Tails of Iron | Review

Το Tails of Iron είναι από αυτά τα indie παιχνίδια που σε κερδίζουν με την πρώτη ματιά όχι επειδή φαίνεται να έχει κάποιο πραγματικά καινοτόμο στοιχείο ή βαθύ gameplay, ούτε γιατί δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται στις κορυφαίες θέσεις του είδους του. Αντί αυτού η δημιουργία της -μονοψήφιου αριθμού στελεχών- βρετανικής ομάδας Odd Bug Studio δείχνει ήδη από το εικαστικό της ότι, το λιγότερο, είναι ένα εγχείρημα που έγινε

με μεράκι και αγάπη. Η φαντασία στον σχεδιασμό του περιβάλλοντος και των χαρακτήρων αρκεί για να πείσει τους λάτρεις των δισδιάστατων platform να του δώσουν έστω μία ευκαιρία.

Οπτικά δίνει έντονα την εντύπωση ότι έχει ξεπηδήσει από τις εικόνες ενός ευρωπαϊκού κόμικ, με τα σχεδιασμένα στο χέρι γραφικά να χτίζουν ένα παιχνίδι με τη δική του, ξεχωριστή ταυτότητα. Η συγκεκριμένη τεχνοτροπία, σε συνδυασμό με την απλοϊκή ιστορία, αποδίδει ευχάριστα την αίσθηση πως παρακολουθούμε ένα οπτικοποιημένο παραμύθι.

Βρισκόμαστε σε ένα βασίλειο αρουραίων, όπου παίρνουμε τον έλεγχο του γιου του βασιλιά, του μικροκαμωμένου Redgi. Σύντομα θα κληθεί να αναλάβει εξαναγκαστικά τις ευθύνες του ηγέτη καθώς το κάστρο και ο γύρω πληθυσμός θα δεχθεί τη σφοδρή επίθεση της αντίπαλης φατρίας των Βατράχων. Αυτό το γεγονός θα οδηγήσει σε μία περιπέτεια με βασικό σκοπό την αναδημιουργία του βασιλείου από τα συντρίμμια του και την αντιμετώπιση της εχθρικής απειλής.

Το σενάριο ακολουθεί απλά μονοπάτια, δίχως να χρειάζεται στην πραγματικότητα κάτι περισσότερο για να μας συνοδεύσει στην οκτάωρη (περίπου) περιπέτεια του Redgi. Η αφήγηση είναι αρκετά ευχάριστη και συνάδει με τη φύση του παιχνιδιού, ακούγοντας τακτά τον αφηγητή να περιγράφει με τον κατάλληλο χρωματισμό τις καταστάσεις στις οποίες βρίσκεται ο Redgi. Η φωνή του αφηγητή δεν θα μπορούσε να είναι πιο ιδανική από αυτήν του Doug Cockle, τη χαρακτηριστική χροιά της οποίας θα αναγνωρίσουν απευθείας όσοι ασχολήθηκαν με τα Witcher.

Παρότι ο Redgi αποκτά ουσιαστικά τον ρόλο του νέου βασιλιά των αρουραίων, τελικά θα είναι ο ίδιος που θα πρέπει να “λερώσει” τα χέρια του, αναλαμβάνοντας διάφορα quests που στη συντριπτική πλειοψηφία τους θα τον οδηγήσουν σε μάχες με πολυάριθμους εχθρούς. Το σύστημα μάχης γίνεται άμεσα κατανοητό μέσα από την καλοδεχούμενη απλότητά του. Διαρκώς θα πρέπει να ερχόμαστε σε έντονες συγκρούσεις όπου η αίσθηση των χτυπημάτων με τα κάθε λογής σπαθιά, maces και λοιπά -μεσαιωνικού τύπου- όπλα, μεταφέρεται με την ισχύ και τη βιαιότητα που αρμόζει (δίχως ωστόσο να καταφεύγει σε splatter μονοπάτια).

Ο Redgi μπορεί να είναι εξοπλισμένος ανά πάσα στιγμή με μία ασπίδα και ένα όπλο στο δεύτερο χέρι καθώς και ένα two handed όπλο και ένα τόξο. Η χρήση κάθε ενός εκ των τριών όπλων βρίσκεται βολικά σε διαφορετικό κουμπί του gamepad, επιτρέποντάς μας να εναλλάσσουμε άμεσα και με πλήρη ευκολία το είδος των επιθέσεων.

Οι εχθροί εμφανίζουν ξεκάθαρα σημάδια επάνω τους για να αναγνωρίζουμε το είδος της επίθεσής τους και τη μέθοδο αντιμετώπισής της, όπως οι area effect επιθέσεις που γίνεται να αποφύγουμε με το κατάλληλο roll ή συγκεκριμένα χτυπήματα που μπορούμε να τα αποκρούσουμε με την ασπίδα (μέσω ενός γενναιόδωρου συστήματος parry). Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η πρόκληση είναι χαμηλή καθώς, παρά την εμφάνιση ενδείξεων πριν από κάθε επίθεση, και πάλι είναι αναγκαίο να μάθουμε το είδος των επιθέσεων των διαφόρων εχθρών και βέβαια να έχουμε ακονισμένα τα αντανακλαστικά μας.

Πέρα από τους απλούς εχθρούς, που έχουν μία ικανοποιητική ποικιλία και ρεπερτόριο κινήσεων για τη διάρκεια του παιχνιδιού, τα πολυάριθμα bosses ανεβάζουν ιδανικά τον βαθμό πρόκλησης, οδηγώντας σε έντονες και δίκαιες μάχες. Σε γενικές γραμμές το Tails of Iron είναι ένα δισδιάστατο platform όπου οι συγκρούσεις έχουν τη μερίδα του λέοντος του gameplay, με το platforming να βρίσκεται απλά για τη μετακίνησή μας στο περιβάλλον. Οι παγίδες απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά ενώ σε κανένα σημείο δεν θα βρείτε την απαίτηση για άλματα ακριβείας.

Υπάρχει μία αμυδρά αίσθηση εξερεύνησης για ορισμένα side/ fetch quests, αλλά αυτό έχει να κάνει απλά με την τυπική μετακίνησή μας στον χάρτη, το μέγεθος του οποίου είναι αρκετά συμμαζεμένο. Το gameplay είναι διανθισμένο με τη δυνατότητα για crafting εξοπλισμού ή συνταγών για την αύξηση της ενέργειάς μας, που δεν αποτελεί κάτι περισσότερο από μία ψευδαίσθηση εμπλουτισμού της εξερεύνησης για τη συλλογή κατάλληλων υλικών, η εύρεση των οποίων γίνεται με πλήρη ευκολία.

Γενικότερα όλο το θέμα του crafting και της αναβάθμισης του εξοπλισμού δεν θα μπορούσε να είναι πιο απλό. Μπορεί να μην λέγαμε όχι σε ένα βαθύτερο σύστημα questing και εύρεσης υλών, αλλά ως έχει αυτή η απλότητα τελικά συνοδεύει κατάλληλα τη γενικότερη φιλοσοφία της εμπειρίας. Το Tails of Iron άλλωστε δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας ή εξεζητημένου gameplay και αυτό το οδηγεί στο να είναι απενοχοποιημένο και εν τέλει ιδιαίτερα διασκεδαστικό μέσα από την απλότητά του. Σε μία άλλη εποχή θα μπορούσε να είναι ένα hit στις καμπίνες των ουφάδικων, αφήνοντας μνήμες ανάλογες με αυτές του θρυλικού Wonder Boy in Monster Land.

To Tails of Iron κυκλοφορεί από τις 17/9/21 για PS5, PS4, PC, Switch, Xbox Series και Xbox One. Το review βασίστηκε στην έκδοσή του για PC με review code που λάβαμε από την Odd Bug Studio.

The post Tails of Iron | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα