Το ψοφοδεές αντιμνημονιακό ερώτημα

Γράφει ο Βασίλης Δ. Χασιώτης
Σχολιανά 189

«Η αποτελεσματικότητα ενός δόγματος δεν προέρχεται από το περιεχόμενό του, αλλά από τη βεβαιότητά του. Κανένα δόγμα, όσο βαθύ και υπέροχο κι αν είναι, δεν μπορεί να έχει αποτελεσματικότητα, αν δεν παρουσιαστεί σαν η ενσωμάτωση της μιας και μοναδικής αλήθειας… Ασυναρτησίες, χοντρές ανοησίες και υπέροχες αλήθειες είναι εξ ίσου ικανές να προετοιμάζουν τον άνθρωπο για αυτοθυσία, αρκεί να γίνουν δεκτές σαν η μοναδική αλήθεια και ο αιώνιος λόγος… Αν ένα δόγμα δεν είναι ακατανόητο, πρέπει να είναι συγκεχυμένο, κι αν... δεν είναι ούτε ακατανόητο
ούτε συγκεχυμένο, πρέπει τουλάχιστον να είναι ανεξέλεγκτο. Για να αποδείξει κανείς την αλήθεια του δόγματος, θα πρέπει να πάει ή στον ουρανό ή σ’ ένα μακρινό μέλλον…»

Eric Hoffer : Ο Φανατικός, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1969, σελ. 92-93
«Μα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο, εξόν από το να δεχτούμε το Μνημόνιο»;
Είναι το σταθερά επαναλαμβανόμενο επιχείρημα των φιλομνημονιακών σε κάθε ένα που είναι αντίθετος προς το μνημόνιο.
Το ερώτημα αυτό, είναι ψοφοδεές, είναι ανόητο, είναι ενδοτικό.
Κάποιος που επανειλημμένα μπαίνει στο σπίτι σου και το λεηλατεί, βιαιοπραγεί εναντίον σου και εναντίον της οικογενείας σου, αντί να προκαλέσει μια απλά εξ αντανακλάσεως ανθρώπινη αντίδραση προς κάποιον που σου ρημάζει τη ζωή, εσύ, αντιθέτως, δεν αντιδράς, και έχοντας αποδεχτεί ότι η δύναμη του εισβολέα είναι μεγαλύτερη απ’ τη δική σου, παραδομένος λες : «μα τι μπορώ να κάνω;»
Εγώ λοιπόν λέω, ότι ακόμα και ο πιο φουσκωτός αν εισβάλει στο σπίτι σου, κάποιος ο οποίος διατηρεί ακόμα τις ανθρώπινες ιδιότητές του, εν οις και τα αντανακλαστικά επιβίωσης, ακόμα και αν ήταν μια γιαγιά ή ένας παππούς ογδόντα ετών, εξ αντανακλάσεως, ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία, ίσως να επιχειρούσαν αν μη τι άλλο να αμυνθούν, έστω και αν ήταν προδιαγεγραμμένη, εις βάρος τους, η έκβαση της «μάχης».
Σε επίπεδο κοινωνιών και λαών, η Ιστορία παρέχει πλήθος παραδειγμάτων, από την αρχαιότητα ίσαμε τις συγκαιρινές γενιές, όπου στο ερώτημα «και τι μπορούμε να κάνουμε μπρος σε ένα υπέρτερο αντίπαλο;», μόνο ψοφοδεείς ή «ρεαλιστές» των οποίων ο «ρεαλισμός» δίδασκε τη «συνετή υποταγή» μπρος στον ισχυρότερο και την αποφυγή της μάχης, μπρος σε θρασείς ή και δυνατότερους υλικά αντιπάλους που απειλούσαν την ελευθερία και την επιβίωση μιας κοινωνίας, ενός λαού, έσπευδαν να παραδοθούν αμαχητί.
Τι παραδέχεται ο ψοφοδεής;
Ότι το Μνημόνιο όχι μόνο δεν καταλήγει πουθενά, μα και ότι είναι ένα φάρμακο που μας σκοτώνει, ενώ σταδιακά, οι δανειστές όλο και αφαιμάζουν εθνικό πλούτο για μια ληστρική βοήθεια.
Τι ερωτά στη συνέχεια ο ψοφοδεής;
«Η πολιτική που προτείνουν οι φιλοευρωπαϊκές αντιμνημονιακές πολιτικές δυνάμεις, (θέτω το κριτήριο του «φιλοευρωπαϊκού» για να περιορίσω τη συζήτηση), οδηγούν σε λύση»;
Η δική μου ερώτηση στη ψοφοδεή απάντηση επί του ψοφοδεούς ερωτήματος είναι τούτη : Αυτό σ’ ενδιαφέρει, σύγχρονε μελλοθάνατε, που θυσιάζεις τη ζωή σου στο σύγχρονο Κολοσσαίο, μπροστά από το θεωρείο των «επισήμων», δηλαδή της Τρόϊκας;
Λοιπόν εγώ λέω, πως αν είναι έτσι χωρίς αξιοπρέπεια και χωρίς αποτέλεσμα να θυσιαστούμε, τουλάχιστον αφού πρόκειται να πεθάνουμε διακορευμένοι και λεηλατημένοι, ας διατηρήσουμε ως παρακαταθήκη την αξιοπρέπειά μας, διότι μια ένδοξη ήττα, που προήλθε έπειτα από μια αποφασιστική αντίσταση εναντίον του ξένου επιδρομέα, αποτελεί το στέρεο έδαφος για την αναστροφή της ψυχολογίας και την ενδυνάμωση της θέλησης για αγώνα προκειμένου να βγούμε απ’ το σκοτεινό τούνελ, ενώ μια ήττα ταπεινωτική, δημιουργεί όλες τις προϋποθέσεις ώστε ο κατακτητής να εξασφαλίσει ένα ανύπαρκτο ηθικό και μια αρνητική ψυχολογία του κατακτημένου, στοιχεία ικανά, για τη μακροημέρευση τόσο της δικής του κατοχής, όσο και της δουλείας του κατακτημένου.
Και κάτι άλλο επίσης σημαντικό.
Πολλές φορές, σκέφτομαι πόσο αφυώς, οι προς ους το ψοφοδεές ερώτημα, (δηλαδή, «εσείς τι θα κάνατε;») «τσιμπάνε» το τυρί και δεν βλέπουν τη φάκα της προπαγάνδας. Διότι ο λαός στις τελευταίες εκλογές ψήφισε, κι επομένως, αυτή η συζήτηση, απλά αναπαράγει την προεκλογική περίοδο, που όμως έληξε προ πολλού! Σήμερα, υπάρχει μια κυβέρνηση, της οποίας το έργο κρίνεται, κι εδώ είναι που θα πρέπει να γίνεται η κουβέντα.
Όλη αυτή η κουβέντα, έχει ως βάση τη τακτική του «ναι μεν αλλά…» («ναι μεν έχετε δίκαιο σε ό,τι λέτε εναντίον του μνημονίου, αλλά….»), όπου η βάση δεν δίνεται στο «ναι», αυτό απλώς το αφήνουν να εξελιχθεί ως κουβέντα, ώστε η κύρια επίθεση και η κύρια αμφισβήτηση να ακολουθήσει, με στόχο να θεμελιωθεί ακόμα καλύτερα, το «ναι». Εδώ η λέξη – κλειδί είναι το «αλλά». Με όπλο το «αλλά», θα οχυρώσουν καλύτερα το «ναι», διότι, αν κι αυτό το «ναι» δηλώνει κάτι το «κακό», το «αλλά», έχει σκοπό να αποδείξει ότι η όποια εναλλακτική, είναι ακόμα μεγαλύτερο κακό, κι επομένως, όχι μονάχα πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ δύο κακών, μα και να εθιστούμε, ότι εδώ που βρισκόμαστε, δεν υπάρχει περίπτωση απέναντι στο «κακό» να υπάρχει υπόνοια έστω «καλού», αφού το «κακό» είναι και πέραν κάθε αμφισβήτησης ο μονόδρομος πάνω στον οποίο είμαστε καταδικασμένοι να κινηθούμε. Εδώ η εικόνα που εισπράττουμε από τον δημόσιο διάλογο, ας πούμε σε μια τηλεόραση, ποια είναι; Ένας «έγκριτος» σχολιαστής που υποστηρίζει το Μνημόνιο και ένας άλλος επίσης «έγκριτος», που δήθεν θέτει και το ερώτημα του «διαβόλου» που αμφισβητεί τον μονόδρομο. Και πάνω σ’ αυτό το, όπως το εισπράττω εγώ, στημένο μοτίβο, αναπτύσσεται το παιχνίδι της προπαγάνδας. Και πώς παίζεται εδώ το παιχνίδι; Πάνω στην οικονομίστικη λογική, όπου στο καθαρά τεχνοκρατικό επίπεδο, είναι ανεξάντλητα τα περιθώρια διαφωνιών. Πάνω όμως στα κρίσιμα πολιτικά και ταυτόχρονα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, όπως αυτά της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας και το πώς αυτά μπορεί να εξελιχθούν και με ποιες συνέπειες, πάνω στο ζήτημα των πολιτικών και επιχειρηματικών ευθυνών της μεγαλοδιαπλοκής ως παραγόντων όχι μονάχα δημιουργίας της κρίσης μα και συντήρησής της και ποιες πολιτικές υπάρχουν για το ζήτημα αυτό, της ουσιαστικής συζήτησης πάνω στο πώς και το γιατί η μεγαλοφοροδιαφυγή και μεγαλοεισφοροδιαφυγή και πάλι απολαμβάνουν την ουσιαστική κάλυψη της πολιτείας, παρά το ότι με μερικές επιλεγείσες Ιφιγένειες επιχειρείται η άμβλυνση αυτής της παρεχόμενης προστασίας, πολύ απλά, για ζητήματα όπως τα παραπάνω ή για παρόμοια όπως τα παραπάνω, ουσιαστική συζήτηση δεν γίνεται.
Η συζήτηση μεταξύ ανθρώπων που πιστεύουν στον μνημονιακό μονόδρομο, και ανθρώπων που πιστεύουν ότι στη ζωή, δεν υπάρχουν μονόδρομοι, δεν έχει κανένα μα κανένα απολύτως νόημα, είναι απολύτως α-νόητη. Η πίστη στο μονόδρομο, είναι εξ ορισμού δογματική, και, ως γνωστόν, ένα δόγμα, δεν αποτελεί και τη καλύτερη βάση για συζήτηση. Πολύ απλά, δεν συζητά κανείς με όσους πιστεύουν ότι δεν μπορεί η Ελλάδα να υψώσει το ανάστημά της απέναντι στον δυνατότερό της τοκογλύφο. Είναι χαμένος χρόνος μια τέτοια συζήτηση, στο επίπεδο των τηλεοπτικών συζητήσεων, των ραδιοφωνικών συζητήσεων, κ.λπ. Πρέπει, κάθε μη δογματικός πολιτικός, να απευθυνθεί στο λαό, στη κοινωνία. Με το λαό και τη κοινωνία έχει σημασία η όποια συζήτηση, ο λαός και η κοινωνία είναι ανάγκη περισσότερο κι απ’ το μνημόνιο, να προστατευθεί από τον δογματισμό, που στη πολιτική, μη θρησκευτική του διάσταση, αποτελεί το πρώτο σκαλί του καραδοκούντος ολοκληρωτισμού. Να επισκεφθεί τις συνοικίες, τα καφενεία, τις καφετέριες, ακόμα και από σπίτι σε σπίτι. Ας αφήσει τους δογματικούς οπαδούς της Εκκλησίας του Μονοδρόμου της Υποταγής, να συζητούν μεταξύ τους. Μάλιστα, αυτή καθ΄ αυτή η αποδοχή της δημόσιας συζήτησης, έστω και στη λογική της απόρριψης, της Μνημονιακής πολιτικής, αποτελεί επίσης μια μορφή νομιμοποίησης μιας ξένης δύναμης, που τουλάχιστον για το μνημονιακό μπλοκ, θεωρείται κατοχική. Για να κάνω ένα παραλληλισμό, θα είναι σαν να δέχονταν μια εξόριστη κυβέρνηση ή η εθνική αντίσταση μιας χώρας που τελεί υπό ξένη κατοχική, να συνομιλούν με τις κατοχικές δυνάμεις ή με φορείς που τις στηρίζουν, για ζητήματα εφαρμοστέας πολιτικής στη κατεχόμενη χώρα, με το δικαιολογητικό ότι αυτό θα ήταν προς όφελος του κατεχόμενου λαού! Πολύ απλά, με μια κατοχική δύναμη, δεν μιλάς σε κανένα επίπεδο και για τίποτα.
