Η γλώσσα ως τεκμήριο εθνικής ταυτότητας

ΕΛΛAΔΑ

Στη διάρκεια του ελληνικού διαφωτισμού, η ιδέα της ελληνικής παλιγγενεσίας αναπτύχθηκε έχοντας ως βασικό πυρήνα προβληματισμού τα κριτήρια που συγκροτούν την ελληνικότητα και οριοθετούν την Ελλάδα ως χώρο. Το κριτήριο της γλώσσας θεωρήθηκε αναπόσπαστα συνδεδεμένο με αυτό της εθνολογικής καταγωγής. Η διαφοροποίηση των εθνοτήτων στον χώρο της Βαλκανικής, κυρίως στο γλωσσικό, προκύπτει αβίαστα. Βέβαια, υπήρχαν κάποιες περιοχές, το βασικό χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η πολυγλωσσία. Αλλά και πάλι, οι γλώσσες διαχωρίζονται

σε διαλέκτους καθώς και σε τοπικά ιδιώματα, έτσι που κάθε γλώσσα διέθετε δικούς της συμπαγείς γεωγραφικούς πυρήνες. Αυτό, ωστόσο, ήταν ευδιάκριτο για τις άλλες γλώσσες της Βαλκανικής, όπου γλώσσα και λαός είχαν το ίδιο όνομα. Με την ελληνική γλώσσα, τα πράγματα δυσκόλευαν λόγω του ότι η εξάπλωσή της υπερέβαινε κατά πολύ τα γεωγραφικά όρια μέσα στα οποία γινόταν ευρεία και αποκλειστική χρήση της. Σε αυτό συνέτειναν αρκετοί λόγοι, κυρίως κοινωνικοί, θρησκευτικοί και οικονομικοί. Όπου προέκυπταν γλωσσικές διαφορές, αυτές μετατρέπονταν σε εθνικές.

Το κριτήριο της γλώσσας υπήρξε αναπόσπαστα συνδεδεμένο με αυτό της εθνολογικής καταγωγής όπως και με τους εθνικούς αγώνες.

Στη Βαλκανική, ο προβληματισμός για την καταγωγή των εθνών αποτελούσε ένα ζήτημα που απασχολούσε ιδιαίτερα τους λαούς της, καθώς αυτό είναι ένα ιστορικό εργαλείο για τη χειραφέτησή τους.

Πράγμα που το βλέπουμε ήδη στο παρόν μας με το θέμα των Σκοπίων μετά την πρόσφατη συμφωνία των Πρεσπών, στην οποία μια βασική παράμετρος είναι η λεγόμενη μακεδονική γλώσσα, που κατά συνέπεια υποδηλώνει και μακεδονική εθνότητα.

Όπως είδαμε, η γλώσσα είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο για τη συγκρότηση εθνικής ταυτότητας και τη σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης. Η γλώσσα, ωστόσο, που τα Σκόπια βάφτισαν ως μακεδονική δεν διαθέτει προϊστορία, σε πλήρη και εκκωφαντική αντίθεση με αυτό που συμβαίνει με όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς. Δεν διαθέτει παρελθόν και πρόκειται για ένα προϊόν τεχνικής «επεξεργασίας» και όχι φυσικής εξέλιξης.

Η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα, τόσο λεξιλογικά όσο και γραμματικά και συντακτικά, είναι μια διάλεκτος της βουλγαρικής με επιμειξία πολλών σερβικών, τουρκικών, ελληνικών και αλβανικών στοιχείων. Ο καθηγητής Νικόλαος Ανδριώτης τονίζει ότι πρόκειται για σλαβικό ιδίωμα, το οποίο σχετίζεται με τη βουλγαρική. Στην ουσία, η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα είναι ένα τοπικό ιδίωμα, ένα μείγμα των διαλέκτων που ομιλούσαν οι κάτοικοι των περιοχών Βέλες, Πρίλεπ, Κίτσεβο και Βιτωλίων (Μοναστήρι). Το ιδίωμα αυτών των περιοχών ήταν και το πιο οικείο στην πλειονότητα των κατοίκων της Ψευδομακεδονίας. Τα μακεδονικά πρωτοεμφανίζονται ως «επίσημη» γλώσσα στις 2 Αυγούστου του 1944 από την τότε νεοϊδρυθείσα Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της «Μακεδονίας».

Από την ημέρα αυτή, ορίστηκε μια ειδική επιτροπή, η οποία, στις 3 Μαΐου του 1945, κατέληξε στην οριστικοποίηση του αλφάβητου και τους κανόνες γραμματικής και ορθογραφίας της γλώσσας. Έτσι, η απόφαση για τη δημιουργία και την καθιέρωση της λεγόμενης «μακεδονικής» γλώσσας έχει τον χαρακτήρα της πολιτικής απόφασης και όχι της φυσικής εξέλιξης και ανάγκης των κατοίκων. Την προώθηση της νέας «μακεδονικής» γλώσσας ανέλαβε πρώτη η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Σκοπίων, το έτος 1946.

Η συγκρότηση της ιστορίας ενός λαού είναι μια σύνθετη διαδικασία. Μια βασική παράμετρός της είναι η μακραίωνη ιστορική παρουσία ενός λαού σε έναν γεωγραφικό χώρο, πάντα σε συνδυασμό με άλλα χαρακτηριστικά αυθυπαρξίας.

