Αθήνα: Μια πόλη από μύθους - Ένας αγώνας πυγμαχίας

ΕΛΛAΔΑΈντυπη Έκδοση

Ο πρώτος δηλωμένος πυγμάχος στην Ιστορία είναι ο Επειός, ένας καταπληκτικός αθλητής που έβγαζε νοκ άουτ τους αντιπάλους δίχως καν να ιδρώσει... Είχε κι αυτός τη δική του ιστορία, μια ιστορία που πέρασε από στόμα σε στόμα ώς τον Όμηρο και τον Ησίοδο κι από κει ώς τις μέρες μας, μέσα από ανθρώπους που γεννήθηκαν και πέθαναν για να ξαναγεννηθούν και να ξαναπεθάνουν αμέτρητες φορές, έτσι που η ζωή κι ο θάνατος να μοιάζουν ένας κόσμος που μέσα του χωρούν όλες οι ζωές κι οι θάνατοι, όλα τα μεγαλεία κι οι ντροπές,

όλη η ανθρώπινη περιπέτεια.

Γεννημένος στη Φωκίδα, ο Επειός ήταν γιος του Πανόπη, από την πόλη Πανόπη, και έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Εκεί, μετά τον θάνατο του Πατρόκλου, συμμετείχε στους ταφικούς αγώνες που έγιναν προς τιμήν του και τους παρακολούθησαν όλοι οι Έλληνες πολεμιστές που έλαβαν μέρος σ’ αυτόν τον ανδροφόνο πόλεμο. Πύκτης ολκής, ο Επειός, καθώς μνημονεύει ο Όμηρος, δεν χρειάστηκε πάνω από ένα λάκτισμα για να θέσει νοκ άουτ τον αντίπαλό του, Ευρύλαο, γιο του Μηκιστέα από το Άργος. Σε κάθε αγώνα του, ο μεγάλος αυτός πυγμάχος έμοιαζε να μην έχει αντίπαλο. Μέχρι που απέναντί του στάθηκε ο Ακάμας, ο γιος του Θησέα, κι αυτή η αναμέτρηση έβαλε φωτιά σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο των Αχαιών!

Η σύγκρουσή τους αναδείχτηκε σε μεγάλο γεγονός – κι όχι άδικα. Ο αγώνας των δύο πυγμάχων έγινε μπροστά σε φίλους και συμπολεμιστές. Όλοι στοιχημάτιζαν ότι κι αυτός θα ήταν ένας αγώνας της μιας μπουνιάς, όπως συνηθιζόταν με τους αντιπάλους τού Επειού. Ωστόσο, ο αγώνας πήρε πολύ χρόνο και τα λακτίσματα έπεφταν βροχή. Οι δύο πυγμάχοι χτυπιούνταν ανελέητα… Και οι δύο τραυματισμένοι βαριά, δεν έλεγαν να πέσουν ή να αποσυρθούν, να μείνει ο νικητής να γιατρευτεί από τις επευφημίες και τους επαίνους. Η ώρα περνούσε χωρίς κανείς να μπορεί να νικήσει τον άλλον και χωρίς να αποσύρεται κανείς από τον αγώνα. Έτσι, η Θέτις αποφάσισε να στέψει νικητές και τους δύο πύκτες απονέμοντάς τους από έναν αργυρό κρατήρα, φτιαγμένο από τον Ήφαιστο!

Ένας πρώιμος Καζανόβας

Τα κατορθώματα, οι περιπέτειες, οι ξεχωριστοί άνθρωποι, όλες γενικά οι ιστορίες εκείνα τα χρόνια τραγουδιόνταν. Όλα υπήρχαν με τη φιλοδοξία να γίνουν τραγούδι. Σε τέτοιες εποχές μυθικές γεννήθηκαν όλες αυτές οι αφηγήσεις – για γλεντοκόπους ανθρώπους που ήξεραν να εκτιμούν τις μελωδίες.

