«Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά»

Έγραψε περισσότερα από 1.700 ποιήματα αλλά, όσο ζούσε, δημοσίευσε μόνο 10. Για πολλά χρόνια σπανίως έβγανε από το σπίτι της. Στους καλεσμένους μιλούσε πίσω από την πόρτα του δωματίου της. Με την καλύτερή της φίλη, που ζούσε στο απέναντι σπίτι, επικοινωνούσε μέσω αλληλογραφίας. Ακόμη κι όταν έκανε τις καθημερινές δουλειές, φορούσε ένα πάνλευκο βαμβακερό φόρεμα στέλνοντας για πρόβες στο ράφτη της αδελφή της. Ελάχιστοι είχαν δει το πρόσωπό της. Όλοι όμως άκουγαν το μύθο μιας απόκοσμης, που μιλούσε στα παιδιά στον κήπο από την κρεβατοκάμαρά της.

Είναι η Αμερικανίδα ποιήτρια Έμιλι Ντίκινσον. Μια πρόδρομος

του μοντερνισμού, που γεννήθηκε στο Άμχερστ της Μασαχουσέτης το 1830 και πέθανε το 1886. Της οποίας 60 ποιήματα και 165 επιστολές περιλαμβάνονται στη μελέτη της Λιάνας Σακελλίου με τίτλο «Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γκούτενμπεργκ.

Πρόκειται για μια μονογραφία 578 σελίδων της καθηγήτριας αμερικανικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μια γνωριμία με το βίο και το έργο της μυστηριώδους προσωπικότητας που διεκδικεί περίοπτη θέση στην παγκόσμια γραμματεία του 18ου αιώνα. Ένα βιβλίο- συνάντηση για μια ποιήτρια που συγκινεί και σήμερα, χάρη στα λόγια της και όχι μόνο λόγω του θρύλου της.

Μεγάλωσε σε μια προτεσταντική, αγροτική και πανεπιστημιακή πολίχνη, όπου η κοινωνική ζωή καθοριζόταν από την εκκλησία με απαγορευμένη τη χαρτοπαιξία, τους χορούς και την ανάγνωση μυθιστορημάτων! Ο δικηγόρος πατέρας της, που διετέλεσε ταμίας του πανεπιστημίου και βουλευτής, διάβαζε τη Βίβλο κάθε βράδυ. Εκείνη από μικρή έμαθε να ψήνει ψωμί, συμμετείχε στις δραστηριότητες της εκκλησίας, έκανε μαθήματα πιάνου, παρακολούθησε διαλέξεις στην Ακαδημία της πόλης, φοίτησε σε οικοτροφείο για γυναίκες που προοριζόταν να παντρευτούν ιεραποστόλους, έγραφε επιστολές και ποιήματα για το θάνατο επηρεασμένη από τους πολλούς θανάτους των φίλων της και από τα θύματα του αμερικανικού εμφυλίου.

Μια φυματίωση την ταλαιπωρούσε πάντα. Μετά τα 20 της χρόνια σόκαρε την πουριτανική κοινωνία όταν αρνήθηκε να διατρανώσει την πίστη της στην καθιερωμένη τελετή της «Μεγάλης Αφύπνισης» εκθέτοντας τους γονείς της, τον αδελφό της και την αδελφή της στα μάτια όλου του εκκλησιάσματος. Δεν παντρεύτηκε και γιατί ο ανδρικός πληθυσμός είχε αποδεκατισθεί από το εμφύλιο αλλά και επειδή επιθυμούσε να ζει αυτόνομα. Όμως, σε όλη της ζωή, αλληλογραφούσε με διάφορους άνδρες που τους ονόμαζε «δασκάλους της λογοτεχνίας». Εκτιμούσε πολύ τον αιδεσιμότατο Τσαρλς Γουάντσγουερθ προκαλώντας κουτσομπολιά περί ερωτικής τους σχέσης. Δυστυχώς για την Έμιλι, ο ιερωμένος ήταν παντρεμένος και σύντομα αναχώρησε για την Δυτική Ακτή κάνοντας , πάντως, την νεαρή ποιήτρια να γράψει το ερωτικό ποίημα «Πίνω ποτό που απόσταγμα δεν είναι», το οποίο δημοσίευσε σε τοπική εφημερίδα.

Όταν πέθανε ο πατέρας της εκείνη άκουγε την νεκρώσιμη ακολουθία- που γινόταν στο ισόγειο του σπιτιού - από την κρεβατοκάμαρά της στον πρώτο όροφο. Στάθηκε όμως δίπλα στην παράλυτη μητέρα της μέχρι που την έχασε. Αλλά σύντομα και η ίδια , αφού έμεινε κλινήρης για επτά μήνες, πέθανε από εγκεφαλικό στις 15 Μαΐου του 1886 το πρωί. Το έσχατο ποίημά της προνοεί για το τέλος της :

«Το βλέμμα της Οδύνης μου αρέσει

Γιατί γνωρίζω ότι είναι αληθινό-

Οι άνθρωποι δεν ψεύδονται στους Πόνους,

Μήτε και προσποιούνται, στο Σπασμό-

Τα μάτια μια φορά φεγγίζουν - κι είναι

Ο Θάνατος- που ψεύδος δεν χωρεί

Χάντρες πάνω στο Μέτωπο πλεγμένες

Σε γυμνωμένη γύρω Συντριβή».

