Νικολάι Γκόγκολ: «Το παλτό»

00:56 5/3/2024 - Πηγή: Diastixo

Ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ θεωρούσε το Παλτό ως το αρτιότερο διήγημα που γράφτηκε ποτέ στη ρωσική γλώσσα, ενώ ο Γάλλος διπλωμάτης και μελετητής της ρωσικής λογοτεχνίας Eugène Melchior σημείωνε ότι «όλοι βγήκαμε μέσα από το παλτό του Γκόγκολ» – μια φράση που λανθασμένα αποδίδεται στον Ντοστογιέφσκι. Ο Νικολάι Γκόγκολ μ’ αυτό το αφήγημα έφερε στο προσκήνιο τους ανθρώπους της κρατικής γραφειοκρατίας και τα πάθη τους. Ήταν εκείνος που κατάφερε να περιγράψει με αδρές γραμμές ανθρώπους και καταστάσεις σε μια γλώσσα εύληπτη και ρέουσα, που έχει ταυτόχρονα στοιχεία από τις παραδόσεις

και τα παραμύθια της χώρας του, μπολιασμένη με τη γνώση του συγγραφέα για την Ευρώπη και τον κόσμο της εποχής του. Με το Παλτό ο Γκόγκολ ανοίγει καινούργιους δρόμους στη λογοτεχνία, δοκιμάζει σχήματα, χρησιμοποιεί ιδιαίτερους αφηγηματικούς τόνους που θα τελειοποιήσει αργότερα ο Τσέχοφ. Σύμφωνα με τη Ζωή Νάσιουτζικ, το Παλτό γραφόταν για χρόνια, όταν ο Γκόγκολ βρισκόταν μακριά από την πατρίδα του, και δημοσιεύτηκε το 1842, αρκετά μετά την κυκλοφορία των πρώτων διηγημάτων του. Η ιδέα της συγγραφής της ιστορίας προήλθε από ένα ανέκδοτο που κυκλοφόρησε για κάποιον υπάλληλο, ο οποίος αγόρασε ένα κυνηγετικό όπλο έχοντας υποστεί απίστευτες στερήσεις, όμως το έχασε την πρώτη μέρα που πήγε για κυνήγι στον βάλτο κι εξαιτίας αυτής της απώλειας αρρώστησε βαριά. Κι ενώ στους άλλους η ιστορία φαινόταν αστεία, για τον Γκόγκολ ήταν τραγική κι αμέσως δημιούργησε στο μυαλό του την ιδέα του έργου του.

{jb_quote} Ο Γκόγκολ ανοίγει καινούργιους δρόμους στη λογοτεχνία, δοκιμάζει σχήματα, χρησιμοποιεί ιδιαίτερους αφηγηματικούς τόνους που θα τελειοποιήσει αργότερα ο Τσέχοφ. {/jb_quote}

Η υπόθεση αφορά έναν ασήμαντο υπάλληλο της ρώσικης διοίκησης, του οποίου η ζωή αλλάζει ξαφνικά όταν αποκτά ένα εντυπωσιακό παλτό κι όλοι γύρω του τον βλέπουν διαφορετικά. Δεν προλαβαίνει όμως να το χαρεί, επειδή οι ληστές τού το αρπάζουν κι εκείνος πεθαίνει από τη στενοχώρια του, όμως το φάντασμά του στοιχειώνει τους δρόμους της ρώσικης μεγαλούπολης. Μερικά σημεία του κειμένου είναι εξαιρετικά γοητευτικά, όπως για παράδειγμα η έξοχη περιγραφή του κέντρου της Πετρούπολης τη νύχτα, καθώς ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, Ακάκι Ακάκιεβιτς, προσπαθεί να διασχίσει μια κεντρική πλατεία:

Σύντομα μπροστά του απλώθηκαν οι μοναχικοί δρόμοι, αυτοί οι πλαισιωμένοι από φράχτες και ξύλινα σπίτια, σκυθρωποί ακόμα από τη μέρα, γίνονταν πιο θλιβεροί και πένθιμοι τη νύχτα. Πολύ σπάνια ξεχώριζε το φως κάποιου φαναριού, μάλλον θα έκαναν οικονομία στο λάδι. Μόνο το χιόνι λαμποκοπούσε στο μάκρος τους και γύρω τα κοιμισμένα χαμόσπιτα, με τα εξώφυλλα κλειστά, σχημάτιζαν τρομακτικούς μαύρους όγκους. Πουθενά ζωντανή ψυχή. Τέλος, παρουσιάστηκε μια απέραντη έκταση που έμοιαζε λιγότερο με πλατεία και περισσότερο με άγρια έρημο. Δεν μπορούσες να μαντέψεις πού τέλειωναν τα σπίτια και, χαμένος σ’ αυτό το αχανές μέρος, ο φανός μιας σκοπιάς έμοιαζε να καίει πέρα μακριά, στην άλλη άκρη του κόσμου.

Όπως συμβαίνει με τους πρωταγωνιστές των ιστοριών του, η ζωή του Γκόγκολ ήταν γεμάτη αγωνία και φόβο εξαιτίας της ιδιότυπης ιδιοσυγκρασίας που είχε κληρονομήσει από τη θρησκόληπτη μητέρα του. Η θρησκοληψία από την οποία έπασχε κι ο ίδιος τα τελευταία χρόνια της ζωής του θα τον καταστρέψει, ενώ η γνωριμία του με τον τσαρλατάνο Πατέρα (Στάρετς) Ματβέι Κονσταντινόφσκι θα αποτελέσει το τελειωτικό χτύπημα, καθώς ο Στάρετς τον πείθει να κάψει πολλά από τα τελευταία σημαντικά του χειρόγραφα. Ο Γκόγκολ θα δώσει τέρμα στη ζωή του, ο μύθος του όμως συνέχισε να ζει και να στοιχειώνει τη ρώσικη λογοτεχνία – ιδίως μετά την εκταφή του, που αποφάσισε η σοβιετική κυβέρνηση το 1931, στη διάρκεια της οποίας αποκαλύφθηκε ότι το πτώμα του είχε γυρίσει μπρούμυτα στην κάσα του σα να εξακολουθούσε να ζει μετά τον θάνατό του.

Το Παλτό είναι το άλμα στη συγγραφική πορεία του Γκόγκολ, ένα κλασικό δημιούργημα που δεν χάνει την αξία του στο πέρασμα του χρόνου.

Το παλτό
Νικολάι Γκόγκολ
μετάφραση: Κώστας Μιλτιάδης
Νίκας
σ. 64
ISBN: 978-960-296-434-7
Τιμή: 8,50€

Keywords
Τυχαία Θέματα