Ο Ακάμας, εκτός από πολεμιστής και πυγμάχος, ήταν και πολύ όμορφος άντρας. Έκαιγε καρδιές στο πέρασμά του. Έτσι, σώθηκαν δύο ερωτικές περιπέτειες, δείγμα της μεγάλης του ομορφιάς που γεννούσε τον πόθο στις γυναίκες.

Η πρώτη ιστορία σχετίζεται με τον Τρωικό Πόλεμο. Όλη η ζωή εκείνης της εποχής έχει στον πυρήνα της αυτόν τον μεγάλο πόλεμο. Έναν πόλεμο που άλλαξε τον κόσμο και είχε σαν αφορμή μια ερωτική περιπέτεια, χιλιοτραγουδισμένη μέσα στους αιώνες, με την ομορφιά της ωραίας Ελένης ανεξάντλητη. Τέτοιο πάθος ξεσηκώνει η ομορφιά…

Για τον Ακάμαντα ιδιαίτερα λέγανε πως πριν ακόμα κινήσουν οι Αχαιοί για την Τροία, τον είχαν στείλει μαζί με τον Διομήδη να ζητήσει από τον Πρίαμο την Ελένη. Εξυμνούσαν, λοιπόν, μαζί με τη φρονιμάδα και την αντρειοσύνη του, τη μεγάλη του ομορφιά, που καθώς μαρτυρούσαν – όχι δίχως να υπομειδιούν… – ξυπνούσε στις γυναίκες πόθο ακαταμάχητο. Έτσι, έλεγαν πως όταν ταξίδεψε ώς την Τροία για να ζητήσει την Ελένη και φιλοξενήθηκε στο παλάτι του Πριάμου, μια από τις κόρες του, η Λαοδίκη, θαμπωμένη από την ομορφιά του, τον πόθησε παράφορα.

Τρελή από την ερωτική επιθυμία να πλαγιάσει αμέσως μαζί του, δεν λογάριασε καμιά σεμνοτυφία της εποχής της και της θέσης της, καθώς ήταν βασιλοπούλα, κι έτρεξε να ζητήσει βοήθεια από τη φίλη της τη Φιλοβίη, να βάλει τον άντρα της τον Περσέα να μεσολαβήσει ώστε να βρεθεί ένα διακριτικό μέρος να συναντηθεί με τον όμορφο φιλοξενούμενο. Τέτοια ήταν η κάψα της, που ο Περσέας, προκειμένου να μην ξεφύγουν τα πράματα, προτίμησε να μπει στον κόπο να διοργανώσει μια γιορτή στο παλάτι του, στη Δάρδανο, έτσι ώστε να συναντηθούν… τυχαία. Αφού το γλέντι προχώρησε, ήπιαν κι έφαγαν, ο Περσέας πήρε κι έβαλε τον Ακάμαντα να κοιμηθεί με τη Λαοδίκη λέγοντάς του ότι είναι μια από τις παλλακίδες του Πριάμου. Έτσι, η Λαοδίκη πραγματοποίησε την επιθυμία της!

Σώθηκε ώς τις μέρες μας κι άλλη μια ερωτική ιστορία για τον Ακάμαντα, που μερικοί την αποδίδουν στον αδελφό του, Δημοφώντα. Εμείς έχουμε αποφασίσει δίχως κανέναν δισταγμό να θεωρήσουμε αυτήν την εκδοχή εντελώς αβάσιμη και να τη χρεώσουμε ανεπιφύλακτα στον Ακάμαντα. Θρυλείτο, λοιπόν, ότι ο Ακάμας στον γυρισμό του από την Τροία έδεσε με λίγα καράβια στις εκβολές του Στρυμόνα και αποβιβάστηκε στη Θράκη, στην περιοχή που κατοικούσαν οι Βισάλτες. Και σάμπως οι κοινές θνητές να ήταν σπάνιο είδος, τον Ακάμαντα τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά η κόρη του βασιλιά, η Φυλλίδα. Τόσος ήταν ο πόθος της για τον όμορφο ξένο, που δεν δίστασε να κοιμηθεί μαζί του. Τότε, ο βασιλιάς Φυλέας αποδέχτηκε το γεγονός και προκειμένου να παντρέψει την κόρη του, υποσχέθηκε τον θρόνο του. Έτσι, πριν ακόμα καταφέρει να επιστρέψει στην Αθήνα, ο Ακάμας βρέθηκε παντρεμένος στη μακρινή Θράκη.

Τον πρώτο καιρό, όπως συμβαίνει σε όλους τους… κεραυνοβόλους γάμους, όλα πήγαιναν καλά κι η ευτυχία έμοιαζε να ’ναι η πιο απλή υπόθεση της ζωής. Λίγο καιρό αργότερα, όμως, ο Ακάμας μάλλον βαρέθηκε και άρχισε να επιθυμεί την Αθήνα. Συζητώντας αυτή την επιθυμία του με τη Φυλλίδα, της υποσχέθηκε, υποθέτουμε βάσιμα με ευκολία, ότι σύντομα θα ξαναγύριζε κοντά της. Εκείνη, αν και το δέχτηκε με βαριά καρδιά, τον ξεπροβόδισε η ίδια ώς τους Εννέα Δρόμους, την κατοπινή Αμφίπολη. Του έδωσε, μάλιστα, ένα κουτί λέγοντάς του πως είναι της θεάς Ρέας και πως δεν πρέπει να το ανοίξει παρά μόνο όταν χαθεί κι η τελευταία ελπίδα να ξαναγυρίσει κοντά της.

Μια διαβολεμένη τρικυμία, ωστόσο, αντί για την Αθήνα, ξέβρασε τον Ακάμαντα με το πλοίο του στις ακτές της Κύπρου. Ο καιρός στο μεταξύ περνούσε κι η Φυλλίδα, που κάθε τόσο βρισκόταν στην ακρογιαλιά να μετρά τα καράβια που περνούσαν κι έφευγαν δίχως να της φέρνουν τον αγαπημένο της, έπεφτε σε ολοένα μεγαλύτερη απελπισία. Ώσπου μια μέρα, δίχως να πει σε κανέναν τίποτε, έφτασε μόνη στους Εννέα Δρόμους, εκεί που είδε για τελευταία φορά τον άντρα της, κι αφού τον καταράστηκε, κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Από τότε, σε κείνα τα μέρη τα δέντρα δεν κρατούν τα φύλλα τους από τη λύπη τους για τη Φυλλίδα και την κακή της μοίρα να ερωτευτεί έναν άπιστο Αθηναίο γόη.

Μα και η τύχη του Ακάμαντα δεν υπήρξε καλύτερη. Έπειτα από καιρό, χάνοντας τις ελπίδες του για επιστροφή, άνοιξε το κουτί της Ρέας που του είχε δώσει η Φυλλίδα. Τότε είδε ένα όνειρο που τον συνεπήρε, ανέβηκε σ’ ένα άλογο και καλπάζοντας με ορμή από παραφορά και ζάλη, σκοτώθηκε πέφτοντας πάνω στο σπαθί του όπως γκρεμίστηκε απ’ τον καλπασμό και την κατάρα που τον κυνηγούσε… Τέτοιο τέλος είχε ο γενναίος και όμορφος αυτός νέος.

Από τότε ακόμα οι ερωτικές περιπέτειες κρύβουν μια τραγωδία!

* Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης, «Αθήνα – Η μυθολογία μιας πόλης», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2015

ΑθηνάιστορίαπόληπυγμαχίαΜυθολογίαIssue: 2036Issue date: 30-8-2018Has video: Exclude from popular: 0
Keywords
Τυχαία Θέματα