Aνεβήκαμε στις Άλπεις

Αφού ταξίδεψε στα Φεστιβάλ της Ευρώπης, η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου ξεκινά την ελληνική της καριέρα στις 27 Οκτωβρίου, στους εγχώριους κινηματογράφους.

Οι Άλπεις είναι μια οροσειρά μεγαλοπρεπής, που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από καμία άλλη ενώ ευκολότερα μπορεί η ίδια να αντικαταστήσει οποιαδήποτε συστάδα βουνών. Γι αυτό η ομάδα που παρέχει αυτήν την παράξενη υπηρεσία αντικατάστασης νεκρών αγαπημένων προσώπων έχει ονομαστεί έτσι και γι αυτό, σε μια αλληγορική εξήγηση για την ταινία, οι

Άλπεις του Λάνθιμου είναι ήδη στην τροχιά μιας καριέρας μεγαλοπρεπούς, στην οποία δύσκολα μπορούν να αντικατασταθούν από μια άλλη ταινία. Με ένα βραβείο Osella Καλύτερου Σεναρίου (το οποίο συνέγραψαν ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Ευθύμης Φιλίππου) στο 68ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας, δύο sold out προβολές στο 55ο Φεστιβάλ του Λονδίνου και τις καλύτερες εντυπώσεις από το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Τορόντο και του Ρέικιαβικ οι Άλπεις καταφτάνουν στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες με πολλά εύσημα στις αποσκευές τους.


Το έργο

Ένας τραυματιοφορέας (Άρης Σερβετάλης), μια νοσοκόμα (Αγγελική Παπούλια), μια γυμνάστρια (Αριάν Λαμπέντ) και ένας προπονητής (Τζόνι Βεκρής) είναι τα μέλη μιας ιδιότυπης ομάδας που παρέχει την υπηρεσία αντικατάστασης νεκρών αγαπημένων προσώπων. Όλοι τους πληρώνονται για να υποδύονται αποθανόντες φίλους, συγγενείς και οικείους προσπαθώντας να απαλύνουν τον πόνο των ανθρώπων που βιώνουν την απώλεια.

Όμως κανείς τους δεν καταφέρνει να μένει αποστασιοποιημένος από τον ρόλο που υποδύεται στην κάθε γκροτέσκα παράσταση. Και κανείς τους δε ζει, επίσης, μια ισορροπημένη ζωή εκτός ρόλου.

Τους κανόνες* -εντός και εκτός ρόλου- τους θέτει ο Mont Blanc, ο αρχηγός, και όλοι πρέπει να υπακούν. Ώσπου η νοσοκόμα αποστατεί και η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο.

Η σεναριακή ιδέα είναι, στα αλήθεια, ιδιοφυής -και πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μας, αναγνωρίστηκε η αξία της με ένα βραβείο στη Βενετία- και η αλληγορική χρήση της από τον σκηνοθέτη ευφυής και πρωτότυπη. Μια ανθρωπολογική προσέγγιση που συχνά είναι επιφανειακή αλλά καταφέρνει να ταράξει τον θεατή.

Η μηχανικότητα της υποκριτικής των ηθοποιών, τεχνική στην οποία μας έχει συνηθίσει ο Γιώργος Λάνθιμος και τη δεχόμαστε ως προσωπικό του ύφος, και η επαναληπτικότητα του ευρήματος σε κάθε, σχεδόν, σκηνή της ταινίας, σε συνδυασμό με τους άνευρους διαλόγους δεν απογειώνουν, όμως, το σενάριο όσο θα περίμενε κανείς.

Η προσπάθεια να χτίσει μια παγερή εικόνα μιας κοινωνίας που έχει χάσει κάθε ίχνος ισορροπίας εγκλωβίζεται στην «μη υποκριτική» και στη φορμαλιστική απεικόνιση των πλάνων και το αποτέλεσμα μας αφήνει, εν τέλει, με ένα αίσθημα ανικανοποίητου και την αίσθηση του πειραματικού σινεμά ενώ μιλάμε για τη δουλειά ενός σκηνοθέτη που έχει πείσει σύσσωμο τον κινηματογραφόφιλο κόσμο εντός και εκτός συνόρων πως διαθέτει δικό του ύφος και όραμα.

Η ελλειπτικότητα της οπτικής αφήγησης ασκεί, παρόλα αυτά, ακαταμάχητη έλξη

Keywords
Τυχαία Θέματα