Ο Ιωάννης Καποδίστριας, μιλάει σ’ όλους τους Έλληνες, σήμερα.

«τα εγγύτατα της ξυμπάσης γνώμης… » [Θουκυδίδης 1.22] ΤουΧρίστου ΚράππαΤοΕλληνικό Έθνος ως Κράτος αυτεξούσιο και της «οικίας γνώμης αυτοκράτορας»(Θουκ. ) έπαψε να υπάρχει μετά απόχιλιάδες χρόνια συνέχειάς του, την 9 Οκτωβρίου 1831, με τη δολοφονία του ΙωάννηΚαποδίστρια, του τελευταίου ΈλληναΚυβερνήτη της Ελλάδος. Έκτοτε, μέχριτα σήμερα, και Κύριος οίδε μέχρι πότε, λειτουργεί ως προτεκτοράτο τηςΑγγλοαμερικανικής διπλωματίας. Ομεγάλος και τελευταίος αυτός κυβερνήτης, στις 11 Ιανουαρίου του 1828,αποβιβασθείς στην Αίγινα για να αναλάβει την κυβέρνηση της απελευθερωμένης απότην Τουρκική ΒΑΡΒΑΡΗ κατοχή
Ελλάδος, το θέαμα που αντίκρισε στην υποδοχή, τονσυντάραξε. Έμεινε στη μνήμη του, την........διηγήθηκε εν συνεχεία και την διέσωσε ο Γ. Τερτσέτης, στα «Απόλογα για τονΚαποδίστρια». Αςαφήσουμε λοιπόν τον ίδιο τον Καποδίστρια, στη δωρικής λιτότητας αφήγηση τωνόσων αντίκρισε εκεί στην Αίγινα, στις διαπιστώσεις της οικτρής κατάστασης πουεπικρατούσε, αλλά και τα τελείως προφητικά του λόγια μέχρι τα σήμερα για τασχέδια της Αγγλικής διπλωματίας που εκκαλείτο να ξεπεράσει για να στυλώσει τονεοσύστατο Ελληνικό Έθνος ως Κράτος. Μία αφήγηση που σου σκίζει την καρδιά,όσων βέβαια έχουν καρδιά Ελληνική για να σκιστεί όπως η δική του. «Είναικαιροί πού πρέπει να φορούμε όλοι ζώνη δερματένια και να τρώμε ακρίδες και μέλιάγριο. Είδα πολλά είς την ζωή μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις τηνΑίγινα δεν είδα τί παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδή... «Ζήτω ο κυβερνήτηςο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας!» εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες μελαβωματιές πολέμου, ορφανά κατεβασμένα από τις σπηλιές. Δεν ήταν το συναπάντημάμου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. Η γη εβρέχετο από δάκρυα. Εβρέχετο η μυρτιά και ηδάφνη του στολισμένου δρόμου από τον γιαλό ως την εκκλησία. Ανατρίχιαζα, μουέτρεμαν τα γόνατα, η φωνή του λαού, μού έσχιζε την καρδιά μου.Μαυροφορεμένεςγυναίκες, γέροντες μου εζητούσαν να αναστήσω τους πεθαμένους τους, μανάδες μουέδειχναν εις το βυζί τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω και ότι δεν τουςαπέμειναν παρά εκείνα κι εγώ και με δίκαιο μου εζητούσαν όλα αυτά, διότι εγώήλθα και σεις με προσκαλέσατε να οικοδομήσω, να θεμελιώσω κυβέρνησιν και κυβέρνησιςκαι ως πρέπει ζει, ευτυχεί τους ζωντανούς, ανασταίνει και αποθαμένους διατί διορθώνειτην ζημία του θανάτου και της αδικίας. Δεν ζει ο άνθρωπος, ζει το έργο του,καρποφορεί, αν ο διοικητής είναι δίκαιος, αν το κράτος έχη συνείδησι,ευσπλαχνία, μέτρα σοφίας. Δύνομαι να κάμω εγώ όλα αυτά και να δικαιολογήσω τηνπαντοχή του κόσμου; Δύναμαι να πράξω μηδέν χωρίς την σταθεράν ομοφροσύνην τωνπρώτων του τόπου; Δεν είναι κίνδυνος ότι τα αγαθοεργήματά τους εις τον αγώνα,έχυσανπλησμονήν ορέξεων, απαιτήσεων εις τα στήθη των; Πλησμονήν αφίλιωτη με τογενικόν καλόν, με το κύρος της εξουσίας και με την ευτυχίαν του λαού; Άνευρεθώμεν εις αντιλογίαν, αντίμαχοι είς το φρόνημα, ποιος θαμονομερίση ; Εγώ ή εκείνοι;...»...Ώς ψάρι εις το δίχτυσπα
Keywords
Τυχαία Θέματα