Τι απάντησε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στις επικρίσεις προς την Ελλάδα

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Τη δική του απάντηση στις επικρίσεις που έχει δεχτεί η ελληνική κυβέρνηση έδωσε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε ειδική εκδήλωση στη Βουλή των Κοινοτήτων στο Λονδίνο.

Στη ομιλία του, η οποία ξεκίνησε με ευχαριστίες στην «Καμπάνια Αλληλεγγύης για την Ελλάδα» (Greek Solidarity Campaign) για τη διοργάνωση της εκδήλωσης, εξήρε την ανάγκη αλληλεγγύης από την Ευρώπη και απάντησε στις τρεις κατηγορίες, που όπως είπε, διατυπώνονται κατά της χώρας μας:

«1) Κατηγορηθήκαμε

για Λαϊκισμό

Είμαστε, με βεβαιότητα, μέρος μίας διαδικασίας ανακατατάξεων του πολιτικού σκηνικού στην Ευρώπη. Αυτή η διαδικασία, που διαγράφεται κατά τα τελευταία χρόνια απαντά σε μια πραγματική ανάγκη: στο γεγονός ότι πάρα πολλά πολιτικά κόμματα εντός και εκτός ευρωζώνης χάνουν την επαφή με τη λαϊκή τους βάση. Έχοντας περιθωριοποιήσει -και μερικές φορές εγκαταλείψει- μια ατζέντα για τους μισθούς, τις θέσεις εργασίας και τα θέματα πρόνοιας, οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι περιμένουν ελάχιστα πλέον από την πολιτική. Αυτό το γεγονός έχει, με τη σειρά του, δημιουργήσει κλίμα απογοήτευσης, ενώ ταυτόχρονα έχει γεννήσει εντός της Ευρώπης, φυγόκεντρες πολιτικές δυνάμεις.

Η ελληνική Κυβέρνηση δεν είναι λαϊκιστική, διαθέτει μια ισχυρή αίσθηση προτεραιοτήτων και δεν υπόσχεται παντού τα πάντα. Όμως επιδιώκει να επανασυνδέσει την πολιτική με τις προσδοκίες του λαού. Όχι μόνο τις προσδοκίες που αφορούν στα οικονομικά ζητήματα, αλλά στο αίσθημα του ανήκειν και του ελέγχου πάνω σε ζητήματα που επηρεάζουν τις ζωές των καθημερινών ανθρώπων.

2) Κατηγορηθήκαμε για Αντι-ευρωπαϊσμό

Υπάρχει ένα επιχείρημα που αφορά στο αν η Ελλάδα και άλλες χώρες θα έπρεπε να είχαν προσχωρήσει στο ευρώ. Όμως είναι γεγονός ότι από τη στιγμή που βρισκόμαστε εντός ευρωζώνης, αλλάζει η εξίσωση. Μια έξοδος μπορεί να είναι εξαιρετικά δαπανηρή. Μπορεί επίσης να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη την ευρωζώνη.

Υπό αυτή την έννοια, η νέα ελληνική Κυβέρνηση έχει ως στρατηγική της επιλογή και όχι ως τακτική τον φιλοευρωπαϊσμό. Φοβόμαστε ότι η κατάρρευση του ευρώ θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων, εθνικιστικές αντιπαλότητες και άλλα πολύ χειρότερα. Δηλαδή σε μία επανάληψη της δεκαετίας του ‘30. Περιττό δε να ειπωθεί ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έχει επίσης σοβαρές επιπτώσεις για τις οικονομίες που σήμερα δεν είναι εντός της ευρωζώνης.

3) Κατηγορηθήκαμε ότι αιτούμεθα ειδικής μεταχείρισης

Αυτή η κατηγορία πάει χέρι-χέρι με δύο, συχνά ανομολόγητες, υποθέσεις, ότι υποφέραμε λιγότερο και ότι «ο πόνος» φέρνει αποτέλεσμα.
Τίποτα όμως από τα δύο δεν ευσταθεί. Όσον αφορά την πρώτη υπόθεση, η Ελλάδα έχει υποστεί τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν δημοσιονομική προσαρμογή. Τα αποτελέσματα υπήρξαν καταστροφικά τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο: παρατηρήθηκε τεράστια απώλεια του ΑΕΠ, τρομερή αύξηση της ανεργίας και εξάπλωση της φτώχειας.

Επιπλέον, εν μέρει, αυτή η τεράστια προσαρμογή έγινε για την διάσωση όχι των ελληνικών αλλά των τραπεζών του βορρά, όπως κατέστη σαφές από τις διαρροές στην εφημερίδα WSJ των πρακτικών της συνεδρίασης του ΔΝΤ το 2010 με θέμα το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας.

Σχετικά τώρα με την δεύτερη παραδοχή: Η έκβαση του συγκεκριμένου προγράμματος, θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί από οποιονδήποτε οικονομολόγο έστω και με φευγαλέα εικόνα των οικονομικών της Βρετανίας στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Η Ελλάδα έχει βρεθεί αντιμέτωπη με τον φαύλο κύκλο μιας παγίδας χρέους, με ένα αυξανόμενο λόγο χρέους / ΑΕΠ. Περιττό να πούμε ότι αυτό δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο. Και δεν προκαλεί ουδεμία έκπληξη το γεγονός οι τέσσερις οικονομίες, οι οποίες έχουν λάμψει δια των επιδόσεών τους στην αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, είναι ακριβώς αυτές που βρέθηκαν σε πρόγραμμα διαρθρωτικής προσαρμογής.»

Αναφέρθηκε και στο θέμα αναδιάρθρωσης του χρέους, λέγοντας, μεταξύ άλλων:

«Θα επιδιώξουμε να διαπραγματευτούμε ένα νέο συμβόλαιο πέρα από τη συμφωνία-γέφυρα που τελειώνει τον Ιούνιο. Και αυτό πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Καμία οικονομία που έχει χάσει το 1/4 του εθνικού εισοδήματος της, έχει 25% ανεργία, ή έχει πάνω από το 1/3 των ανθρώπων της αντιμέτωπο με την φτώχεια δεν μπορεί να ελπίζει στην αποπληρωμή ενός χρέους με πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για διαδοχικά χρόνια - δηλαδή με περαιτέρω μεταβιβάσεις από μια φτωχότερη οικονομία στις πλουσιότερες οικονομίες των πιστωτών. Στα παραπάνω άλλωστε συνηγορεί και η εμπειρία της Γερμανίας το 1953, όταν έλαβε μια πολύ ευνοϊκή συμφωνία για το χρέος της από τους Συμμάχους.

Το ίδιο ισχύει και για την εμπειρία του Νότου μετά τη δεκαετία του 1980 - όπου μόνο αφού περάσαμε από το σχέδιο Baker σε εκείνο του Brady άρχισε να εμφανίζεται το φως στο τέλος του τούνελ. Δηλαδή, μόνο όταν η συμφωνία περιέλαβε κάποια αναδιάρθρωση του χρέους και την παροχή εγγυήσεων από τη FED των ΗΠΑ για το υπόλοιπο του χρέους - σε ευρωπαϊκούς όρους, δηλαδή, ένα είδος αμοιβαιοποίησης του χρέους.»

Παράλληλα, σημείωσε ότι:

«Θεωρούμε ότι αξίζει να ακουστούν τα επιχειρήματα της νέας ελληνικής Κυβέρνησης αξίζει και να της δοθεί πίστωση χρόνου, ώστε να δείξει την αποφασιστικότητά της να αλλάξει το τοπίο. Χρειαζόμαστε την αλληλεγγύη των Ευρωπαίων, είτε εντός είτε εκτός της ευρωζώνης.»

Τσακαλώτοςχρέος
Keywords
Τυχαία Θέματα