Μονή της Χώρας: Ακόμα ένα εσφαγμένον αρνίον;

Ὁ ἁπανταχοῦ Ἑλληνισμὸς στέκει ἀμήχανος, ἂν ὄχι ἀδύναμος, νὰ ἀποτρέψει αὐτὴ τὴ φοβερὴ καταστροφή του χριστιανικού μνημείου

Του Δημήτριου Δ. Τριανταφυλλόπουλου*

Ἕνα μνημεῖο κομβικῆς σημασίας. Ὁ ἀρχικὸς ναὸς ἴσως κτίστηκε τὸν 5ο αἰώνα ἔξω ἀπὸ τὴν ὀχυρωμένη ἔκταση ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου, δηλαδὴ στὴ Χώρα (περίχωρα τῆς Πόλης), ἀφιερωμένος στὸν Σωτῆρα Χριστό. Ὡς μονὴ ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴν ὑπεράσπιση τῶν εἰκόνων κατὰ τὴν Εἰκονομαχία (8ος/9ος αἰ.). Τὸ σημερινὸ ὄνομά του τὸ ὀφείλει στὶς ψηφιδωτὲς παραστάσεις τοῦ Χριστοῦ ὡς Χώρας τῶν ζώντων καὶ τῆς Θεοτόκου ὡς Χώρας

τοῦ Ἀχωρήτου. Μετὰ τὴν Ἅλωση, τὸν 16ο αἰ., μετατράπηκε σὲ μουσουλμανικὸ τέμενος (Καχριὲ Τζαμί).

Θεοτόκος, ἡ Χώρα τοῦ Ἀχωρἠτου

Χριστός, ἡ Χώρα τῶν ζώντων

Ὁ ναὸς ἐρειπώθηκε συχνὰ καὶ ὑπέστη ἀνακαινίσεις, ἰδιαίτερα ἐπὶ Κομνηνῶν (11ος/12ος αἰ.). Ἡ τελικὴ μορφή του -ἕνα τρουλαῖο κτίσμα μὲ νάρθηκα καὶ ἐξωνάρθηκα, (1315/1321), πολὺ γραφικὸ ἐξωτερικά- ὀφείλεται στὸν περιώνυμο Θεόδωρο Μετοχίτη, Μεγάλο Λογοθέτη (περίπου πρωθυπουργό) ἐπὶ Ἀνδρονίκου Β’, ὀνομαστὸ καὶ πολυΐστορα λόγιο, ἡγετικὴ μορφὴ τῆς ἀποκαλούμενης «παλαιολόγειας ἀναγέννησης». Στὴ νότια πλευρὰ προστέθηκε ἕνα ταφικὸ οἰκογενειακὸ παρεκκλήσιο. Οἱ νάρθηκες διακοσμήθηκαν μὲ ἐξέχουσας τέχνης ψηφιδωτά, τὸ νεκρικὸ παρεκκλήσιο μὲ τοιχογραφίες ἰσάξιας ποιότητας.

ΖΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ∆ΙΑΚΟΣΜΟΣ

Ὁ μοναδικῆς ἀξίας ζωγραφικὸς διάκοσμος ἦλθε στὸ φῶς μεταπολεμικὰ ἀπὸ τὸ Ἀμερικανικὸ Βυζαντινολογικὸ Ἰνστιτοῦτο ὑπὸ τὸν Paul Underwood, ποὺ κατέστησε διάσημο διεθνῶς τὸ μνημεῖο μὲ μνημειώδη, τρίτομη ἔκδοση (Νέα Ὑόρκη 1966). Ὁ ἀνώνυμος ζωγράφος του συγκαταλέγεται στοὺς κορυφαίους δημιουργοὺς τοῦ Μεσαίωνα, οἱονεὶ προπομπὸς τῆς πρώιμης Ἰταλικῆς Ἀναγέννησης (13ος/14ος αἰ.).

Τὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα εἶναι ἁπλὸ καὶ βαθυστόχαστο. Στὸν ἐξωνάρθηκα συναντᾶμε σκηνὲς ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ τὸν δημόσιο βίο τοῦ Χριστοῦ (πλὴν τῶν Παθῶν καὶ τῆς Ἀναστάσεως, πού θὰ πρέπει νὰ κοσμοῦσαν τὸν κυρίως ναό, γυμνὸ σήμερα ἀπὸ ζωγραφικὸ διάκοσμο). Στὸν ἐσωνάρθηκα ὑμνεῖται ἡ Θεοτόκος, ἀπὸ τὴν παιδική Της ἡλικία ἕως τὴν Κοίμησή Της, πλαισιωμένη ἀπὸ μακρὰ σειρὰ προπατόρων Της. Ἀντίστοιχα, στοὺς δύο τρουλίσκους ἐξαίρονται ὁ ἐνσαρκωθεὶς Λόγος καὶ ἡ Παρθένος Μητέρα Του. Οἱ τοιχογραφίες τοῦ ταφικοῦ παρεκκλησίου συμβαδίζουν μὲ τὸν χαρακτήρα τοῦ χώρου: πορτραῖτα τῶν τεθνεώτων (σπαράγματα), προστάτες ἅγιοι τῶν κεκοιμημένων, μία μνημειακὴ Δευτέρα Παρουσία μὲ ἔμφαση στὸν Χριστὸ ὡς Ἐλεήμονα καὶ Φιλάνθρωπο παρὰ ὡς Κριτὴ-Τιμωρό. Στὴν ἁψίδα ἡ παράσταση τῆς Ἀνάστασης ὡς Καθόδου στὸν Ἅδη, ἡ θαυμαστότερη ποὺ μᾶς σώθηκε ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ τέχνη, κόβει τὴν ἀνάσα μὲ τὸ ἐκτυφλωτικὰ λευκό, ἄκτιστο Φῶς!

ΥΨΙΣΤΗ ΘΕΣΗ

Γιὰ πολλοὺς λόγους τὸ μνημεῖο κατέχει ὕψιστη θέση:

1. Θεολογικὴ σημασία. Οἰ ἐκτεταμένες σειρὲς προγόνων τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Χριστοῦ ἑνώνουν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη – ἐμμέσως καὶ μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ, μέσῳ τῆς παρουσίας τοῦ Ἰάφεθ, ποὺ ταυτιζόταν μὲ τὸν ἑλληνικὸ Ἰαπετό, μυθικὸ γενάρχη τῶν εὐρωπαϊκῶν φύλων. Παράλληλα, ὁ συνδυασμὸς Ἀναστάσεως καὶ Δευτέρας Παρουσίας μὲ τὸν Χριστὸ-Κριτὴ ὡς Φιλάνθρωπο ἀποκαλύπτει μιὰ ἀνθρωπιστικὴ χροιὰ ἀπέναντι στὰ ἐφιαλτικὰ ὁράματα Κολάσεως στὴν περίπου σύγχρονη «Θεία Κωμωδία» τοῦ Δάντη.

2. Καλλιτεχνικὴ σημασία. Στὸ ζωγραφικὸ αὐτὸ σύνολο συναντῶνται τὰ δύο σπουδαιότερα ρεύματα τῆς τότε ζωγραφικῆς. Ἀπὸ τὴ μιὰ τὸ «ἑλληνιστικό», μὲ χαρακτηριστικά του τὴν ἁρμονία, τὴν κομψότητα καὶ τὴ χάρη, ὅπως ὁριζόταν στὴν παλαιολόγεια ἐποχὴ τὸ κλασικὸ ὕφος, δηλαδὴ ἡ μίμηση τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων (Πατριάρχης Γρηγόριος Β’ ὁ Κύπριος). Ἡ δεύτερη συνιστῶσα του εἶναι ἡ ἀφομοίωση τοῦ ρωμαλέου, ὀγκηροῦ ἢ ὀγκώδους στύλ, ποὺ καλλιέργησε δύο δεκαετίες πρὶν (περίπου 1290-1293) στὸ Πρωτάτο ὁ θρυλικὸς Πανσέληνος, μὲ τὴν ἔμφαση ποὺ δίνει στὴ σωματικότητα, τὸν πραγματισμὸ καὶ τὰ προσωπογραφικὰ χαρακτηριστικά. Πόσο μακριὰ ἔφτασε αὐτὴ ἡ διπλή, μορφολογικά, ἀνανέωση τὸ δείχνει ἡ ἰταλικὴ Πρωτοαναγέννηση τοῦ τέλους 13ου / ἀρχῶν 14ου αἰώνα, ἀφενὸς μὲ τὸν Duccio στὴ Σιένα (Maestà, 1308-1311), ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ «ἑλληνιστικὸ» ὕφος, ἀφετέρου μὲ τὸν Φλωρεντινὸ Giotto (Padua, Arena Cappella ἢ Scrovegni, περ. 1300-1305), ποὺ συμβαδίζει μὲ τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Πανσέληνου.

3. Κοσμοθεωρητικὴ σημασία. Τὸ πνεῦμα τῆς Μονῆς τῆς Χώρας συμβαδίζει μὲ τὴ γενικότερη «παλαιολόγεια ἀναγέννηση», ποὺ ξαναφέρνει στὸ ἐπίκεντρο τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ παιδεία. Χαρακτηριστικά, ἀμέσως μετὰ τὴν κατάλυση τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τοὺς Φράγκους καὶ Βενετοὺς τῆς Δ’ Σταυροφορίας (1204), συνειδητοποιεῖται ἐκ μέρους τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων ἡ ἐθνική τους ταυτότητα. Στὶς προηγούμενες, εὐάριθμες «βυζαντινὲς ἀναγεννήσεις» παρατηροῦμε τὴν ἀναζωπύρωση ἑνὸς διαρκῶς παρόντος ἑλληνικοῦ πνεύματος («Perennial Hellenisme», Otto Demus), ἀλλὰ ἡ ἐθνικὴ ταυτότητα ἀναδύεται στὴν παλαιολόγεια ἐποχὴ ξεκάθαρη. Ὁ ἴδιος ὁ Μετοχίτης στὸ ἐγκώμιό του γιὰ τὴ Bασιλεύουσα (μὲ τίτλο «Βυζάντιος») ἀφήνει νὰ διαφανεῖ κάτι τέτοιο. Αὐτή, φυσικά, ἀντιπαρατίθεται πρὸς τὴν πρὸ τῶν πυλῶν ὀθωμανικὴ βαρβαρότητα.

Ἡ τέχνη ποὺ μᾶς κληροδότησε ὁ Μετοχίτης καὶ ὁ ἀνεπανάληπτος ζωγράφος του συγκροτεῖ μιὰν ἀναντικατάστατη, ἀμφίδρομη πύλη, ταυτόχρονα ἀνοιχτὴ στὴν ἑλληνικὴ παράδοση καὶ στὴν εὐρωπαϊκὴ κουλτούρα!

Ἡ μοίρα τοῦ 

Ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια τὸ μνημεῖο ἦταν ἀπροσπέλαστο ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς συντήρησης. Μετὰ τὴν ὀδυνηρὴ ἐμπειρία τῆς ἀποφράδας 24ης Ἰουλίου 2020 γιὰ τὴν Ἁγία Σοφία -ἐπέτειο τῆς τραγικῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς, θυμίζω- καὶ ἀφοῦ, μόλις πρόσφατα, ἀνακοινώθηκαν ἐπίσημα μέτρα προστασίας της ἀπὸ τὶς ζημιὲς τῶν πολυπληθῶν συγκεντρώσεων μουσουλμάνων, ἦλθε στὶς 6 Μαΐου καὶ τὸ θλιβερὸ μαντάτο γιὰ τὴν ἐπαναχρησιμοποίηση τῆς Μονῆς τῆς Χώρας ὡς τζαμιοῦ, μὲ ὅ,τι δυσοίωνο προμηνύει τοῦτο γιὰ τὴν τύχη τῆς μοναδικῆς ζωγραφικῆς του κληρονομιᾶς.

Ποτὲ τυχαία ἡ ἐπιλογὴ τῶν ἡμερομηνιῶν ἀπὸ τὸν (νεο)σουλτάνο: στὶς 11 Μαΐου 330 ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τῆς Βασιλεύουσας. Μιὰ ἑβδομάδα ἀργότερα ἀπὸ τὴν πλήρη ἰσλαμοποίηση καὶ τῆς Μονῆς τῆς Χώρας ὁ πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδας ἐξαναγκάζεται σὲ διαβούλευση γιὰ τὰ διεθνῶς ἀναγνωρισμένα δίκαια τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Μιὰ παρωδία παλιὰ ὅσο καὶ οἱ Ὀθωμανοὶ σὲ ἀτελεύτητες παραλλαγές, σχεδὸν πάντοτε εἰς βάρος τοὺ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὸ τραγικὸ 1453 μέχρι σήμερα!

Αὐτὰ ἀπὸ τὀν δυτικὸ κόσμο, ποὺ ἀποχριστιανίζεται ταχύτατα, ὅταν δὲν στέκεται ἐμφανῶς ἐχθρικὰ άπέναντι σὲ καθετί χριστιανικό. Ποτὲ δὲν τίθεται ρητὰ τὸ καίριο ἐρώτημα: Σὲ ποιὸν ἀνήκουν τὰ κάθε λογῆς θρησκευτικὰ μνημεῖα ζωντανῶν θρησκειῶν; 1700 καὶ πλέον ἔτη ἀπὸ τὸ ἔδικτο τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.) περὶ ἀνεξιθρησκίας, ξαναεπιστρέφουμε, θρησκευτικὰ καὶ πολιτιστικά, στὴν προηγούμενη κατάσταση. Ὁ ἁπανταχοῦ Ἑλληνισμὸς στέκει ἀμήχανος, ἂν ὄχι ἀδύναμος νὰ ἀποτρέψει καὶ αὐτὴ τὴ φοβερὴ καταστροφή…

Αὐτὰ τὰ κατ᾽ ἄνθρωπον· πλὴν τὸ «ἐσφαγμένον ἀρνίον» τῆς Ἀποκαλύψεως κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐσαεί.

Χριστὸς ἀνέστη!

* Ὁμότιμος καθηγητὴς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου

The post Μονή της Χώρας: Ακόμα ένα εσφαγμένον αρνίον; appeared first on antinews.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα