Πολιτικός ευτελισμός: Διασώζουν κόμματα χωρίς μέλλον και χωρίς κοινωνικές αναφορές

20:32 1/2/2019 - Πηγή: In.gr

Η δημοσιοποίηση, καταρχάς μέσω δηλώσεων του κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου, της πρόθεσης της κυβέρνησης να υπάρξει αλλαγή του Κανονισμού της Βουλής, ώστε να μπορούν να διατηρούν τα προνόμια της κοινοβουλευτικής ομάδας ακόμη και κόμματα που έχουν λιγότερους από 5 βουλευτές, δείχνει την προσπάθεια της κυβέρνησης ακόμη και κόμματα όπως το Ποτάμι ή οι ΑΝΕΛ, παρά την εμφανή τους αποδιάρθρωση, να συνεχίσουν να αντιμετωπίζονται ως κομματικοί σχηματισμοί.

Η κρίση των κομμάτων στις φιλελεύθερες δημοκρατίες

Όπως

έχει υποστηριχτεί πολλές φορές οι σύγχρονες δημοκρατίες στηρίζονται στην ύπαρξη των κομμάτων. Αυτό σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι στις εκλογές δεν διαλέγουν μόνο ούτε κυρίως πρόσωπα, αλλά πολιτικές προτάσεις, ιδεολογικές αφετηρίες και κυβερνητικά προγράμματα.

Ακόμη περισσότερο η αναγνώριση του καθοριστικού ρόλου των κομμάτων επιτρέπει την καλύτερη έκφραση όχι μόνο των πολιτικών ιδεολογικών αλλά και των κοινωνικών δυνάμεων.

Παράλληλα, τα κόμματα λειτουργούν (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να λειτουργούν) ως οι χώροι όπου οι πολιτικές ιδεολογικές αλλά και οι κοινωνικές αντιθέσεις μετασχηματίζονται σε πολιτικές προτάσεις, είναι τα «εργαστήρια» αυτού του μετασχηματισμού.

Βέβαια, η εποχή μας δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την κρίση των δημοκρατικών θεσμών γενικά, κυρίως μέσω του τρόπου που είτε οι δυνάμεις της αγοράς είτε οι απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης περιορίζουν τα περιθώρια άσκησης αυτόνομης πολιτικής, αλλά και από την κρίση του κομματικού φαινομένου.

Τα μεγάλα μαζικά κόμματα, συχνά οργανωμένα γύρω από μια θεμελιακή «ταξική αναφορά», όπως συνέβαινε με τα εργατικά κόμματα, ή μια κοινή πολιτιστική σταθερά, όπως ήταν η χριστιανική αναφορά και ο συντηρητισμός στα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα, στην εποχή μας περνούν κρίση: μικρότερα ποσοστά συμμετοχής, πιο σύνθετες και ρευστές ταυτότητες οπαδών και ψηφοφόρων, οργάνωση των προεκλογικών εκστρατειών με βάση τους ειδικούς της επικοινωνίας και όχι τους κομματικούς μηχανισμούς.

Την ίδια ώρα οι μεγάλες συγκλίσεις ανάμεσα σε κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα ως προς το μείγμα πολιτικής, οδηγούν σε συχνές μετακινήσεις ψηφοφόρων, ενώ συχνά οι εκλογές κρίνονται από τη διάθεση των ψηφοφόρων να αποδοκιμάσουν το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα παρά από το βαθμό που θετικά ενστερνίζονται το πρόγραμμα του κόμματος που επέλεξαν.

Ελλάδα πολιτική κρίση και «υβριδικά» κόμματα

Στην Ελλάδα η κρίση του κομματικού φαινομένου πήρε οριακή μορφή με την είσοδο της χώρας στα μνημόνια και κορυφαία στιγμή τις εκλογές του 2012. Μέσα σε μια συνθήκη πρωτόγνωρη όπου η πλειοψηφία της κοινωνίας βίωσε μια απότομη επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής της κατάστασης και όπου διαμορφώθηκε εκ των πραγμάτων μία συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας, είδαμε μια από τις πιο εντυπωσιακές εκδοχές πολιτικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών στην Ευρώπη, με κόμματα παραδοσιακά κυρίαρχα στο πολιτικό σκηνικό, όπως το ΠΑΣΟΚ, να αποδιαρθρώνεται.

