Ο σκηνοθέτης που αυτοκτόνησε και η υποκρισία των κριτικών

Ο Τάσος Θεοδωρόπουλος βουτάει στον πιο συναρπαστικό οπτικό ανεμοστρόβιλο της ζωής του και αποχαιρετά έναν αγαπημένο.

700 λέξεις και μια ώρα μετά, ένα πάτημα πλήκτρου έσβησε μάλλον για καλό ότι είχα γράψει για τον Τόνι Σκοτ, τον 68χρονο σκηνοθέτη που αυτοκτόνησε χτες πηδώντας από μια γέφυρα του Λος Άντζελες. Θα σου πω γιατί λέω για καλό: Όσο και αν σου φαίνεται περίεργο ο θείος Τόνι, είναι μια ιδιαίτερα προσωπική υπόθεση για μένα και δε χρειαζόταν συναισθηματικό μοιρολόι δημοσίας δαπάνης. Αυτό το αφήνω στους κριτικούς -επαγγελματίες μοιρολογίστρες που τον χλεύαζαν. Είναι το σινεμά που

αγαπώ, ή μάλλον ένας από τους λόγους που αγάπησα το σινεμά. Εικόνες γεμάτες δύναμη, ιδρώτα και ζαλάδα χωρίς ίχνος προσποίησης. Γνήσια blockbuster σαν το «Top Gun”, τον «Μπάτσο του Μπέβερλι Χιλς 2» ή τον «Τελευταίο Πρόσκοπο» και μπλοκμπάστερ αντιblockbuster σαν το αριστουργηματικό του «Domino». Γιατί αντιblockbuster το «Domino;» Γιατί είναι γυρισμένο με τέτοιο τρόπο που εξ’ αρχής πυροβολάει στη μούρη τόσο των κριτικών όσο και των σπυριάρηδων εφήβων των multiplex. Πώς θα ήταν αν ο Πόλοκ αποφάσιζε να γυρίσει ταινία δράσης; Κάπως έτσι. Πυροβολισμοί εικόνας και φαζαρισμένων χρωμάτων, πυρετικό μοντάζ, κάμερα σε πάρκινσον και οπτική γωνία του οπιομανούς με διπλοτυπίες και τριπλοτυπίες. Πόρτα από το κοινό και ξερατό από τους κριτικούς στη δημοσιογραφική που λοιδορούσαν μέσα στην αίθουσα την ώρα που κάποιοι από μας βιώναμε οργασμό. Ναι, τους ίδιους κριτικούς που σήμερα ανακάλυψαν το μοναδικό ταλέντο του Τόνι Σκοτ. Αυτοί που τόσα χρόνια τον κατηγορούσαν ως επιδειξιομανή, φασαριόζο, βιντεοκλιπά, κενό. Ποιον; Τον Σκοτ. Τον άνθρωπο με την απόλυτη βιωματική σχέση με την κάμερά του. Που ήταν το πρόβλημα; Ότι ποτέ του δεν παπάριασε κανέναν για τα εφτά κρυφά επίπεδα της τέχνης του. Όσο δυναμικός και ανεξέλεγκτος στην επί της οθόνης δράση, τόσο σιωπηλός στα υπόλοιπα. Να ανακαλύπτει τεχνικές, να πειραματίζεται, να κοντράρει την ταχύτητα του φωτός στα ίσα, κι όλα αυτά μέσα στη σύμβαση του χολιγουντιανού blockbuster. Ενός θεάματος που ούτε λίγο ούτε πολύ επανεφήυρε. Κόμπλα ο κριτικός εκεί που δεν έχει μάθει ότι όταν η τεχνική ξεχειλίζει από πάθος, είναι τέχνη. Το 1986, μια εποχή χωρίς κοπιούτορες και ψηφιακά, ο Σκοτ γυρίζει στο «Top Gun» μερικές από τις πιο εντυπωσιακές αερομαχίες που έχουν κινηματογραφηθεί ποτέ, εντελώς χειροποίητα, με την κάμερα στον αέρα ιπτάμενη να μην ξέρεις από πού σου έρχεται. Τρία χρόνια πριν, στο ξεκίνημα του, με το «Hunger» παραδίδει μια από τις πιο στοιχειωτικές, ερωτικές, υπαρξιακές, ροκ, βαμπιρικές μυθολογίες, βάζοντας τους Bauhaus να τραγουδάνε «Bella Lugosi’s dead» στην αρχή, την Κατρίν Ντενέβ και τον Ντέιβιντ Μπόουι να ψωνίζουν ζευγάρια μέσα σε σκοτεινά κλαμπ και την Σούζαν Σάραντον να παραδίδεται γυμνή στο δάγκωμα της Ντενέβ, κάτω από τους ήχους του «Λάκμε» από τον Ντελίμπ. Διαφημιστική αισθητική; Όχι κούκλα μου. Ιδρωμένη, κολασμένη και αισθαντικά αιματοβαμμένη καλλιγραφία. Άμα δεν σου αρέσει η ομορφιά, πρόβλημά σου. Ναι, το σινεμά του Τόν
Keywords
Τυχαία Θέματα