Η αντιπαράθεση της χώρας μας με τους βόρειους γείτονές της έχει προϊστορία. Οι εδαφικές βλέψεις των βαλκανικών λαών και οι κάθε είδους προσπάθειες που κατέβαλλαν για να τις υλοποιήσουν είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην κοινή γνώμη της χώρας μας. Έτσι, είναι μάλλον ανόητο να προσδίδουμε ιδεολογικές αποχρώσεις στις έντονες αντιδράσεις σχετικά με τις τρέχουσες εξελίξεις στο Μακεδονικό. Πρόκειται για μια ιστορική διαμάχη με βάθος χρόνου, μια προσπάθεια κατάκτησης ιστορικών τίτλων ιδιοκτησίας που μπορούσαν να είναι είτε γνήσιοι είτε χαλκευμένοι.

Με τη Βουλγαρία, για παράδειγμα, η ιστορική και εθνολογική αντιπαράθεση των λαών προϋπήρχε όχι μόνο της ίδρυσής της το 1878, αλλά και της θεσμοθέτησης της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870. «Έχουσι την μωράν ελπίδαν ότι θα δυνηθώσι να κυριαρχήσωσιν έφ’ απάσης της Μακεδονίας και Θράκης και να καταλάβωσιν και αυτήν την Κωνσταντινούπολιν, το κέντρον της Ελληνικής Ορθοδοξίας» γράφει για τον εθνεπεκτατισμό των Βουλγάρων ο Κωνσταντίνος Μητσόπουλος στο έργο του «Η Γεωγραφία της Ευρώπης».

Το αντίθετο ίσχυε με τους Ρουμάνους. Η μεγάλη απόσταση και το ότι τα δύο έθνη δεν μοιράζονται κοινά σύνορα, συνέτεινε στο να είναι οι σχέσεις στο ζήτημα αυτό μάλλον αδιάφορες, καθώς τα ζωτικά προβλήματα του ρουμανικού αλυτρωτισμού επικεντρώνονταν αλλού.

Συνθετότερη ήταν η περίπτωση των εδαφικών διεκδικήσεων της Σερβίας και των Νοτιοσλάβων. Πριν απ’ όλα, τα μέτωπα της Βοσνίας και της Κροατίας ήταν μακρινά, έτσι που εξασφαλιζόταν η απουσία προβλημάτων. Ωστόσο, ο σερβικός μεγαλοϊδεατισμός συνέπεσε με την πρώτη εποχή της Ελληνικής Μεγάλη Ιδέας και των ελληνικών βαλκανικών οραματισμών. Η κληρονομιά που μας έμεινε από αυτές τις ελληνοσερβικές σχέσεις, που πέρασαν από διάφορες διακυμάνσεις, είναι το Σκοπιανό.

Μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή των Σκοπίων ανήκε στη σύνθεση του σερβικού κράτους και ονομαζόταν Νότια Σερβία ή Vardarska Banovina, δηλαδή διοίκηση του Βαρδάρη, και οι κάτοικοι Νότιοι Σέρβοι και κανένας μέχρι τότε από τους μετέπειτα δημιουργούς της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» δεν είχε μιλήσει για «μακεδονικό» έθνος και «Μακεδόνες». Όλα αυτά όμως μέχρι τη σύνοδο στο Jajce, όταν την 29η Νοεμβρίου 1943, στην ομώνυμη πόλη της Βοσνίας, το Αντιφασιστικό Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (Τίτο - Παρτιζάνοι) αποφάσισε την οργάνωση της χώρας σε ομοσπονδιακή βάση. Μια λοιπόν από τις ομοσπονδίες ήταν και η «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», τα σημερινά Σκόπια. Σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή ρίχτηκε ο σπόρος μιας τεχνητής προσπάθειας εθνογένεσης, που βάφτιζε με ελληνικό όνομα και χάριζε ελληνικά σύμβολα.

Μετά την Οθωμανοκρατία και την πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη δημιουργήθηκαν στα Βαλκάνια νέα δεδομένα που δεν αναδεικνύουν την περιοχή σε μια φιλική γειτονιά – αν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο. Μέσα στους λαούς και τις εθνότητες αναβιώνουν παλιές έριδες που επαναφέρουν επικίνδυνα ζητήματα ταυτότητας των εθνοτήτων της. Η Ελλάδα μέσα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα υπερέχει σε όλους σχεδόν τους τομείς, παρά την παρατεταμένη κρίση που περνά. Αυτή την υπεροχή καλείται να διασφαλίσει ιστορικά για αυτό και το Σκοπιανό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν μια επείγουσα εκκρεμότητα που πρέπει να λυθεί υπό την πίεση της διεθνούς κοινότητας (η οποία απέχει της ενδοβαλκανικής πραγματικότητας), αλλά σαν μια υπόθεση που ανακαλεί το παρελθόν, χαλκεύει βάναυσα την ιστορία και ξύνει παλιές πληγές!

γλώσσαΒαλκάνιαΕλληνικός ΔιαφωτισμόςIssue: 2041Issue date: 4-10-2018Has video: Exclude from popular: 0
Keywords
Τυχαία Θέματα