Θα το ξαναπώ για πολλοστή φορά. Κάθε συζήτηση με τον ξένο κατακτητή, ή, για να αποφορτίσω λίγο τους όρους, με τον κάθε ξένο δανειστή που έρχεται με νοοτροπία κατακτητή, προσθέτει βαθμούς νομιμοποίησής του. Και κάθε βαθμός νομιμοποίησης, πολύ απλά τον αποθρασύνει ακόμα περισσότερο. Του στρώνουμε το χαλί για να κυριαρχεί πάνω μας, ως γνήσιος κατακτητής. Το χαλί αυτό της νομιμοποίησης δεν πρέπει να στρώνεται, κι αν έχει στρωθεί, πάντα υπάρχει χρόνος για να το τραβήξουμε κάτω απ’ τα πόδια του. Κι αυτό μπορεί να γίνει με δυο τρόπους. Είτε να το τραβήξει η ίδια η κυβέρνησης, με το να τηρήσει τις προεκλογικές αλλά και μετεκλογικές της δεσμεύσεις, πράγμα που θα επαναπροσδώσει και στην ίδια την απωλεσθείσα νομιμοποίησή της, που απωλέσθηκε από τη στιγμή που διέγραψε απ’ τη πολιτική της το προεκλογικό της πρόγραμμα, βάσει του οποίου έλαβε και την εντολή διακυβέρνησης, είτε, αν η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει την δύναμη, το σθένος, να το πράξει, τότε, θα πρέπει να το κάνει μια άλλη κυβέρνηση. Διαφορετικά, η ακραία πλην καθόλου απίθανη εκδοχή, θα είναι η εμπιστοσύνη να αρθεί με βίαιο τρόπο, δηλαδή με μια ανεξέλεγκτη κοινωνική έκρηξη, που όμως δεν θα είναι καθόλου βέβαιο, αν λύνοντας βίαια αυτό το πρόβλημα, δεν θα δημιουργήσει ταυτόχρονα άλλα προβλήματα, επίσης σημαντικά. Όμως, αυτή η τελευταία εκδοχή, αν συμβεί, δεν θα είναι παρά μια συνέπεια ακριβώς της ακολουθούμενης μνημονιακής πολιτικής, και στις κυβερνήσεις που στήριξαν την πολιτική αυτή, θα πρέπει κανείς να αναζητήσει και τους αυτουργούς μιας τέτοιας κατάληξης των πραγμάτων, αν έρθει, πράγμα που ακόμα και στο ανώτατο πολιτικό και πολιτειακό επίπεδο, συχνά συζητείται και μάλιστα δημοσίως ως πιθανή εκδοχή.
Η Θεωρία του Μονοδρόμου, είναι καθαρός πολιτικο-ιδεολογικός φονταμενταλισμός. Διότι ο «μονόδρομος» εμπεριέχει ή εμπεριέχεται στο «μοιραίο», στο «πεπρωμένο», όλα δε αυτά, ανάγονται στη μεταφυσική διάσταση των πραγμάτων, με όλα τα επικίνδυνα επακόλουθα, όπως λ.χ., η μεταφυσική «αλήθεια», όπως είναι η «μνημονιακή αλήθεια», αφού έχει αυτοανακηρυχθεί σε «πεπρωμένο» μέσω ακριβώς της δοξασίας του «μονοδρόμου».
Keywords
Τυχαία Θέματα