Στο σκηνικό του Θεού…

Τα 64 εκατομμύρια ευρώ που πλήρωσε στη Νάπολι η Παρί Σεν Ζερμέν για να αγοράσει τον Εντινσον Καβάνι μου δημιούργησαν ένα καλοκαιρινό προβληματισμό για το αν ο συμπαθέστατος Ουρουγουανός αξίζει τόσα. Θυμίζω ότι η συγκεκριμένη μεταγραφή είναι η ακριβότερη του εφετινού καλοκαιριού και η πέμπτη ακριβότερη στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Στην κορυφή του άτυπου «Top 10» της σπατάλης βρίσκεται πάντα η μεταγραφή του Κριστιάνο Ρονάλντο από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στη Ρεάλ Μαδρίτης: η Βασίλισσα το 2009 τον απέκτησε πληρώνοντας 96 εκατ. ευρώ. Στο Νούμερο
2 βρίσκεται αυτή του Ζλάταν Ιμπραήμοβιτς από την Ίντερ στη Μπαρτσελόνα: το ίδιο καλοκαίρι οι Καταλανοί πλήρωσαν 92,5 εκατ. ευρώ στους μιλανέζους. Την τριάδα συμπληρώνει ο Ζινεντίν Ζιντάν, για χάρη του οποίου η Ρεάλ είχε ξοδέψει 69 εκατ. ευρώ το 2001 για να τον αποκτήσει από τη Γιουβέντους και η τετράδα κλείνει με τα 70 εκατ ευρώ που πλήρωσε πάλι η Ρεάλ για να πάρει το 2009 τον Κακά από τη Μίλαν. Ωστόσο όλοι αυτοί κουβαλούσαν στις αποσκευές τους τίτλους - ο Ζλάταν που είναι ο μόνος της τετράδας χωρίς Τσάμπιονς λιγκ και χρυσή μπάλα είχε κερδίσει πρωταθλήματα παντού. Ο καλός Καβάνι πληρώθηκε 64 εκατ ευρώ χωρίς να έχει στο παλμαρέ του τίποτα το σημαντικό, αφού ένα κύπελλο Ιταλίας με τη Νάπολι κι ένα Κόπα Αμέρικα ως «νεροκουβαλητής» του Φορλάν (και όχι ως πρωταγωνιστής) δεν θαμπώνουν κανένα. Υπάρχει λογική; Να σα πω τι σκέφτομαι. Στην αξιολόγηση των παικτών δεν είναι πάντα σημάδι ικανοτήτων ο τίτλος: σε όλα τα ομαδικά σπορ υπάρχουν «αθλητές μύθοι». Ο Λάρι Μπέρντ και ο Μάτζικ Τζόνσον άλλαξαν στα 80’ς το μπάσκετ. Ο Πέτροβιτς έκανε τους Αμερικάνους να δουν με σεβασμό τους Ευρωπαίους. Ο Μανουέλ Εστιάρτε έδειξε ότι και στο πόλο μπορεί να υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία κινήσεων. Ο Αντρεά Τζιάνι έπαιζε ως βολεϊμπολίστας όλες τις θέσεις κι ο Κίραλι έδειξε ότι και στις παραλίες της Καλιφόρνια μπορεί να γεννηθούν αθλητικές ιδιοφυές και να κερδίσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η διαφορά στην προσέγγιση των μεγάλων ποδοσφαιριστών (εκτός από τη δημοφιλία του ίδιου του σπορ που είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη) έχει να κάνει  πιστεύω με το ότι το ποδόσφαιρο μετεξελίσσεται συνεχώς (σε σχέση κυρίως με τα σπορ σάλας) και οι κατά καιρούς κορυφαίοι του δεν δημιουργούν απλά το άτυπο hall of fame του, αλλά είναι και οι εκφραστές της αλλαγής του. Θέλω να πω ότι σε κάθε εποχή παίκτες που «εκμεταλλεύονται» την αλλαγή των συνθηκών για να ξεχωρίσουν. Κάποιοι προηγούνται της εποχής, κάποιοι είναι απολύτως συμβατή με το πλαίσιο της, κάποιοι πολύ περισσότερο ανάγκασαν τη FIFA ν’ αλλάξει τους κανόνες του.