύνει το κόμμα. Δεν είναι το θέμα να πάρει τα ηνία του κόμματος μία άλλη ομάδα, πιο «ορθόδοξη», πιο «αριστερή», πιο «κεντρώα», ή οτιδήποτε άλλο φανταστεί κανείς. Ανακύκλωση προσώπων, αντιλήψεων και πρακτικών οδηγεί μόνο σε βαθύτερη κρίση.

Ο χώρος θέλει ένα ισχυρό σοκ. Μία «αυτοδιάλυση» εν κινήσει και έναν επαναπροσδιορισμό των πάντων. Όχι των αρχέγονων αξιών της προοδευτικής Αριστεράς και της Δημοκρατικής παράταξης της χώρας, αλλά όλων των άλλων, μεταξύ αυτών και πολλά ταυτοτικά στοιχεία, που είναι πια ξεπερασμένα. Επαναπροσδιορισμό, από τα προγραμματικά και τις θέσεις έως τις πολιτικές πρακτικές, από τη λειτουργία του κόμματος μέχρι την πραγματική σχέση με την κοινωνία.

Προφανώς μία ραγδαία φθορά του Μητσοτάκη (είναι σε… καλό δρόμο) θα υποβαθμίσει τη σημασία των παραπάνω, καθώς η ζωή θέλει να καλύπτονται τα κενά, έστω και πρόχειρα, αλλά επίσης η ίδια η ζωή έχει δείξει ότι οι θεωρίες τύπου «ώριμο φρούτο» και «εκκρεμές» δεν δίνουν πάντα ασφαλείς απαντήσεις.

Γι’ αυτό και δεν έχει την πολυτέλεια ο ΣΥΡΙΖΑ να «βγάλει μία ηγεσία», έτσι απλά. Αλλά μέσα από αυτή τη διαδικασία να επανασυστηθεί στην κοινωνία. Να εμφανιστεί ένας άλλος ΣΥΡΙΖΑ, αρχής γενομένης από το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου ή έξι μέρες αργότερα.

Ένας ΣΥΡΙΖΑ που να μπορεί να εκφράσει, όχι τα προσωπικά όνειρα καθενός από τα «φωτεινά» του στελέχη, αλλά τις ανάγκες του προοδευτικού κόσμου και της χώρας. Να εμπνεύσει, με ένα νέο σχέδιο και μία νέα προοπτική εξουσίας. Να «συνομιλήσει» με το μέλλον, όχι να διευθετήσει λογαριασμούς με το παρελθόν. Να χαράξει νέους δρόμους, όχι να δικαιώσει τους παλιούς.

Απ’ όλες τις διαδικασίες διαδοχής, των τελευταίων πολλών ετών στη χώρα, το συμπέρασμα που έχω βγάλει είναι ότι υπάρχει ένα κρίσιμο τρίπτυχο: Τομή, Νέο, Νίκη.

Τομή: Κάθε νέα ηγεσία αποτελεί τομή σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση. Δεν υπάρχουν «συνεχιστές» γιατί δεν έχει νόημα να συνεχίζει κανείς κάτι, που έχει οδηγήσει σε ήττα νωρίτερα – και δω δεν αφορά σε πρόσωπα, αλλά συνολικά σε μία συνθήκη που επικρατούσε και οδήγησε στην ήττα. Εάν δεν σηματοδοτεί την Αλλαγή, δεν έχει νόημα μία άλλη ηγεσία – ας συνεχίσει η προηγούμενη.

Νέο: Σχεδόν κανένας και τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στην ανανέωση. Νέο όχι κατ’ ανάγκην ηλικιακά (μετρά και αυτό), αλλά νέο σε ιδέες, σε αντιλήψεις, σε προτάσεις, σε πρακτικές, σε σηματοδοτήσεις, κοινωνικές, πολιτικές, ακόμα και πολιτιστικές. Η ανανέωση είναι ζητούμενο και εξ ορισμού προϋπόθεση επανεκκίνησης, για ένα χώρο που είναι εγκλωβισμένος σε παραλυτικές ισορροπίες «ιστορικών» στελεχών, παραδοσιακών τάσεων και κλειστών δωματίων. Αέρα και φρεσκάδα χρειάζεται το κόμμα.

Νίκη: Δεν νοείται επιλογή ηγεσίας χωρίς να γίνεται με κριτήριο την «παράσταση νίκης». Το ποιος/α μπορεί να φέρει την εκλογική νίκη, ποιος/α μπορεί να αναμετρηθεί με τον αντίπαλο, ποιος/α έχει την ικανότητα να κερδίσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και να διαμορφώσει πλειοψηφικά ρεύματα.

Έτσι κέρδισε ο Σημίτης το 1996 (με τον κομματικό μηχανισμό τότε απέναντί του), ο «άγουρος» και μάλλον απρόθυμος Καραμανλής το 1997 (τις παλιοσειρές Σουφλιά και Έβερτ), ο Παπανδρέου το 2004 (ως ικανός να σταθεί απέναντι στον Καραμανλή περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο επίδοξο διάδοχο του Σημίτη), ο Σαμαράς το 2009 (σε σχέση με την πανίσχυρη στο κόμμα Ντόρα Μπακογιάννη), ο Μητσοτάκης το 2016 (έναντι των Μεϊμαράκη και… Γεωργιάδη).

Δεν ξέρω ποιος/α στον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πετύχει όλα αυτά – αν μπορεί να τα πετύχει. Είναι δουλειά των ψηφοφόρων να το απαντήσουν. Αλλά επιλογή χωρίς αυτά οδηγεί το κόμμα σε μαρασμό, αδιέξοδα και παράδοση.

Διαβάστε επίσης:

Εμπρηστής η πολιτική της μούφα «πράσινης» μετάβασης!

Ζητείται πολιτική βούληση για τα 3 «Σ» μίας πετυχημένης παρέμβασης και το παράδειγμα της οπαδικής βίας

Εργασιακό νομοσχέδιο: Διαφανείς όροι εργασίας, αλλά και ευελιξία χωρίς ασφάλεια

Keywords
Τυχαία Θέματα