… Χαμένη νοσταλγία

Του Γιώργου Κ. Στράτου

Μπάρα, ωραία λέξη. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού είναι ιταλική; Πολλές και εξίσου όμορφες οι σημασίες της. Από την άρση βαρών μέχρι τα δημητριακά και την «μπάρα εργασίας» του υπολογιστή μας, η οποία μας επιτρέπει να επεξεργαζόμαστε, εκ παραλλήλου και ταυτόχρονα, δεδομένα που στο πρόσφατο παρελθόν θα θέλαμε το πάτωμα ενός δωματίου για να τα απλώσουμε!

Από τις 26 Ιουλίου 1996 η μπάρα πέρασε και στη συλλογική αθλητική μας μνήμη. Ήταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες

της Ατλάντα, όταν ο Χρήστος Ιακώβου με τη φράση του «Κάτσε κάτω από την μπάρα!» προς τον Πύρρο Δήμα θα οδηγούσε τον κορυφαίο αρσιβαρίστα μας στην κατάκτηση και του δεύτερου στη σειρά χρυσού μεταλλίου του στην κατηγορία των 83 κιλών, ύστερα από εκείνο των Ολυμπιακών της Βαρκελώνης το 1992. Συγκρατήστε τη Βαρκελώνη και για παρακάτω!

Εκτός όμως από το κάτω, υπάρχει και το πάνω στην μπάρα! Γιατί μία άλλη σημασία της λέξης αφορά την πλατιά επιφάνεια μπροστά στα μπαρ, εκεί όπου ο μπάρμαν ή οι πελάτες τοποθετούν τα ποτά τους. Απαιτεί κι αυτή την τακτική της, την προπόνησή της, δοκιμάζει άγρια τις αντοχές μας, πόσο το σηκώνουμε το ποτό, δηλαδή, για να μη μας έρθουν τα πάνω… κάτω!

Στην πραγματικότητα, πάνω σ’ αυτήν τη μπάρα κατατίθενται καθημερινά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης πάρα πολλά από τα βάρη του πλανήτη. Επαγγελματικά, προσωπικά, συναισθηματικά, γι’ αυτό και οι μπάρμαν αποτελούν ένα ιδιαίτερο και πολύ ξεχωριστό είδος «ψυχολόγων – ψυχιάτρων». Μέσα στα μπαρ επίσης, όπως εκατοντάδες σπουδαίες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών μάς πληροφορούν, έχει γεννηθεί η έμπνευση για αριστουργήματα.

Ο λόγος είναι προφανής. Οι συζητήσεις μέσα σ’ αυτούς τους χώρους με την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, τη συνύπαρξη εξαιρετικών συνομιλητών και τη χαλαρωτική επίδραση του αλκοόλ απελευθερώνουν ιδέες, συναισθήματα, ευαισθησίες, εμπειρίες και όλα εκείνα που αποτελούν τα υλικά για ένα γνήσιο έργο τέχνης. Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι σε όλες τις μητροπόλεις του κόσμου, μηδέ εξαιρουμένων των Αθηνών, κάποια τέτοια στέκια οριοθέτησαν και την πνευματική διαδρομή χωρών, καλλιτεχνικών γενεών και κινημάτων.

Στους καιρούς μας ο χώρος για νοσταλγίες έχει λιγοστέψει. Ίσως δεν τις χρειάζονται πια οι άνθρωποι. Από τη μία, γιατί δεν προλαβαίνουν να ξεχάσουν για να θέλουν να θυμηθούν. Η μνήμη ανατέθηκε στις μηχανές και τους αλγορίθμους αναζήτησης, αρκεί το πάτημα ενός πλήκτρου για να υποκαταστήσει την ανάμνηση εν τω γεννάσθαι. Από την άλλη, τα μέρη που γεννούν τη νοσταλγία μπορούν να καταστούν εκμεταλλεύσιμα οικονομικά, αν αλλάξουν χρήση. Κάπως έτσι εκατοντάδες νέας κοπής καταστήματα και δραστηριότητες έχουν ξεφυτρώσει εκεί όπου κάποτε κυκλοφορούσε το πνεύμα της πόλης. Εντελώς άσχετα με αυτό.

Κάποιες πόλεις που σέβονται τον εαυτό τους, συνεπώς και το παρελθόν τους, αποφάσισαν να δράσουν για να αντιμετωπίσουν αυτήν την ολέθρια επέλαση λήθης και διαγραφής δεδομένων της Ιστορίας τους. Μία από αυτές, η Βαρκελώνη, ο δήμος της οποίας προσπαθεί αγοράζοντας ιστορικά καταστήματα της πόλης να τα διασώσει από την «αξιοποίησή» τους μέσω τουρισμού ή χρηματιστηρίου.

Αναμενόμενη η ευαισθησία των κατοίκων της. Όπως λέει και ο Δον Κιχώτης στον Σάντσο Πάντσα μετά την εξευτελιστική κατάληξη της δεύτερης εξόρμησής του και καθώς περιποιούνται τα τραύματά του: «Εδώ οι άνθρωποι είναι καλοί!». Για να το ‘χει γράψει ο Μιγκέλ Θερβάντες, παίζει ρόλο κι αυτό! Καλά Χριστούγεννα!

The post … Χαμένη νοσταλγία appeared first on antinews.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα