Στον ιστορικο γιωργο δερτιλη το βραβειο '' νικος θεμελησ''...

22:09 26/8/2014 - Πηγή: Fimotro
Το λογοτεχνικό βραβείο «Νίκος Θέμελης» (1947-2011) δόθηκε στην φετινή, τρίτη απονομή του, στον ιστορικό Γιώργο Δερτιλή για το βιβλίο του «Συνειρμοί, μαρτυρίες, μυθιστορίες». Το βράδυ του Σαββάτου, 23 Αυγούστου, ο ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Δερτιλής,...
κράτησε συγκινημένος το βραβείο, σε τελετή που πραγματοποιήθηκε στο θεατράκι της Θεοσκέπαστης στην Άνδρο.

Στο έργο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πόλις», ο διακεκριμένος Έλληνας ιστορικός κατέγραψε, σχεδόν συνειρμικά, αναμνήσεις,
βιωμάτα και συναισθημάτα του, συνδέοντας το παρελθόν του και αυτό της οικογένειάς του, με το παρελθόν της Ελλάδας.

«Η αφήγηση πηγαινοέρχεται σε μια οικογενειακή ιστορία πέντε γενεών - από την πλευρά του πατέρα και της μάνας μου. Και ιχνηλατεί τους δρόμους που ο κάθε κλάδος ακολούθησε από την ύπαιθρο της Μάνης και της Κρήτης στις πόλεις και στην πρω τεύουσα, από τα κτήματα, από το εμπόριο, από τη δημόσια υπηρεσία, στον πλούτο ή στη φτώχεια. Οι πορείες αυτές σκορπίζουν τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας σε όλες τις κοινωνικές τάξεις - αγροτική, εργατική, μικροαστική, αστική. Και ανάλογα με την κοινωνική τάξη και το επάγγελμα, ορισμένα από τα μέλη της οδηγούνται στα αξιώματα, στην πολιτική, στην εξουσία. Άλλα μένουν στην αφάνεια - και δεν είναι τα λιγότερο ενδιαφέροντα» γράφει ο Γιώργος Δερτιλής στο εισαγωγικό του σημείωμα.

Η απονομή έγινε παρουσία της τέως και της νέας δημοτικής αρχής του νησιού. Την απονομή του βραβείου στον τιμώμενο -πίνακας του Κ. Γαρύφαλλου- έκανε ο πρώην δήμαρχος Άνδρου Γιάννης Γλυνός.

Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο:
Άνοιξη 1944. Λαμπρό μεσημεριανό φως, ησυχία απόλυτη, διάχυτο το άρωμα από τις νεραντζιές. Γωνία Ξενοκράτους και Λουκιανού, εκεί όπου αρχίζουν να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια, όρθιο το παλικαράκι βγάζει το χωνί κι αρχίζει τα συνθήματα: "Ο Πόλεμος τελειώνει, τελειώνουν και οι Γερμανοί, ζήτω η ελευθερία, ζήτω το ΕΑΜ!" Αρπάζω το ξύλινο τουφεκάκι με τη γυαλιστερή μετάλλινη κάννη, τρέχω στο παράθυρο, σκαρφαλώνω στην καρέκλα για ν' ακούω καλύτερα και να τον βλέπω, να μη χάσω καμιά από τις λέξεις που δεν καταλαβαίνω.

Και ξάφνου ακούω τον ήχο της μοτοσικλέτας που έρχεται. Το παλικαράκι δεν την ακούει, το χωνί σκεπάζει τον ήχο. Τώρα τη βλέπω, τρίκυκλη, έρχεται μουγκρίζοντας από τη Σπευσίππου, γνώριμη η μισητή φιγούρα, ο οδηγός με το κράνος και το όπλο φορεμένο σταυρωτά με την κάννη να ξεπροβάλλει από τον ώμο του, στο καλάθι καθιστός ο άλλος, να κρατάει το πολυβόλο μπροστά στο στήθος του. Το φρένο στριγκλίζει, στροφή επιτόπου, πηδάει ο άλλος και στρέφει το πολυβόλο στα σκαλοπάτια, βγάζω κι εγώ τη γυαλιστερή κάννη από το παράθυρο και τον σημαδεύω, ανοίγει η μάνα μου την πόρτα, πέφτει επάνω μου με πνιγμένη τη φωνή και με σωριάζει στο πάτωμα ενώ κροταλίζει το αυτόματο, το σώμα της να με σκεπάζει. Αργήσαμε πολύ να μιλήσουμε για το παλικάρι. Παιδί κι αυτός ήταν, ξανθομπάμπουρας σαν εμένα, μόνο κάτι λίγα χρόνια πιο μεγάλος.
Keywords
Τυχαία Θέματα