Ο Σαρκαστής και ο Φευγάτος

Γράφει ο Νίκος Καραγιάννης

Μετά το δεύτερο μνημόνιο, βαδίζοντας ολοταχώς προς το τρίτο και φαρμακερό. Πριν έρθει ο Ιούνιος που όπως είπαν θα μας εγκαταλείψουν στην τύχη μας. Χα, αφού βέβαια πρώτα περάσουμε από την 23η Μαρτίου τρέχοντος έτους που θα πτωχεύσουμε οριστικά και αμετάκλητα. Και μετά την πεταπήδηση του Μπουμπούκου και του τσεκουροφόρου Βορίδη στην αγκαλιά του απέλειπε ο θεός Αντώνιο…
Και μετά την θορυβώδη γαργάρα του Τζαβάρα περί αντιστάσεως στην μνημονική πολιτική κάτω από τον ψυχικό καταναγκασμό
για να μη φαει διαγραφή… Και μετά σσσς….του τσαμπουκά του Προέδρου στο προφορικό κι όχι στο επίσημο εναντίον Σόϊμπλε, Ολλανδών, Φιλανδών και λησμονώντας το Λουξεμβούργο, την τρόικα, την Μέρκελ κι εκείνο το μεταλλαγμένο πράγμα τον Φιλίπ Ρέσλερ, για να μη θυμίσουμε και τον άλλον που είναι παντρεμένος με άντρα, που θα μπορούσε και....
γι αυτόν κάτι να πει, αλλά δεν είπε.
Και ακόμη, μη γνωρίζοντας που θα καταλήξει τελικά ο Πλεύρης, πω πω πρόβλημα… Οι δυο άστεγοι καθισμένοι στο παγκάκι της πλατείας της πρωτεύουσας, κάτω από το Δημαρχιακό Μέγαρο, είχαν πέσει στη σιωπή. Ο Φευγάτος σκεπασμένος με την κουβέρτα είχε το κεφάλι του σχεδόν μέσα στα σκέλια. Ο Σαρκαστής τον κοίταξε.
- Τι έχεις ρε; Είπε τρυφερά. Κρυώνεις;
- Όχι.
- Τότε;
- Νιώθω μια νομισματική αστάθεια.
- Που σου…Και σου είχα πει πούλα, αλλά εσύ αγόραζες, κυριευμένος από την απληστία, κάτσε τώρα εδώ, είπε αρπαγμένος ο Σαρκαστής.
- Νομισματική σου είπα κι όχι μετοχική. Τις μετοχές τις πούλησα το ’99 με το κραχ. Διαμαρτυρήθηκε ο Φευγάτος.
- Και πόσα πήρες; Ρώτησε ανασηκώνοντας το δεξί φρύδι ο Σαρκαστής, πολλά;
- Ουουου, μου έδωσε ο χρηματιστής μου δυο καρπαζιές και μια τυρόπιτα.
- Τυχερέ, σε μένα ο δικός μου, μου έδωσε ένα σκέτο πατατάκι. Γέλα ρε συ, περασμένα και καταγραμμένα. Πόσα λεφτά έχεις τώρα στην τσέπη σου;
- Τρία μονόλεπτα.
- Μάγκα με τρως, εγώ έχω δύο.
- Επιτέλους, είπε ο Φευγάτος γινόμαστε ανταγωνιστικοί.
- Για πες μου όμως, είπε ο Σαρκαστής και σοβαρεύτηκε, με ποιο νόμισμα είσαι, με την δραχμή ή με το ευρό;
- Με το τηγανιτό αυγό, είπε ο Φευγάτος και ανασήκωσε το κεφάλι του. Μου μύρισε…
- Ο Καμίνης είναι, φτιάχνει κολατσιό κι άνοιξε το παράθυρο να ξεμυρίσει το γραφείο.
- Α…
Κι έγινε σιωπή στην πλατεία, παρ΄ όλο που ο κόσμος ήταν πολύς και οι άλλοι άστεγοι μιλιούνια. Και οι μεν άστεγοι δεν μιλούσαν γιατί ντρέπονταν κι ούτε ο κόσμος μιλούσε, γιατί βλέποντας τους άστεγους, του κοβόταν η φωνή από τον εσωτερικό τρόμο, πως όπου να είναι θα ερχόταν και η σειρά τους. Έβλεπαν το όραμα της μιας κουβέρτας και της μιας χαρτόκουτας, κάτω από τη μυρουδιά του τηγανιτού αυγού να βγαίνει από το παράθυρο του οποιουδήποτε Καμίνη. Κι αυτό θα ήταν το θαυμαστό μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, που επιφυλασσόταν για την δύσμοιρη πατρίδα, χάρη στους νενέκους πολιτικούς της.
- … Στους οσφυοκάμπτες, είπε δυνατά και θυμωμένος ο Σαρκαστής.
Ο Φευγάτος στράφηκε και τον κοίταξε.
- Πάλι με τον Μπένυ τα έχει
Keywords
Τυχαία Θέματα