Κάποτε, όταν ο Ροναλντίνιο είχε κατακτήσει τη Χρυσή Μπάλα, είχα γράψει ότι η εποχή μέσα στην οποία ο ποδοσφαιριστής μεγαλουργεί, (το «σκηνικό της ερμηνείας του» όπως τότε το είχα ονομάσει,..) είναι ένα στοιχείο εξίσου σημαντικό με τους τίτλους που έχει κερδίσει, με το ειδικό του βάρος και με το θαυμασμό που ξέρει να προκαλεί – δηλαδή με τα τρία στοιχεία που κάνουν ένα παίκτη ξεχωριστό. Για να μην θεωρητικολογώ φέρνω κάποια παραδείγματα. Ο Βαν Μπάστεν δεν κέρδισε το παγκόσμιο κύπελλο, όμως όταν τον αναλογίζεσαι εκτιμάς ότι υπήρξε κάτι της καλύτερος από τον Κέμπες ή ακόμα και τον Πάολο Ρόσι. Ο Κρόιφ επίσης δεν κατάφερε να κερδίσει κάτι σπουδαίο με την Εθνική Ολλανδίας, πλην όμως είναι αντικειμενικά πιο μεγάλο μέγεθος από τον τροπαιούχο Βίγια ή τον Μπρούνο Κόντι, που έγιναν πρωταθλητές κόσμου και μάλιστα είχαν και καθοριστική συμμετοχή στην επικράτηση της ομάδας τους. Και ο Κρόιφ και ο Βαν Μπάστεν είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα όμως της εποχής που έπαιξαν ποδόσφαιρο: καθόρισαν την αισθητική της γενιάς που τους είδε και τους αγάπησε, προσδιόρισαν το γούστο της, «έγραψαν» ωραία στο φακό. Οι άλλοι έπαιξαν καλή μπάλα, κέρδισαν τίτλους, μαγνήτισαν με τις εμφανίσεις τους: αλλά δεν ήταν κομμάτια βιτρίνας. Μου αρέσει πάντα να θυμίζω ότι ο ποδοσφαιρόφιλος είναι ένας καλός συλλέκτης – άλλοτε εστέτ και άλλοτε μανιώδης, αλλά πάντα σε θέση να αξιολογεί. Και μην το ξεχνάτε αυτό. Δεν ξεχνάω ποτέ ότι ο μακαρίτης Ομαρ Σίβορι είχε πει ότι «ο Πελέ έτρεχε με τη μπάλα τον καιρό που οι άλλοι έκαναν ντρίπλες στο ίδιο πάντα τετραγωνικό θεωρώντας ότι αυτό ενθουσιάζει τον κόσμο και είναι και παραγωγικό». Ο Μπεκενμπάουερ έδειξε από το παγκόσμιο κύπελλο του ‘70 ήδη πως ένας προικισμένος αμυντικός μπορεί να κουμαντάρει μια ομάδα από τα μετόπισθεν. Ο Πελέ κατήργησε τη στατικότητα του επιθετικού και ήταν ουσιαστικά ο πρώτος all around φορ της ιστορίας. Ο Μπεκενμπάουερ οδήγησε τη σκέψη των προπονητών σε άλλους δρόμους: τους έκανε να καταλάβουν ότι ένας πλέι μέικερ μπορεί να σταθεί άνετα μπροστά από την άμυνα – ίσως μάλιστα σε αυτή τη θέση να είναι και περισσότερο χρήσιμος. Αν οι δύο αυτοί είχαν παίξει μια δεκαετία αργότερα, τα ιδιαίτερα στοιχεία τους θα τους έκαναν πάλι μεγάλους. Η εποχή όμως που έπαιξαν τους έκανε μοναδικούς. Βέβαια σωστά θα επισημάνει κάποιος ότι το ταλέντο τους συνδέθηκε με μεγάλους τίτλους: καμία αντίρρηση.Νομίζω ότι στην περίπτωση του Καβάνι θα πρέπει να σκεφτούμε κάτι άλλο: ότι ο αληθινά μεγάλος παίκτης, τελικά, είναι αυτός που κατορθώνει να κερδίσει το σεβασμό ενός δύσκολου κοινού σε μια δύσκολη εποχή – ίσως μάλιστα να το κάνει και εκμεταλλευόμενος τις συνθήκες. Ο Μαραντόνα το 1982 δεν είχε κερδίσει τίποτα το πολύ σημαντικό, πέρα από το μουντιάλ των Νέων. Επιστρέφοντας όμως από το μουντιάλ της Ισπανίας ήταν ένας σημαντικός αγαπημένος αποτυχημένος και κάπως έτσι μεγάλως. Νομίζω ήταν καθοριστικό το ότι τότε ο Τζεντίλε τον έπαιξε όπως τον έπαιξε στο ματς Ιταλία – Αργεντινή.  Ο κόσμος έβλεπε το σκληρό Ιταλό να τον τραβάει από τη φανέλα, να κολλάει σαν βδέλλα πάνω του, να τον δέρνει για ενενήντα λεπτά. Ο Τζεντίλε δεν έκανε κάτι ανήθικο – τότε έτσι έπαιζαν τα μπακ. Αλλά αυτή η υπέρμετρη σκληρότητα που ο αμυντικός κατέθετε για να σταματήσει τον κοντούλη Ντιέγκο έδινε την ίδια στιγμή στον Αργεντινό τη δυνατότητα να σκάψει τα θεμέλια του μύθου του. Ο κόσμος έμενε άφωνος από την αντοχή του αλλά και από το δέος που προκαλούσε στον αντίπαλο. Οι Ιταλοί απέκλειαν την Αργεντινή και ο Ντιέγκο έβαζε υποψηφιότητα για να γίνει ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών. Παράδοξο; Όχι φυσικά. Ο κόσμος υποσυνείδητα καταλάβαινε ότι ο αποκλεισμός ήταν μια λεπτομέρεια στο σενάριο, αλλά είχε βρει τον ήρωα της εποχής του, αυτόν που θα ασχολούνταν μαζί του για χρόνια. Στη Νάπολι ο Καβάνι δεν κέρδισε σχεδόν τίποτα. Όμως σχεδόν είκοσι χρόνια μετά το Μαραντόνα η παρουσία του έκανε τον κόσμο ευτυχισμένο και περήφανο γιατί είχε στην ομάδα ένα αξιοζήλευτο παίκτη – ένα φορ αλτρουιστή, που πεθαίνει στο γήπεδο για το συμπαίκτη, που γίνεται κάθε χρόνο και καλύτερος γκολτζής, που αναδείχτηκε σε ηγετική φυσιογνωμία προερχόμενος από το φτωχό Παλέρμο που τον ανακάλυψε στο μακρινό Ντανούμπιο. Οι άραβες της Παρί έδωσαν 64 εκατ ευρώ για ένα τύπο που αγαπήθηκε στην πόλη που λατρεύτηκε ο μεγαλύτερος ποδοσφαιρικός μύθος αναγνωρίζοντας ότι ο Καβάνι είναι ο πρώτος που κέρδισε μια πόλη ποδοσφαιρικά δύσκολη μετά το Μαραντόνα. Ο Καβάνι στη συζήτηση για το αν την τιμή ενός ποδοσφαιριστή μπορεί να τη διαμορφώσει το σκηνικό της ερμηνείας του είναι ένα μοναδικό παράδειγμα. Ισως γιατί και η ορφανή από τον ένα και μοναδικό Θεό της Νάπολι παραμένει ένα μοναδικό σκηνικό…   
Keywords
Τυχαία Θέματα