Προς αρχαιολόγους και ιστορικούς

Είμαστε πλέον απολύτως πεπεισμένοι για τον αποπροσανατολισμό μας, από τα ουσιώδη ζητήματα της Ιστορίας του Ανθρώπου, από τους ιστορικούς και τους αρχαιολόγους.

Αυτό αποδεικνύουν ο τρόπος που αφηγούνται και παρουσιάζουν την Ιστορία και ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τα εναπομείναντα μνημεία των περασμένων εποχών.

Μαζί με τους δήθεν «συντηρητές» τους, είτε δεν νοιάζονται για τους πραγματικούς λόγους που δημιουργήθηκαν τα μνημεία αυτά, είτε τους αγνοούν παντελώς.

Τα χαρακτηρίζουν «έργα τέχνης», υπό τη σημερινή αποπροσανατολιστική και ασαφή έννοια του όρου «τέχνη» και τους προσδίδουν

ιδιότητες «ωραιότητας», «αρμονίας» και παρεμφερείς χαρακτηρισμούς, με τον τρόπο που θεωρούμε σήμερα τους όρους αυτούς.

Ας δούμε όμως τα πράγματα λίγο καλλίτερα.

Η λέξη «τέχνη», ταλαιπωρείται βαναύσως από τον 18ο αιώνα και εξής. Δεν φτάνει δηλαδή που χρησιμοποιείται με διαφορετική σημασία απ’ ότι σε όλους τους περασμένους αιώνες της ανθρωπότητας, αλλά και αυτή η έννοια τίθεται διαρκώς υπό αμφισβήτηση και συζήτηση.

Στην Ελληνική γλώσσα, από εποχής Ομήρου, η λέξη «τέχνη» προέρχεται εκ του «τίκτω» και σημαίνει την ευφυΐα, την επιδεξιότητα στην εργασία και την επιτηδειότητα.

Στον Όμηρο λεγόταν και για τον ναυπηγό, στον Αισχύλο και στον Σοφοκλή για τον μάντη. Χρησιμοποιήθηκε και με αρνητική σημασία, δηλώνοντας την πανουργία, ως «δολίη τέχνη». Ομοίως η «art» προήλθε από το λατινικό «ars» που σήμαινε επιδεξιότητα και τρόπο, δηλ. επιτηδειότητα (manière), καθώς και επάγγελμα (métier). Επίσης και η αντίστοιχη γερμανική λέξη «Kunst» φαίνεται να προέρχεται από το «können» που σημαίνει «μπορώ», με τη σημασία της κατοχής γνώσεως και δεξιοτεχνίας/επιτηδειότητας.

Την πρωτοκαθεδρία στην κοινωνική εκτίμηση, στην αρχαία Ελλάδα, είχαν οι «ελεύθερες τέχνες». Αυτές οι τέχνες, που αποτελούσαν από την Ελλάδα μέχρι και τον μεσαίωνα το πρόγραμμα παιδείας των νέων, ήταν η Γραμματική, η Διαλεκτική, η Ρητορική, η Αριθμητική, η Γεωμετρία, η Αστρονομία και η Μουσική.

Στις «ελεύθερες τέχνες» ανήκαν και όσες σχετίζονταν με αυτές, όπως η φιλοσοφία, η ποίηση και όποιες θεωρούσε κανείς ως σχετιζόμενες. Ο Πλάτων π.χ., έλεγε να προφυλάσσουμε τα παιδιά από τους τραγικούς ποιητές, γιατί δεν προσφέρουν παρά ατελή μίμηση των προτύπων ιδεών, που ήταν αρμοδιότητα διερεύνησης των «ελευθέρων τεχνών».

Σε αντίθεση, ο Αριστοτέλης δεν συμφωνούσε με τις επιφυλάξεις του δασκάλου του, θεωρώντας ακριβέστατες τέχνες –δηλαδή μαθηματικά ελεγχόμενες, αλλά και συνδεόμενες και με τις άλλες «ελεύθερες τέχνες»- τη ζωγραφική και την «ανδριαντοποιία».

Στον μεσαίωνα, αυτές οι «ελεύθερες τέχνες» χωρίστηκαν στο Trivium με τις τρείς ανωτέρω γλωσσικές επιστήμες και στο Quadrivium με τις ανωτέρω τέσσερεις μαθηματικές επιστήμες. Μόλις στην Αναγέννηση η ζωγραφική, μετά τα επιχειρήματα των Alberti και Leonardo, έγινε αποδεκτή ως ανήκουσα και αυτή στις «ελεύθερες τέχνες», καθ’ όσον προϋποθέτει, κατ’ αυτούς, σύνθετες επιστημονικές γνώσεις.

