Ιστορική συνάντηση ηγετών Κίνας- Ταϊβάν

Πολλοί θεωρούν ότι θα μπορούσε να μην συμβεί ποτέ: Οι πρόεδροι της Κίνας και της Ταϊβάν – κληρονόμοι του κομμουνιστικού και του εθνικιστικού καθεστώτος που πολέμησαν σε έναν εμφύλιο και παρέμειναν δεινοί αντίπαλοι επί δεκαετίες – συναντήθηκαν ως ίσοι για συνομιλίες.

Αν και δεν είναι ακόμη σαφές ποιες θα είναι οι επιπτώσεις ή αν και πότε αυτό θα συμβεί ξανά, ένα βροχερό Σάββατο στη Σιγκαπούρη η δυνατότητα ριζικής αλλαγής στις μεταξύ τους σχέσεις φάνηκε ξαφνικά δυνατή. Ο Κινέζος Σι Τζινπίνγκ και ο Ταϊβανέζος Μα Γινγκ-Τζέου δεν πέτυχαν κανένα συγκεκριμένο

επίτευγμα -ούτε καν να εκδώσουν μια κοινή δήλωση μετά από την ωριαία συζήτησή τους σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο. Αλλά κανείς δεν περίμενε πραγματικά κάτι τέτοιο. Και οι δύο άνδρες, γόνοι ανώτερων στελεχών στα κόμματά τους, υπογράμμισαν τη σημασία της συνάντησής τους ως ένδειξη του πόσο μακριά μπορούν να φτάσουν οι δύο πλευρές στα Στενά της Ταϊβάν, από τις ημέρες που αρνούνταν επίμονα να διαπραγματευτούν ή να συμβιβαστούν.

«Καθόμαστε μαζί σήμερα για να αποτρέψουμε την επανάληψη της ιστορικής τραγωδίας, να εμποδίσουμε να χαθούν και πάλι οι καρποί από την ειρηνική ανάπτυξη της διασυνοριακής συνεργασίας των Στενών, να επιτρέψουμε στους συμπατριώτες των Στενών να συνεχίσουν να δημιουργούν μια ειρηνική ζωή, και να επιτρέψουμε στις επόμενες γενιές μας να μοιραστούν ένα λαμπρό μέλλον», δήλωσε ο Σι πριν τις συνομιλίες.

Ο Μα, ο οποίος σε αντίθεση με τον Σι μίλησε στους δημοσιογράφους μετά τη συνάντηση, τόνισε πόσο επίπονος ήταν ο δρόμος προς τη Σιγκαπούρη και πόσο πολύ δουλειά απομένει να γίνει. «Σκεφτείτε το. Υπάρχει κάποια σχέση στον κόσμο, όπως αυτή στα Στενά; Είναι εξαιρετικά πολύπλοκο. Υπάρχει η εσωτερική πολιτική, η διπλωματία, η άμυνα, η οικονομία» είπε ο Μα.

Η συνάντηση ήταν η πρώτη μεταξύ των ηγετών απ’ όταν η Κίνα και η Ταϊβάν χωρίστηκαν από τον εκκρεμή ακόμα εμφύλιο πόλεμο του 1949. Παρά το γεγονός ότι οι προπαρασκευαστικές εργασίες γίνονταν εδώ και δύο χρόνια, δεν είχε ανακοινωθεί κάτι μέχρι την Τετάρτη, προκαλώντας γενική έκπληξη. Αν και εξαιρετικά συμβολική, η συνάντηση δεν ήταν παντελώς ανούσια. Ο Μα είπε ότι έθεσε μια σειρά από ευαίσθητα θέματα, κυρίως την επιθυμία της Ταϊβάν να ξεφύγει από τα δεσμά της επιβαλλόμενης από την Κίνα διπλωματικής απομόνωσης και την ακραία ανησυχία του για το αυξανόμενο οπλοστάσιο των πυραύλων που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τα 160 χιλιομέτρων Στενά της Ταϊβάν. Ο Σι πρόσφερε ευχάριστες, αλλά ήπιες απαντήσεις και δεν έκανε υποσχέσεις.

Οι δυο άνδρες συζήτησαν επίσης τη δημιουργία μιας ανοικτής επικοινωνίας μεταξύ των οργανισμών σε επίπεδο Υπουργικού Συμβουλίου που είναι επιφορτισμένοι με την επίβλεψη των σχέσεων, καθώς και μια μεγάλη αμφιλεγόμενη πρόταση για τη δημιουργία γραφείων αντιπροσώπευσης στην επικράτεια του άλλου. Ο Μα εξέφρασε και πάλι την επιθυμία της Ταϊβάν να ενταχθεί στην Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων, που είναι υπό την ηγεσία της Κίνας. Ο Σι επανέλαβε την υπόσχεση της Κίνας να εξετάσει το αίτημα της Ταϊβάν «με τον κατάλληλο τρόπο», τονίζοντας την επιμονή της Κίνας ότι η Ταϊβάν θα το κάνει αυτό μόνο υπό ένα όνομα που θα υποδηλώνει ότι είναι μέρος της Κίνας.

Εξίσου αξιοσημείωτη ήταν η συμφωνία του Σι να κρατήσει τη συνάντηση σε ουδέτερο έδαφος και χωρίς σημαίες ή άλλα «στολίδια» του κινεζικού εθνικισμού. Οι δύο άντρες εγκατέλειψαν ακόμα και την επίσημη προσφώνησή τους, αποκαλώντας ο ένας τον άλλον «ο κύριος Σι» και «ο κύριος Μα». «Από την προοπτική της ηπειρωτικής χώρας, η απόφαση του Σι να συναντηθεί με τον Μα αποδεικνύει ότι είναι πρόθυμος να πάρει κάποιο βαθμό ρίσκου, προκειμένου να αλλάξει τη δυναμική της σχέσης» δήλωσε η Mary E. Gallagher, πολιτικός επιστήμονας που μελετά την Κίνα στο Πανεπιστήμιο του Michigan. «Η κίνηση τους Σι εδραιώνει περαιτέρω την εικόνα του ως ισχυρού και γεμάτου αυτοπεποίθηση ηγέτη».

Ο Σι φάνηκε να υπολογίζει ότι είχε περισσότερα να κερδίσει αν φανεί συμπονετικός προς την Ταϊβάν, κατά πάσα πιθανότητα από την ανησυχία του για το αυξανόμενο αρνητικό κλίμα προς την ηπειρωτική χώρα στο αυτοδιοικούμενο νησί. Ο Μα, έξι μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του, φάνηκε να ελπίζει ότι η συνάντηση αυτή θα βοηθήσει την κληρονομιά του, παρά το σημαντικό πολιτικό ρίσκο για τους Εθνικιστές στις επερχόμενες εκλογές. Ο Μα «θέλει να δώσει την αίσθηση ότι η συνεργασία με την ηπειρωτική χώρα είναι δυνατή και ότι είναι καλύτερη για τους κατοίκους της Ταϊβάν από την εναλλακτική επιλογή» σχολίασε ο εμπειρογνωμόνων σε κινεζικά θέματα Andrew Nathan, από το Πανεπιστήμιο Columbia.

Αν και κάποιοι ήταν αντίθετοι με τη συνάντηση στην Ταϊβάν, το γεγονός επέστησε τεράστια προσοχή και συντριπτικά θετική απάντηση στην Κίνα και σε όλον τον κινεζικό κόσμο, καθώς και στην Ουάσιγκτον. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για τις μελλοντικές συνομιλίες θα μπορούσε να είναι το «άγριο» δημοκρατικό σύστημα της Ταϊβάν -νέες εκλογές για την προεδρία και το κοινοβούλιο έχουν προγραμματιστεί για τον Ιανουάριο. Το κύριο αντιπολιτευόμενο Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα, το οποίο τάσσεται υπέρ της τυπικής ανεξαρτησίας της Ταϊβάν από την Κίνα, ευνοείται για να κερδίσει τη μία ή και τις δύο εκλογές και η υποψήφια για την προεδρία της Τσάι Ινγκ-Γεν αρνήθηκε να εγκρίνει τη λεγόμενη «Συναίνεση των 92», υπό την οποία η Κίνα επέτρεψε να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Η συναίνεση αυτή αναφέρει ότι η Ταϊβάν και η ηπειρωτική χώρα είναι μέρος ενός ενιαίου κινεζικού έθνους, παρόλο που η κάθε πλευρά το ερμηνεύει αυτό σύμφωνα με το δικό της σύνταγμα.

Η κινεζική πλευρά δήλωσε ότι πιθανόν να μην υπάρξουν μελλοντικές συναντήσεις μεταξύ των ηγετών, χωρίς να επιβεβαιώσει κάτι η πλευρά της Ταϊβάν. «Το μεγάλο ερώτημα για το μέλλον είναι κατά πόσο αυτή η συνάντηση θα αλλάξει τον τρόπο που η Ταϊβάν βλέπει την ηπειρωτική χώρα. Θα βελτιώσει αυτή η συνάντηση την ευκαιρία της περαιτέρω προσέγγισης στο πλαίσιο της επόμενης κυβέρνησης, η οποία είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα είναι υπό το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα;» σχολιάζει ο Gallagher.

nytimes.com

Διαβάστε περισσότερα

Keywords
Τυχαία Θέματα