Ανύψωση ξανά προς το Ιερό

Στη ζωή των συγχρόνων κοινωνιών χρησιμοποιούμε το Ιερό σαν μια έννοια που μας έχει κληροδοτηθεί και δεν είναι πρωτογενής αξία, δεν αφορά το δικό μας χρόνο.

Σαν μια ευκαιρία ανάπαυσης, λησμονιάς ή εορταστικής καταφυγής και όχι σαν αυτό που είναι: ως ρίγος για το όλως και απολύτως άλλο. Διότι το ιερό, το απόλυτο καλό, δεν είναι ένα ηθικό κατηγόρημα ή μια προστακτική βούληση εντός μας που μας οδηγεί προς την εκτέλεση του ηθικού καθήκοντος. Καμιά πρακτική αναγκαιότητα και καμία καθολική δέσμευση δεν κάνουν ιερή την ηθική. Το ιερό, σεπτό και

δεινό συγχρόνως, βιώνεται και δεν ορίζεται ορθολογικά ή ηθικολογικά.

Ιερό είναι το αίσθημα του υπαρκτικού δέους χωρίς το ηθικό και το ορθολογικό μέρος που κάθε θρησκεία προσθέτει στο ιερό. Και εδώ ακριβώς συνίσταται η τραγωδία του σύγχρονου κόσμου που δεν απηλλάγη μόνον από τις παραδεδομένες θρησκευτικές δεσμεύσεις αλλά και από κάθε αίσθηση ιερού. Είναι αλήθεια πως η φρασεολογία της ηθικοπλαστικής γλώσσας και ο παιδευτικός χειρισμός του κηρύγματος, ακυρώνουν συχνά το βαθύ νόημα των ιερών κειμένων και γεννούν την ορθολογική υιοθέτηση ή απόρριψη. Όμως, όπως τα επιστημονικά επιτεύγματα που δεν αντιλαμβανόμαστε τα ονομάζουμε “ακατανόητα” και όχι ανορθολογικά, το πνευματικώς ακατανόητο, δεν είναι ανορθολογικό αλλά μυστηριώδες. Δηλαδή ανείπωτο και ανέκφραστο.

Αυτό το ανείπωτο αποπειράται να αρθρώσει, όπως κάθε χρόνο, η Εκκλησία τούτες τις ημέρες, με γλώσσα κατανυκτική που κάνει την ιερή τελετουργία ακόμη πιο αγαπητή. Είναι το αρχαιοπρεπές της γλώσσας και το κληροδοτημένο; Όχι. Είναι η προέλευση από το μυστηριώδες, από το απολύτως άλλο. Είναι η γοητεία του ημίφωτος που δεν έχει ούτε την απόλυτη επιβολή του φωτός, ούτε την αβάσταχτη θλίψη του σκοταδιού. Είναι η παρουσία που σιωπά και δεν επιβάλλει νόμους αλλά αρχίζει και τελειώνει μέσα στην αγάπη μιας Θυσίας που γίνεται ακόμη πιο Λαμπρή καθώς τελείται μέσα στην ελληνική άνοιξη.

Έχουμε την τύχη να είμαστε κληρονόμοι ενός πολιτισμού που η θρησκευτική του πλευρά και η προσέγγιση της έννοιας του ιερού έχει μια μοναδικότητα που δεν είναι απλώς ζήτημα φιλοσοφικής υπεροχής των εννοιών του αλλά θαυμαστής ισορροπίας του ορθολογικού και του μυστηριώδους. Ο νους (το ορθολογικό στοιχείο) και η ψυχή (το μυστηριώδες) συνυπάρχουν στη γιορτή και την τελετουργία όπου ο στοχασμός και το αίσθημα ξαναζούν κάθε χρόνο στην παιδική, δηλαδή στην αθώα τους ενότητα που μόνο στο Ιερό διασώζεται. Αυτή η ορμή, αυτό το βίωμα του ιερού είναι ενέργειες της ψυχής που αναζητεί διαρκώς (και όχι βέβαια μια εβδομάδα το χρόνο) το χώρο όπου ορθολογικό και μυστηριώδες ενώνονται. Αν ο ορθολογισμός αρνείται το θαύμα, το πιο αγαπητό παιδί της πίστης, το μυστηριώδες αντιλέγει πως η περιστασιακή ρήξη με την αλυσίδα της φυσικής αιτιότητας, δεν ανατρέπει τον ορθό λόγο. Απλώς εισάγει στην Ιστορία Αυτόν που δεν επιτελεί ένα θαύμα μόνο, αλλά, ως κυρίαρχός της, διά της Αναστάσεως ανατρέπει την ίδια τη φυσική αιτιότητα.

Αυτή η ενότητα και αυτή η ανατροπή δοξάζονται κάθε Μεγάλη Εβδομάδα. Θα ήταν πλεονασμός να σημειώναμε βέβαια πως σε αυτή την ενότητα και ανατροπή είναι αδύνατο να φτάσει κανείς χωρίς Πίστη, χωρίς εναρμόνιση δηλαδή των δύο στοιχείων, του ορθολογικού και του μυστηριώδους, που δεν είναι υποταγή του ενός στο άλλο (αυτό είναι ο φανατισμός) αλλά αγωνιώδης αναζήτηση να φτάσουμε στην πληρότητα του Ιερού. Κέντρο αυτής της αναζήτησης ο Χριστός, μετατρέπει σε γιορτή το αίσθημα φθοράς και εκμηδένισης του πεπερασμένου όντος αλλά και το αίσθημα ιερής φρικίασης και συνάμα ευλαβικού δέους μπροστά στο θεϊκό μεγαλείο που ακόμη κι αυτό γνωρίζει τη φθορά και το θάνατο! Η ένωση του τρομερού και του γοητευτικού στις ακολουθίες αυτών των ημερών, που οδηγεί από την απελπισία του πάθους στο ζωηφόρο μυστήριο της Ανάστασης, είναι μοναδική: το Ιερό δεν φοβίζει πλέον αλλά θέλγει και σαγηνεύει, δημιουργεί έξαρση και εν τέλει καθιστά την ψυχή μακαρία μέσα σε ένα σύμπαν αγάπης.

Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά για την αναγκαιότητα του εθίμου, τη γιορτή που απαιτεί τελετουργία, για το λογικό ή το μυστικό της μέρος. Αν το βάθος του δεύτερου δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε αλλά μόνο να το ψηλαφήσουμε (κι όχι με λέξεις αλλά με μια στάση κατάνυξης), δεν είναι η μαγεία της εντύπωσης ή του αισθητικά μεγαλειώδους που μας συναρπάζουν. Διότι αυτό στο οποίο καλούμαστε δεν είναι απλώς μια ηθική ανύψωση, μια ευσεβής εξάρτηση ή μια πρόσκαιρη ανάπαυση της ψυχής που εισέρχεται για λίγο στη χώρα του ιερού και μετά επιστρέφει πάλι στο βέβηλο. Το ανυπέρβλητο συναίσθημα των ημερών αυτών δεν είναι μόνο η νοσταλγία ή έστω η παροντική δύναμη της τελετουργίας, της συνάθροισης και της προσευχής, αλλά η ανύψωση της ψυχής προς το Ιερό. Είναι οι λέξεις που ακούγονται μέσα στη σιωπή, το φως που λάμπει μέσα στο πιο πυκνό σκοτάδι. Είναι η ύπαρξη που κατοικεί στη σιωπηλή αιωνιότητα, στη σκοτεινή αγιότητα. Όχι πια η ταπείνωση ενώπιον του Όντος, όχι ο κοινός θάνατος αλλά η συμμετοχή μας  στο αιώνιο φως:

«Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα» (Ρωμ., Στ΄ 5)

*Ο Κώστας Χατζηαντωνίου είναι συγγραφέας

Keywords
Τυχαία Θέματα