Από τον 18ο όμως αιώνα και εξής, ο όρος «τέχνη» άρχισε να σημαίνει αποκλειστικά τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη μουσική, το θέατρο και ότι άλλο εμείς σήμερα αποκαλούμε τέχνη, αν και εδώ παρουσιάζονται διχογνωμίες.

Η γιαγιά μας, π.χ., όταν μας έλεγε «μάθε τέχνη κι’ άστηνε» δεν εννοούσε μάθε ζωγραφική ή χαλκογραφία. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα πείραζε η αλλαγή του σημαινομένου της λέξεως «τέχνη», αν διερευνούσαμε σε βάθος το γιατί οι Έλληνες έδιναν μεγαλύτερο κύρος στις «ελεύθερες τέχνες» και αν διερωτώμεθα γιατί οι άλλες αποκτούσαν κύρος στο βαθμό που συνδέονταν με αυτές. Αυτές οι «ελεύθερες τέχνες», στόχο είχαν την εκπλήρωση της ανάγκης ερμηνείας του Κόσμου και του Ανθρώπου, οι σημερινές «τέχνες» δεν έπαψαν να αναζητούν ρόλο και λόγο ύπαρξης.

Με άλλα λόγια, αυτά που ονομάζουμε «έργα τέχνης» των αρχαίων Ελλήνων, δεν ήταν παρά «παραγγελίες» των «ελευθέρων τεχνών», προς τους τεχνίτες-κατασκευαστές τους. Αυτά τα έργα δηλαδή, κατασκευάζονταν ως μίμηση «προτύπων ιδεών» ή ως άρθρωση των ανθρώπων με αυτό που θεωρείτο ως Κοσμική και Ιστορική πραγματικότητα ή Αλήθεια.

Βεβαίως και οι «τέχνες» όλων των εποχών και όλων των πολιτισμών, γι’ αυτό δημιουργούντο, ως απαίτηση συλλογικών στόχων των κοινωνιών τους. Υπήρξαν η άρθρωση της εκάστοτε κοινωνίας με αυτά που θεωρούντο ως «αρχέτυπα», «αρχή του παντός» ή όπως αλλοιώς χαρακτήριζαν το υπαρξιακό πεδίο με το οποίο οι άνθρωποι ήθελαν να έρθουν σε επικοινωνία ή συνταύτιση, αναζητώντας υπαρξιακό λόγο και ρόλο.

Όταν λοιπόν έχουμε μπροστά μας έργα του παρελθόντος, δεν έχουμε μορφές κενές περιεχομένου, που ενδεχομένως μας εντυπωσιάζουν με τον όγκο τους, τις γραμμές τους και τη δεξιοτεχνία που κατασκευάστηκαν. Όχι ότι και αυτά δεν έχουν τη σημασία τους, αλλά πρωτίστως είναι κιβωτοί πολιτισμών, όπου πολιτισμός είναι ο τρόπος νοηματοδότησης του Κόσμου και της Ζωής, τρόπος που θεμελίωνε και την εικόνα που έπαιρνε ο τόπος και η κοινωνία που τον είχε δημιουργήσει. Οι εικόνες των τόπων και των κοινωνιών, υπήρξαν γεννήματα της αέναης πορείας του ανθρώπου προς αναζήτηση της Αλήθειας.

Το δυστύχημα, γιατί περί δυστυχήματος πρόκειται, είναι πως οι σημερινοί αρχαιολόγοι και συντηρητές των κτιστών υπολειμμάτων, που φέρουν τη μνήμη του παρελθόντος, δεν τα βλέπουν παρά ως υλικά αντικείμενα και ως σχήματα, χωρίς το εννοιολογικό περιεχόμενό τους. Μα αυτό το περιεχόμενο είναι που έχει αξία, γιατί αυτό τα δημιούργησε και αυτό παραδίδεται στις επόμενες γενιές. Αυτό το περιεχόμενο οφείλουμε να αναδείξουμε και να διατηρήσουμε -ή να απορρίψουμε- στο βαθμό που θεωρούμε την Ιστορία ως θεμέλιο του παρόντος και μαγιά του μέλλοντος.

Το ευτύχημα είναι πως ο σημερινός τουρισμός επανέρχεται στον «πολιτισμικό τουρισμό» των Ρομαντικών. Υπενθυμίζουμε πως τα ταξίδια σε άλλους τόπους, όπως ο Οδυσσέας «πολλών ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω», εμφανίστηκαν στην ιστορία για λόγους εμπορικούς, μορφωτικούς και πολιτικούς. Από αυτά τα ταξίδια εξελίχθηκαν οι πολιτισμοί. Την εποχή της ευρείας απήχησης του Ρομαντισμού, τον 18ο και 19ο αιώνα, «ο καλύτερος τρόπος για να παιδευθεί ένας έξυπνος άνθρωπος ήταν να ταξιδεύει», όπως βεβαίωνε ο Γκαίτε.

Σήμερα ανατρέχουμε στην ιστορία για να «παραλάβωμεν το φύραμα για την ευόδωσίν του ιδικού μας έργου», παραφράζοντας ρήση του Πικιώνη για τη λαϊκή τέχνη, δηλαδή την τέχνη που αποτελούσε το «κοινό και κύριο των λαών», δανειζόμενοι ρήση του Δ. Σολωμού. Την οποίαν λαϊκή τέχνη οφείλουμε επίσης να διαφυλάξουμε, γιατί «διαφυλάττει εν προτογόνω αλλ’ αγνοτάτη μορφή πανάρχαιες ουσίες» όπως έλεγε πάλι ο Πικιώνης.

Ένα από τα χειρότερα παραδείγματα κακής αντιμετώπισης των «κιβωτών πολιτισμού» του παρελθόντος, σε επίπεδο ύβρεως, είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι «αρμόδιοι» την Ακρόπολη των Αθηνών. Η αιτία του κακού βρίσκεται στον τρόπο αφήγησης και διδασκαλίας της Ιστορίας -και της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής και των υπολοίπων τεχνών-, στα σχετικά πανεπιστημιακά Ιδρύματα της χώρας.

Ένα απλό ξεφύλλισμα των σχετικών εγχειριδίων αρκεί να καταλάβουμε τον σπαραγμό του Περικλή Γιαννόπουλου, που έλεγε πως οι σημερινοί αρχαιολόγοι ασχολούνται «με τη συγγραφή του δεκάτου τρίτου τόμου για το πάνω κουμπί του βρακιού του Φαραώ και δεν ξέρουν γιατί ο Φαραώ φορούσε βρακί». Θεωρούν αυτές τις κιβωτούς σαν αντικείμενα προς θέαση και φωτογράφιση, χωρίς μέριμνα άλλου είδους παρουσίασής τους.

Αλλά ακόμα και αυτός ο επιφανειακός και αποπροσανατολιστικός τρόπος παρουσίασής τους, γίνεται με τρόπο βάρβαρο και ασεβή. Πλατείς τσιμεντένιοι δρόμοι περιβάλλουν τον Παρθενώνα, οσονούπω και το Ερεχθείον, πλατεία μπετόν αρμέ, δίκην χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτων, απλώνεται μπροστά από το παλαιό και σεμνό Μουσείο του λόφου.

Πρόσχημα η κίνηση αμαξιδίων, λες και αυτά έχουν πλάτος άρματος μάχης. Ας μη ξεχνάμε και το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, που εκτός της κλίμακος της περιοχής του, φαντάζει σαν να κατέβηκε ο Γκιούλιβερ στη Λιλιπούπολη. Ευτυχώς που τα κτήρια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου -που ανεπιτυχώς πάσχισαν οι κατασκευαστές του Νέου Μουσείου να κατεδαφίσουν(!)- λειτουργούν ως ασπίδες του Ιερού Βράχου. Αλήθεια, πόσοι από τους «αρμοδίους» κατανοούν τον όρο «ιερό», που κατά κόρον χρησιμοποιούν;

Τελικώς δυσκολευόμαστε να πούμε ποιος ήταν ο χειρότερος «συντηρητής»: αυτός που με άστοχες επεμβάσεις, στις αρχές του ΧΧου αιώνα, προξένησε ζημιά στα μάρμαρα ή ο σημερινός συντηρητής τους, που δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει να διατηρήσουμε την Ακρόπολη; Ας ελπίσουμε κάποια στιγμή ο σπαραγμός των ερειπίων να ακουστεί…..

Keywords
Τυχαία Θέματα