«Σαν Δάφνη» της Ελένης Γκίκα

Με αγαπούσε το δέντρο. Κι εγώ το αγαπούσα. Δεν ήταν βέβαια έλατο συμμετρικό και φροντισμένο δίπλα στο τζάκι στολισμένου σαλονιού. Ένα γέρικο πευκάκι ήταν, στο πεζοδρόμιο της γειτονιάς μου. Τα κλαδιά του έφταναν μέχρι τον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας, μπουκώνοντας τη θέα από το παράθυρο του παιδικού μου δωματίου. Για μήνες γκρίνιαζα ασταμάτητα, όταν μετακομίσαμε στο σπίτι με τους δικούς μου. Μέχρι που κάποτε, συνεργείο του Δήμου το κλάδεψε κι ένιωσα γυμνή. Κάθε νύχτα προσευχόμουν να ψηλώσει ξανά, να φουντώσει απότομα

κι έτσι να μείνει για πάντα, ανέγγιχτο. Και πράγματι –οι κατάρες της αγάπης–, σαν να το ξέχασαν οι άνθρωποι έκτοτε.

Με αγαπούσε το δέντρο, ενώ θα έπρεπε να με μισεί. Κι αν κάποτε το στόλιζαν με φώτα στις γιορτές, ποτέ ξανά. Κι αν κάποτε το κλάδευαν για να μην το δέρνουν οι άνεμοι, ποτέ ξανά. Σκοτεινό έμενε πάντα και ο καιρός το πολεμούσε. Εκείνο όμως όλο και έγερνε προς το παράθυρό μου. Κι ενώ ψιθύριζε σ’ εμένα λόγια γλυκά κι αρχαίους μύθους, οι ρίζες του έσπαγαν τις πλάκες του πεζοδρομίου. Για να το βαστούν, έτσι γερμένο που ήταν πάνω μου; Για να βάζει τρικλοποδιές στους ξένους, φρουρώντας με; Δεν μου έλεγε, μα εγώ το εμπιστευόμουν και διόλου δεν μ’ ενδιέφερε που ήταν στραβό κι απεριποίητο. Τα άλλα παιδιά περίμεναν δώδεκα ολόκληρους μήνες για ν’ αγαπήσουν δέντρα νεκρά, βουβά. Εγώ αγαπούσα κάθε μέρα τη ζωή την ίδια.

Με αγαπούσε το δέντρο, υπομονετικά με παρακολουθούσε μέρα με τη μέρα να μεγαλώνω. Φούντωνε και πρασίνιζε για εμένα, κι ας έπαυα σταδιακά να ακούω τη φωνή του. Άλλαζαν οι έγνοιες κι η ζωή μου. Στο παιδικό δωμάτιο μπήκαν ξενύχτια, μπήκαν όνειρα, μπήκε έρωτας και πόνος. Πού χρόνος για συζητήσεις με τις φυλλωσιές. Μονάχα τα Χριστούγεννα, έτσι σκοτεινό και πρωτόγονο όπως το έβλεπα, άνοιγα παραθυρόφυλλα, να το ακούσω. Και το πευκάκι μου, ωσάν παιδί των Χριστουγέννων κι αυτό, πάλευε να προλάβει να με λατρέψει. «Κάποτε υπήρχε μια κόρη, την έλεγαν Φυλλίδα. Άντρας την ξέχασε κι έγινε αμυγδαλιά. Κάποτε υπήρχε μια κόρη, την έλεγαν Πίτυ. Άντρας την έριξε από βράχο κι έγινε πεύκο. Κάποτε υπήρχε μια κόρη, την έλεγαν Δάφνη. Άντρας την κυνήγησε κι έγινε δέντρο μυρωδάτο». Τρελαινόμουν, έκλεινα τα αυτιά μου, ούρλιαζα: «Ζηλεύεις παλιοκούτσουρο, ζηλεύεις και με στοιχειώνεις!».

Με αγαπούσε όμως το δέντρο, κι από λόγο μου ποτέ δεν πόνεσε. Πόνεσε μόνο απ’ όσα είδε στο δωμάτιο της κόρης, μια χριστουγεννιάτικη νύχτα που δεν πρόλαβε να της μιλήσει. Πόνεσε που ήταν δέντρο και δεν θα μπορούσε να τη βοηθήσει, παρά μόνο όταν θα ήταν πια αργά. Που βουβάθηκε όταν τα φιλικά ομοιώματα έλιωσαν κι αποκάλυψαν τρεις δαίμονες. Κι όταν οι δαίμονες την πείνασαν, την κατασπάραξαν. Κι ό,τι απ’ τον εαυτό της έμεινε θέλησαν να το πνίξουν, μήπως η ύβρις διαγραφεί. Μα εκείνη πρόλαβε να πηδήξει από το παράθυρο και να σωθεί. Το δέντρο ήταν εκεί και την περίμενε. Από τα παιδικά της χρόνια. Από την αρχαιότητα. Από τότε που η Γυναίκα Γη τέντωσε για πρώτη φορά ξύλινο ομφάλιο λώρο για να θρέψει ζωή. Την αγκάλιασε, την κατάπιε στοργικά, αντίστροφα τη γέννησε. Κι όπου το σκοτάδι έφτυσε, τώρα μυροβλύζει ρετσίνι.

Με αγαπούσε το δέντρο, και μ’ έκανε ψυχή του.

Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1994 στην Πάτρα, όπου και μεγάλωσε. Ως φιλόλογος/γλωσσολόγος και μουσικός, τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται στον χώρο των εκδόσεων, της ανάδειξης πολιτιστικών αρχείων και της εκπαίδευσης.

Keywords
Τυχαία Θέματα