«...Τόση η μάνητα κι η ζάλη...»

του Βαγγέλη Καργούδη

Ένας κόσμος, ο δικός μας, υποτίθεται, κόσμος, όπου οι προσπάθειές μας, όλες μας οι προσπάθειες, είναι από χέρι (τίνος άραγε;) καταδικασμένες, να κλίνουν σε όλες τις πτώσεις το άκλιτο «φιάσκο». 

Όσο πιο εξώφθαλμες, όσο πιο γενικευμένες & επώδυνες κατέληγαν με τον καιρό οι συνέπειες αυτού του εφιάλτη που ζούμε εδώ και δυο χρόνια, όσο δηλαδή πιο φανερό γίνονταν ότι όχι, δεν είναι κάτι που μπορεί να πονάει, αλλά, τέλος πάντων, όπου να 'ναι θα τελειώσει, αλλά, αντίθετα, πρόκειται για συμφορά που ήρθε για να μείνει, τόσο πιο πολύ θέριευε ο εντός μας θυμός...

Ένας

θυμός που δεν προλάβαινε καν να εκφραστεί σαν τέτοιος, και έπαιρνε αμέσως τη μορφή της πιο τελεσίδικης απόρριψης, της πιο ακραίας αποστροφής για ό,τι είχε να κάνει με μας τους ίδιους, με το παρελθόν μας, απώτερο-απώτατο, αλλά και πιο κοντινό, άμεσο, χτεσινό..

...Για περιπτώσεις που μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά, τα περισσότερα πολιτικά κείμενα των ημερών, χρησιμοποιούν πλέον την -αγγλοσαξωνικής καταγωγής αλλά ελληνικότατης ακαδημαϊκής λεκτικής επιδειξιομανίας- μοδάτη έκφραση «μαζί με τα βρωμόνερα, πετάχτηκε και το μωρό».Φοβάμαι όμως ότι στη δική μας περίπτωση, βρωμόνερα και βρέφος μαζί, δεν ήταν τελικά αρκετά, και με τη φόρα που είχαμε πάρει χρειάστηκε να πεταχτεί μαζί και η ίδια η σκάφη, για νάρθει να καλμάρει κάπως, η καταστροφική αυτοκριτική μας μανία.

Μια μάνητα, λες, εθνική, κάτι σαν κι' αυτήν που μνημονεύει ο Σολωμός στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» του.F*1

Η εικόνα ήταν καθαρή, κι όσο πήγαινε γινόταν καθαρότερη: Τίποτα δικό μας δεν βρίσκαμε πια του γούστου μας, απορημένοι, μάλιστα, πώς τάχα γινόταν και τα ανεχόμαστε όλα αυτά τόσον καιρό.

Στον κόσμο του (ταραγμένου μας) μυαλού, (στην εκδοχή του της τελευταίας αυτής διετίας, φυσικά), και σε ένα καθεστώς παράδοξης διχοστασίας, υπήρχε -λέει- ο ένας κόσμος, αυτός που είχε εντός του όλους τους άλλους εκτός από εμάς.

Σ' αυτόν, στον κόσμο της κανονικότητας, οι πάντες, διεκπεραίωναν τα πάντα επαρκώς, με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία, αλλά πάντως το λιγότερο με αξιοπρέπεια.
Και υπάρχουμε και εμείς, -λέει-, ο άλλος κόσμος, μόνο εμείς, στον δικό μας αποκλειστικά κόσμο.  Ένα είδος σκοτεινού Πουργατόριου, όπου έντεκα εκατομμύρια συντετριμμένοι Έλληνες, εισπράττουν αδιαμαρτύρητα -λέει-, τα -υποτίθεται- δίκαια επίχειρα μιας ζωής σπάταλης κι' ακόλαστης, μιας ζωής χωρίς έρμα, χωρίς σκοπό, στερημένης από οποιοδήποτε νόημα....

Ένας κόσμος, ο δικός μας, υποτίθεται, κόσμος, όπου οι προσπάθειές μας, όλες μας οι προσπάθειες, είναι από χέρι (τίνος άραγε;) καταδικασμένες, να κλίνουν σε όλες τις πτώσεις το άκλιτο «φιάσκο».

Το νέο Ελληνικό κράτος;
Αυτό, ντε, που μνημονεύαμε 200 χρόνια τώρα σαν το περήφανο γέννημα της Εθνεγερσίας;
Μπαα, δωράκι των Μεγάλων Δυνάμεων, ήταν,-λέει-, που για τους δικούς τους λόγους, αποφάσισαν να διαλύσουν την Αυτοκρατορία των Οθωμανών, και βρήκαν στο Ρωμέϊκο τον αδύναμό της κρίκο, και στη ναυτ
Keywords
Τυχαία Θέματα