Εργαζόμενοι συνταξιούχοι: Μία απαράδεκτη και τιμωρητική πρακτική των δημοσίων επιχειρήσεων

Τελικά πόσες αναγνώσεις μπορεί να έχει ο νόμος; Και με πόση αδιαφορία για τις συνέπειες μπορεί να εφαρμοστεί ο νόμος από τη δημόσια διοίκηση, με επιλογή της πιο αυστηρής από τις δυνατές ερμηνείες του, εις βάρος ιδίως εκείνων που δεν έχουν λόγο ούτε στην ερμηνεία ούτε στην εφαρμογή του, των απλών πολιτών δηλαδή;

Ας πάρουμε για παράδειγμα τη νομοθεσία για τις περικοπές στις αποδοχές των συνταξιούχων, που επιβλήθηκε με τη μνημονιακή νομοθεσία την περασμένη δεκαετία. Το γράμμα του νόμου ήταν σαφές, όπως ψηφίσθηκε από τη Βουλή,

και τέθηκε σε εφαρμογή από τις εκάστοτε Κυβερνήσεις. Επανεξετάσθηκε όμως από τα αρμόδια Δικαστήρια, όταν προσέφυγαν σε αυτά οι θιγόμενοι συνταξιούχοι. Επανεξετάσθηκε ως προς τη συμβατότητά του με ανώτερους κανόνες δικαίου, που προβλέπονται στο Σύνταγμα και σε διεθνείς συμβάσεις, και που κατοχυρώνουν δικαιώματα των συνταξιούχων η προσβολή των οποίων κρίθηκε αντισυνταγματική. Με σειρά αποφάσεων, που έχουν λάβει μεγάλη δημοσιότητα και είναι γνωστές, δικαιώθηκαν εν όλω ή εν μέρει, σημαντικές ομάδες συνταξιούχων, και πάντως εκείνοι που είχαν προσφύγει δικαστικά αμφισβητώντας τις άγριες περικοπές των αποδοχών τους. Ο νόμος αναγνώσθηκε, εν τέλει, σε μεγάλο βαθμό υπέρ τους –όχι βέβαια από τις εκάστοτε Κυβερνήσεις ή τον κοινό νομοθέτη, τη Βουλή, αλλά από τα ανώτατα Δικαστήρια της χώρας.

Υπάρχουν όμως και άλλοι συνταξιούχοι, οι οποίοι επίσης υπέστησαν μειώσεις στις συντάξεις τους, όχι λόγω μνημονιακών περικοπών, αλλά επειδή επέλεξαν να συνεχίσουν να εργάζονται μετά τη συνταξιοδότησή τους.

Οι άνθρωποι αυτοί -που δεν είναι λίγοι- επέλεξαν μια δύσκολη οδό, της συνέχισης της εργασίας παρά το προχωρημένο της ηλικίας και παρότι δικαιούνταν να παύσουν να εργάζονται και να αρχίσουν να λαμβάνουν τη σύνταξη που δικαιούνται και για την οποία έχουν μοχθήσει. Όμως, προσωπικές ανάγκες, θέματα υγείας, οικονομικές εκκρεμότητες, οικογενειακές υποχρεώσεις και όλα αυτά που γνωρίζουμε σε μία οικονομία με χαμηλές αμοιβές και διευρυνόμενα κοινωνικά προβλήματα, τούς οδήγησε στην απόφαση να συνεχίσουν να εργάζονται. Μετά τη συνταξιοδότηση και με περικοπή της σύνταξής τους. Μία απόφαση οπωσδήποτε σκληρή, που εκφράζει προσωπική αξιοπρέπεια και που ενισχύει την κοινωνική συνοχή, καθώς οι άνθρωποι αυτοί συνέχισαν να προσφέρουν στις οικογένειές τους με την εργασία τους ενώ μπορούσαν και να μην το κάνουν.

Οπωσδήποτε, ένας συνταξιούχος που αποφασίζει να συνεχίσει να εργάζεται, με περικοπή της σύνταξής του, αποβλέπει αν μη τι άλλο σε συνολικές αποδοχές υψηλότερες από εκείνες της σύνταξής του. Δηλαδή σε αποδοχές (μειωμένη σύνταξη συν μισθός από συνεχιζόμενη εργασία) μεγαλύτερες απ’ ό,τι θα ελάμβανε εάν απλώς παρέμενε συνταξιούχος, μη συνεχίζοντας να εργάζεται, και λαμβάνοντας το πλήρες ποσό της σύνταξής του. Και προφανώς ένας συνταξιούχος δεν θα συνέχιζε να κοπιάζει εργαζόμενος μετά τη συνταξιοδότησή του και σε προχωρημένη ηλικία, για να λαμβάνει τα ίδια ή και λιγότερα απ’ ό,τι εάν σταματούσε την εργασία με τη συνταξιοδότησή του! Πολύ περισσότερο, αν συνεχίζοντας να εργάζεται κινδύνευε να βρεθεί και σε … σοβαρές οικονομικές περιπέτειες από τη στάση αξιοπρέπειας που επέλεξε να τηρήσει!

Στην χώρα μας, όμως, που ποτέ δεν πλήττουμε, υπάρχει πάντα ένα καινούργιο πρόβλημα για να λύσουμε. Συνήθως, ένα πρόβλημα που δεν θα έπρεπε να έχει ανακύψει εξ αρχής, καθότι παράλογο, και ιδίως ένα πρόβλημα που αφορά και κατατρύχει κυρίως τους οικονομικά ασθενέστερους, τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους.

Έτσι και στην περίπτωση δημοσίων επιχειρήσεων, στις οποίες εργαζόμενοι που συνταξιοδοτήθηκαν εργαζόμενοι σε αυτές και συνέχισαν να εργάζονται στις ίδιες, καλούνται σήμερα από τους «αρμοδίους» να επιστρέψουν χιλιάδες ή και δεκάδες χιλιάδες ευρώ ο καθένας, ως δήθεν αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές, για την εργασία τους μετά τον χρόνο συνταξιοδότησής τους.

Το «καλούνται» κατ’ ευφημισμό, για την περιγραφή μίας στάσης που συνιστά οικονομική δίωξη σε πολλές περιπτώσεις, με απαράδεκτες πρακτικές, παρακρατήσεις ποσών, συμψηφισμούς, αλλά ακόμη και επανυπολογισμό (προς τα κάτω) της αποζημίωσης απόλυσης, πράξεις που συνεπάγονται σε κάποιες περιπτώσεις απώλειες ποσών ακόμη και άνω των 30.000 ή και 40.000 ευρώ για τον καθένα –και που συνοδεύονται από νομικές ενέργειες σε βάρος τους!

Στο εύλογο ερώτημα γιατί όλα αυτά, πώς προέκυψαν και πότε και πώς γίνεται να αφορούν σε τόσο μεγάλες ομάδες εργαζομένων συνταξιούχων, η απάντηση είναι απλή όσο και απαράδεκτη: η δημόσια διοίκηση αποφάσισε τώρα ότι οι άνθρωποι αυτοί θα έπρεπε να αμείβονται, ως εργαζόμενοι συνταξιούχοι, εδώ και πολλά χρόνια, όχι με βάση το μισθολογικό κλιμάκιο στο οποίο είχαν φθάσει μετά από δεκαετίες εργασίας, αλλά με το … εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο! Επομένως, ότι οφείλουν να επιστρέψουν ό,τι έλαβαν πάνω από το … εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο!

Με βάση ποια διάταξη και ποια ερμηνεία αυτής; Δεν έχει σημασία, υπάρχουν απαντήσεις, εκτενή νομικά επιχειρήματα, αναλυτική τεκμηρίωση, που δείχνει ότι η διάταξη που επικαλείται η δημόσια διοίκηση για να επιφέρει πλήγμα στους ανθρώπους αυτούς (το άρθρο 11 παράγραφος 4 (β) τουΝ. 4354/2015) ούτε αυτό προβλέπει ούτε έτσι ερμηνεύεται. Όμως εδώ δεν είναι το πλαίσιο για νομική ανάλυση. Εδώ ενδιαφέρει η προσπάθεια κατανόησης σε θεσμικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο της στάσης αυτής της δημόσιας διοίκησης απέναντι στους συνταξιούχους εργαζόμενους σε δημόσιες επιχειρήσεις. Μίας στάσης που είναι καταφανώς άδικη, αντίθετη προς το κοινό περί δικαίου αίσθημα, καταπιεστική για αυτούς αλλά και χαρακτηριστική της σκληρότητας προς τους πλέον αδύναμους, στην οποία φθάνει η μυωπία και δυσλειτουργία της δημόσιας διοίκησης σε κάποιες περιπτώσεις. Και βεβαίως μία στάση που εκφράζει όχι μόνο απάθεια της Πολιτείας αλλά και αχαριστία, κατ’ ουσίαν, έναντι μίας ομάδας δοκιμασμένων από την κρίση εργαζομένων οι οποίοι έκαναν το γενναίο βήμα να παραμείνουν στη θέση τους ενώ μπορούσαν να φύγουν – για να βρίσκονται σήμερα καταδιωκόμενοι… Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι πολλές φορές παρέμειναν στη θέση τους και μετά από επίμονα αιτήματα της ίδιας αυτής δημόσιας επιχείρησης που χρειαζόταν διακαώς τη γνώση και εμπειρία τους, πολλές φορές σε θέσεις ευθύνης, και η οποία δημόσια επιχείρηση σήμερα τούς καταδιώκει.

Δεν χρειάζεται να εξηγηθούν τα αυτονόητα, κατά την κοινή πείρα στη λεγόμενη ελληνική μας πραγματικότητα. Ότι δηλαδή οι άνθρωποι αυτοί τίποτε δεν έκρυψαν από τις εργοδότριες δημόσιες επιχειρήσεις, ώστε να μπορεί να τούς προσάψει κανείς κάποια ευθύνη ή έστω συνυπαιτιότητα. Ότι βεβαίως η ερμηνεία των σχετικών κανόνων, όπως εφαρμόζονταν επί σειρά ετών από αυτές τις δημόσιες επιχειρήσεις, ήταν ότι δεν επανέρχονται στο εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο –  πράγμα που θα ήταν εξάλλου και περίεργο, ισοδυναμώντας στην πράξη με υπηρεσιακό τους υποβιβασμό, που από πουθενά δεν προβλέπεται. Ότι ασφαλώς κανείς δεν τούς είπε ότι εάν συνέχιζαν να εργάζονται μετά τη συνταξιοδότησή τους θα … τιμωρούνταν παραδειγματικώς, καθώς όχι μόνο θα ελάμβαναν μειωμένη σύνταξη αλλά και πενιχρό μισθό, καθιστάμενοι μάλιστα υφιστάμενοι των πρώην υφισταμένων τους -βέβαια, εάν λεγόταν κάτι τέτοιο πόσοι συνταξιούχοι άραγε θα συνέχιζαν την εργασία τους…; Ότι προφανώς οι μισθοί τους, υπολογιζόμενοι με το μισθολογικό κλιμάκιο στο οποίο είχαν φθάσει και όχι με το εισαγωγικό, τούς καταβάλλονταν σταθερά, αδιακρίτως και άνευ επιφύλαξης επί χρόνια και χρόνια, από αυτές τις ίδιες δημόσιες επιχειρήσεις που  τώρα… άλλαξαν γνώμη και κατανόησαν το δήθεν λάθος τους. Ότι προφανώς οι δημόσιες αυτές επιχειρήσεις τελούσαν και τελούν υπό την εποπτεία και το άγρυπνο βλέμμα υπουργείων, ελεγκτικών οργάνων και αρχών που ουδέν μεμπτόν εντόπισαν επί πολλά έτη, παρά τη συνεχή ροή αναλυτικών στοιχείων. Και ότι βεβαιότατα καμμία ευθύνη δεν έχουν οι άνθρωποι αυτοί, οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι, αλλά και καμμία δυνατότητα «επιστροφής» ποσών, τα οποία έχουν ήδη αναλώσει ως μισθοσυντήρητοι…

Κοιτάζοντας στον ορίζοντα των μεγάλων νομικών θεμάτων, πέρα από το εδώ και το τώρα της νομικά αβάσιμης και κοινωνικά ανάλγητης αυτής στάσης των δημοσίων επιχειρήσεων, καταλαβαίνει κανείς ότι τα θέματα αυτά έχουν αντιμετωπισθεί, σε παρόμοιες περιπτώσεις, με αποφάσεις των ανωτάτων ελληνικών Δικαστηρίων, αλλά και με σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο.

Η νομολογία των Δικαστηρίων αυτών καθιστά σαφές ότι δεν επιτρέπεται σε καμμία περίπτωση η διεκδίκηση επιστροφής των επίμαχων ποσών, αναδρομικώς δηλαδή των αποδοχών που είναι ανώτερες εκείνων που αντιστοιχούν στο εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο, από τους εργαζόμενους συνταξιούχους των δημοσίων επιχειρήσεων.

Όμως, πόσο ενδιαφέρεται η δημόσια διοίκηση και πόσο ενδιαφέρονται οι διορισμένες διοικήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων για τη νομολογία των ανωτάτων Δικαστηρίων, την οποία είναι πάντως κατά τα άλλα υποχρεωμένες να γνωρίζουν και να σέβονται;

Το ερώτημα επομένως που τίθεται εν προκειμένω δεν είναι η νομική βασιμότητα των αφόρητων αυτών αξιώσεων κατά των εργαζόμενων συνταξιούχων. Είναι εάν θα χρειασθεί να περάσουν και αυτοί, ως κοινωνική ομάδα μη έχουσα την απαιτούμενη προστασία από την Πολιτεία, τη δοκιμασία του πολυετούς δικαστικού αγώνα, όπως και οι συνταξιούχοι των μνημονιακών περικοπών, ώσπου να δικαιωθούν.

Ας ελπίσουμε πώς όχι, ότι έστω και την τελευταία στιγμή η Κυβέρνηση και η Βουλή θα ασχοληθούν με ένα θέμα που είναι φλέγον για χιλιάδες ελληνικές οικογένειες και θα το επιλύσουν όπως οφείλουν, ένα θέμα για το οποίο έχουν πλήρως και τεκμηριωμένα ενημερωθεί. Και ότι δεν θα μετακυλίσουν αυτή την ευθύνη τους στους Δικαστές, οι οποίοι πάντως εάν κληθούν θα λύσουν το θέμα σύμφωνα με την πάγια νομολογία των ελληνικών και ευρωπαϊκών Δικαστηρίων. 

O Κωνσταντίνος Τοκατλίδης είναι Δικηγόρος, PhD

Διαβάστε επίσης:

Τι πραγματικά θα δώσουμε για να πάρουμε τα F-35;

Ο πραγματικός κίνδυνος είναι η ακρίβεια

Το πανεπιστημιακό κίνημα και τα ιδιωτικά «πανεπιστήμια»

Keywords
Τυχαία Θέματα
Εργαζόμενοι, Μία,ergazomenoi, mia