Μέσα σε αυτή την οριακή συνθήκη διαμορφώθηκε ένα πεδίο είτε για μεγάλες μετακινήσεις ψηφοφόρων, όπως αυτές που οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ τελικά στην εξουσία το 2015 και ουσιαστικά στην κατάληψη ενός σημαντικού μέρους από τον χώρο που παραδοσιακά κάλυπτε το ΠΑΣΟΚ, αλλά και για την εμφάνιση νέων κομμάτων.

Μόνο αυτά τα νέα κόμματα δεν ήταν ακριβώς κόμματα «κοινωνικής βάσης», αλλά περισσότερο κόμματα που εκπροσωπούσαν νέες υβριδικές πολιτικές ταυτότητες που αναδύθηκαν μέσα στη συγκυρία της κρίσης και των πολιτικών ανακατατάξεων.

Αυτό αποτυπώθηκε και στην ίδρυση των ΑΝΕΛ ως απόπειρα να εκπροσωπηθεί, με ένα μίγμα κοινωνικής διαμαρτυρίας και ακροδεξιάς αισθητικής, η «υβριδική» πολιτική πρόταση μιας «αντιμνημονιακής δεξιάς».

Αντίστοιχα, στην περίπτωση του Ποταμιού, είχαμε πάλι την προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα νεόκοπο πολιτικό υβρίδιο που αντιστοιχούσε στις νέες συγκλίσεις και τις νέες διαιρέσεις της μνημονιακής περιόδου: το πολιτικό υβρίδιο ενός «φιλομνημονιακού κέντρου».

Και τα δύο κόμματα είχαν οπαδούς, ενώ και τα δύο φτιάχτηκαν γύρω από τους ηγέτες του, τον Πάνο Καμμένο και τον Σταύρο Θεοδωράκη. Κανένα από τα δύο δεν κατάφερε να αποκτήσει πλήρη κομματικό μηχανισμό, παρατάξεις και άλλες παραδοσιακές μορφές οικοδόμησης κοινωνικών εκπροσωπήσεων. Και τα δύο κόμματα πέρασαν βαθιά κρίση σταδιακά στην ύστερη μνημονιακή περίοδο, όταν η επιστροφή στην ιδιότυπη «κανονικότητα» ενός νέου δικομματισμού έφερε και τα ίδια αλλά και τους βουλευτές τους αντιμέτωπους με το δίλημμα ποιον πόλο θα διαλέξουν.

Στην πραγματικότητα δεν είχαμε να κάνουμε με κόμματα τα οποία εξέφραζαν με έναν αυτοτελή τρόπο ένα πολιτικό ρεύμα ή μια στρατηγική για τον τόπο. Ήταν περισσότερο «κόμματα καταλύτες», δηλαδή κόμματα που αντανακλούσαν την αντιφατικότητα της περιόδου και με τη συγκυριακή τους ενίσχυση συνέβαλαν στην αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού.

Οριακή εκδοχή κόμματος-καταλύτη είναι η Ένωση Κεντρώων, που μπορεί να έχει τυπικά μακρά ιστορία, κυρίως εκτινάχτηκε στο πλαίσιο της κρίσης των κομματικών σχηματισμών, εισπράττοντας μέρος μιας ιδιότυπης δεξιόστροφης ψήφου διαμαρτυρίας.

Το «τέλος του δρόμου» για τα κόμματα χωρίς βάση

Μόνο που ακριβώς γι’ αυτό το λόγο τέτοια κόμματα δεν μπορούν να έχουν μακρό πολιτικό βίο. Το τέλος των μνημονίων έφερε τους μεν ΑΝΕΛ αντιμέτωπους με την ανάγκη να επιστρέψουν σε μια ταυτότητα «σκληρής δεξιάς» την ώρα που στήριζαν την κυβέρνηση που έφερε τη Συμφωνία των Πρεσπών, ενώ για το Ποτάμι τέθηκε το μεγάλο δίλημμα εάν θα πάει προς τη νέα κεντροαριστερά που θέλει να φτιάξει ο ΣΥΡΙΖΑ (ή έστω στην εκδοχή κεντροαριστεράς του ΚΙΝΑΛ) ή να μετακινηθεί προς μια φιλελεύθερη κεντροδεξιά συσπείρωση γύρω από τη ΝΔ. Αντίστοιχα, ενδεικτική η δημοσκοπική υποχώρηση και της Ένωσης Κεντρώων.

Οι διαιρέσεις και οι αντιφατικές και τεθλασμένες διαδρομές βουλευτών αλλά και ψηφοφόρων αυτών των κομμάτων δείχνουν ακριβώς ότι πλέον έκλεισαν έναν κύκλο και δύσκολα μπορούν να παίξουν έναν ρόλο, όπως ακριβώς έγινε στο παρελθόν και με άλλα αντίστοιχα κόμματα.

Οι κυβερνητικοί χειρισμοί

Και εδώ είναι που γεννιούνται σοβαρά ερωτηματικά για την προσπάθεια της κυβέρνησης να προχωρήσει σε αλλαγές στον Κανονισμό της Βουλής. Γιατί σήμερα η κυβέρνηση προσπαθεί ουσιαστικά να δώσει τεχνητή παράταση ζωής σε κόμματα τα οποία ολοκλήρωσαν τη διαδρομής και μικρή σχέση έχουν με αυτό που ήταν όταν παρουσιάστηκαν στις κάλπες.

Και το θέμα δεν είναι αριθμητικό. Αφορά την εκπροσώπηση ενός ρεύματος στην κοινωνία. Το 1985 το ΚΚΕ εσ. είχε μόνο έναν βουλευτή, αλλά κανείς δεν θα αμφισβητούσε ότι αποτελούσε ένα πραγματικό ρεύμα όχι μόνο στην αριστερά αλλά και στην κοινωνία. Αντίστοιχα, στις εκλογές του 1993 ο Συνασπισμός έχασε την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, αλλά παρέμεινε ένα υπαρκτό ρεύμα και το απέδειξε στις επόμενες εκλογές, την ώρα που η Πολιτική Άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά μετά τη δεύτερη αποτυχία στις Ευρωεκλογές του 1999 θα αποδιαρθρωθεί.

Σήμερα η κυβέρνηση με το να προσπαθεί να δώσει διαρκώς λύσεις σε προβλήματα που δεν αφορούν ελλείψεις του θεσμικού πλαισίου του κοινοβουλίου, αλλά προκύπτουν από τη μεταβολή των πραγματικών πολιτικών συσχετισμών, εντός και εκτός του κοινοβουλίου, απλώς επιτείνει μια εικόνα ενός κοινοβουλίου που δεν αντανακλά την όποια λαϊκή βούληση, αλλά πολύ περισσότερο ένα άθροισμα από ιδιότυπες πολιτικές ιδιοτέλειες. Είτε αυτό αφορά την επιθυμία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να πάει σε εκλογές έχοντας φέρει τα νομοθετήματα που ορίζουν το προεκλογικό της αφήγημα, ακόμη και με διαφορετικές πλειοψηφίες σε κάθε άρθρο τους, είτε επιθυμία να συνεχίσουν να υπάρχουν κοινοβουλευτικές ομάδες και «αρχηγοί» τους ακόμη και όταν αυτές έχουν προ καιρού διαλυθεί.

Μόνο που αυτό ούτε αναβάθμιση του κοινοβουλίου αποτελεί, ούτε απάντηση στα σημάδια κρίσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Keywords
Τυχαία Θέματα