Η τελευταία επιθυμία της Έμιλι ήταν να... κάψουν όλη την αλληλογραφία της , αλλά η αδελφή της δεν βρήκε όλα τα γραφτά της κι έτσι διασώθηκε μέγα μέρος του έργου της. Η ίδια είχε γράψει για τη φήμη:

«Αν μου ανήκε η φήμη δεν θα μπορούσα να της διαφύγω».

Τέσσερα χρόνια μετά το τέλος της δημοσιεύθηκαν 115 ποιήματά της. Οι κριτικοί επεσήμαναν ότι πολλά φαινόταν ατελή και όχι εκλεπτυσμένα. Άλλη βέβαια γνώμη είχε το κοινό που αγόρασε την έκδοση επηρεασμένο και από την αντισυμβατική της στάση. Ακολούθησαν εκδόσεις το 1914, 1945, 1955, 1981- 1999, ενώ το 2012 ολοκληρώθηκε η ψηφιοποίηση των χειρογράφων της. Σήμερα τα γραπτά της φυλάσσονται στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.

Οι μεταφράσεις των ποιημάτων και των επιστολών για την ελληνική αυτή έκδοση έγιναν από τη Λιάνα Σακελλίου, την Άρτεμη Γρίβα και την Φρόσω Μαντά.

Στην εισαγωγή της μελέτης αναλύονται τα χαρακτηριστικά της γραφής της. Ένα από αυτά είναι η συχνή χρήση της παύλας, κάτι που δανείσθηκε από βιβλίο απαγγελίας της Ακαδημίας. Το ύφος της κρίθηκε ότι έχει σπασμωδικό τόνο, μονότονη διατύπωση και πενία μεταφορών. Αυτά στην αρχή των δημοσιεύσεων. Συν τω χρόνω όμως μεγάλωνε η εκτίμηση και του κοινού και των κριτικών, που άρχισαν να υπερβαίνουν αυτά τα αδύνατα σημεία, δίνοντας έμφαση στον συναισθηματικό της πλούτο, το γοητευτικά γριφώδες στυλ, την ολιγόστιχη επιγραμματικότητα, τους ευρηματικούς νεολογισμούς, την αφοριστική κατηγορηματικότητα, την συνύπαρξη του συγκεκριμένου με το αφηρημένο, την ελλειπτική οικονομία, τη φεμινιστική τόλμη, το φλερτ με το θάνατο και την αθανασία.

«Οι Στύλοι βοηθούν το Σπίτι

Μέχρι το Σπίτι να κτιστεί

Και ύστερα αποσύρονται οι Στύλοι

Και επαρκές, ορθό,

Το Σπίτι στέκει

Και παύει να θυμάται

Τον Σιδερά, τον Μαραγκό-

Μόνο μια τέτοια αναδρομή

Έχει η τέλεια πια Ζωή-

Από Μαδέρια και Καρφιά ένα Παρελθόν

Κι από Βραδύτητα - πέφτουν μετά οι σκαλωσιές

Επικυρώνοντας αυτό πως είν΄Ψυχή ».

Όσον αφορά την επιστολογραφία, η Λιάνα Σακελλίου επισημαίνει ότι μια συνήθεια μεγαλοαστικών οικογενειών μετατράπηκε από την Ντίκινσον σε λογοτεχνία. Σε πάνω από 99 διαφορετικούς παραλήπτες έστελνε τα γράμματά της από την ηλικία των 12 ετών. Πολλοί παραλήπτες, μη γνωρίζοντας την αξία τους, είτε τις πετούσαν, είτε τις εξαφάνιζαν επειδή τα ήθη της εποχής δεν επέτρεπαν στους ίδιους και στους συγγενείς τους να τις δημοσιοποιήσουν. Παρ΄όλα αυτά, σώθηκαν 1.150.

Ιδού η επιστολή που έστειλε τον Μάρτιο του 1886 στις ξαδέλφες της Λουίζα και Φράνσις Νόρκρος:

«Καλά- καλά δεν ξέρω από πού να αρχίσω, μα η αγάπη είναι πάντα ασφαλές μέρος. Αρρώστησα δυο φορές, αγαπημένες μου, με μια σύντομη ανάπαυλα ανάρρωσης, για να χειροτερέψω αμέσως μετά και είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου από τον Νοέμβριο, χρόνια ολόκληρα για μένα, σαλεύοντας σαν την κουμαριά, ρόδινη και καστανέρυθρη ελπίδα. Μα ας τ΄ αφήσουμε αυτά στο μαξιλάρι μας. Όταν οι καρδιές μας νιώσουν άνετα, πείτε μας τι κρύβουν, το ύφασμα μας νοιάζει περισσότερο, όχι πως λείπει κι η στοργή(...).

Και η τελευταίο της σημείωμα στις ίδιες:

«Ξαδελφούλες,

Κλήθηκα πίσω.

Έμιλι».

Μόλις τέσσερις λέξεις που προμηνύουν την αθανασία της...

Το βιβλίο είναι Βίβλος για μια ερημίτισσα του στίχου, μια αυτό- έγκλειστη, μια δεσποινίδα εσαεί κρυπτόμενη που- συνειδητά- προτιμούσε να δοξασθεί, όχι εν ζωή, αλλά μετά θάνατον. Μια ταξιδεύτρια του λόγου, χωρίς να βγει από το σπίτι της.

Keywords
Τυχαία Θέματα