Της Παρέλασης το κάγκελο.

Έβαλαν κάγκελα και φυλάκισαν ως και το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη…
Τι φόβος ήταν αυτός; Τι τρόμος; Κάγκελα, αστυνομικοί, πάλι κάγκελα και πάλι αστυνομικοί, σε διπλές ατέλειωτες σειρές. Και ανάμεσα σε στατικούς αστυνομικούς, κινούμενες ακατάπαυστα διμοιρίες των ΜΑΤ, για να μην υπάρξει ούτε η παραμικρή οπή και εισέλθουν οι επαναστατημένοι. Μακριά οι ατίθασοι πολίτες, μακριά οι.....
πεινασμένοι πολίτες, μακριά οι άνεργοι πολίτες, μακριά οι άστεγοι πολίτες, που δεν ανέχονται πια τις πολιτικές παπαριές. Μόνοι τους, οι τρομαγμένοι,
έκαναν την παρέλαση, μόνο και μόνο για να δείξουν στους μη προσκυνημένους πολίτες ότι δεν τους φοβούνται…Χα… Οι ελεύθεροι σκοπευτές πάνω στα κεραμιδιά του κοινοβουλίου, μήπως ήταν για να διώχνουν τα περιστέρια, αν κάποιο από αυτά προσπαθούσε να κουτσουλίσει το προεδρικό ανδρείκελο… Που στην κυριολεξία «χέστηκε»… δεν το δήλωσε, αλλά αυτό εννοούσε, όταν δεν απάντησε για τη μη παρουσία των αναπήρων πολέμου, στην ιδιωτική παρέλαση. Αυτά τα τρομαγμένα ανθρωπάκια μέσα στα κάγκελα, με ολόγυρα χιλιάδες αστυνομικούς, με την πλάτη στραμμένη στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη – ακόμα και το κενοτάφιο των ηρώων δεν τολμούν να αντικρίσουν, κάθισαν αυτάρεσκα, αφού πρώτα σιγουρεύτηκαν για το άβατο και απόλαυσαν την παρέλαση. Και πιο πέρα ο εξεγερμένος λαός φώναζε ρυθμικά: «Προδότες». Ένας ουδέτερος παρατηρητής, βλέποντας την εικόνα από ψηλά και σατιρίζοντας, θα μπορούσε να πει, πως ο λαός δικαιούται να φωνάξει και το σύνθημα: «Όλοι εμείς αντάμα να τους ανατρέψουμε, και οι φυλασσόμενοι ψωριάρηδες χώρια, να τους θάψουμε…». Εννοούσε στις εκλογές που έρχονται. Τίμησαν, ως είπαν, Τραπεζίτες και Πρόεδροι τους ήρωες του 1821. Και ο εξεγερμένος λαός κάγχασε, κι ακόμα καγχάζει. Κι αυτό το γέλιο, έφερε κύματα ανατριχίλας στις πλάτες του προσκυνημένου πολιτικού εσμού. Κάτι για σκοινιά με θηλιές, παρ’ όλο που δεν ακούστηκε, ανέβασαν την ανατριχίλα γύρω από τους λαιμούς…Και μετά το τίναγμα…Το άνοιγμα της καταπακτής…Και τέλος…Μπήκαν γρήγορα στις λιμουζίνες και έφυγαν αναπτύσσοντας ταχύτητα, θέλοντας να απομακρυνθούν όσο πιο γρήγορα γινόταν από τα μελλοντικά άλλα ορατά στον ορίζοντα ικριώματα.
Κι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έκλαψε για την κατάντια.
Ο Στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης έκλαψε για την κατάντια.
Άνοιξε και το κενοτάφιο και πρόβαλαν οι άγνωστοι αλλά περιφρονημένοι ήρωες, πήραν το προεδρικό στεφάνι και το πέταξαν πέρα από τις ατέλειωτες σειρές των αστυνομικών. Το πέταξαν έξω από τα κάγκελα της φυλακής τους. Οι ανώνυμοι ήρωες δεν ξεγελιούνται, όταν πεθαίνεις για την ελευθερία της πατρίδας, θέλεις την συνεχή περιφρούρηση και διατήρηση αυτής της ματωμένης ελευθερίας... όλα τα άλλα είναι μια μικρή ή μια μεγάλη αναγούλα.

Νίκος Καραγιάννης
Keywords
Τυχαία Θέματα