«Για την παράσταση “Ο Έλληνας βάτραχος” σε σκηνοθεσία Αυγουστίνου Ρεμούνδου» της Έρικας Αθανασίου

11:21 3/4/2023 - Πηγή: Diastixo

Γεμίζει τη σκηνή του Vault η Αννίτα Κούλη, ερμηνεύοντας μια Ελληνίδα που έχει επιβιώσει έπειτα από μια μεγάλη καταστροφή. Μια γυναίκα που συνειδητοποιεί ότι έχει μείνει μόνη της, χωρίς κανέναν άνθρωπο κοντά της. «Θα μιλάω, θα κρατήσω τη γλώσσα μου!» φωνάζει, διότι η γλώσσα είναι αυτή που μπορεί να κρατήσει τα λογικά στη θέση τους. Μόνο που για να μιλήσεις, χρειάζεσαι και παρέα. Και παρέα δεν υπάρχει.

Καθώς οι θεατές εισέρχονται στην αίθουσα του θεάτρου και τα φώτα της σκηνής δυναμώνουν, περιμένουν την είσοδο της πρωταγωνίστριας. Γρήγορα γίνεται αντιληπτό ότι αυτή

βρίσκεται ήδη στη σκηνή, καθώς το δάπεδο ζωντανεύει και αυτό που φαινόταν για τσαλακωμένο ύφασμα αρχίζει και αναδεύεται. Σύντομα θα ξεπροβάλουν από εκεί δύο πόδια με βατραχοπέδιλα και λίγο λίγο θα εμφανιστεί ολόκληρη μια κοπέλα με καταδυτική στολή και μάσκα. Μια κοπέλα, η οποία έκπληκτη προσπαθεί να προσδιορίσει πού βρίσκεται και αν ζει.

Δεν είναι ξεκάθαρο από ποια καταστροφή έχει επιβιώσει, ο χώρος όμως όπου βρίσκεται γίνεται σιγά σιγά ξεκάθαρο τόσο σε αυτήν, όσο και στους θεατές ότι είναι ανάμεσα στα μάρμαρα του Παρθενώνα. Γύρω της η θάλασσα και μόνη της αυτή, στον βράχο της Ακρόπολης, που πλέον μοιάζει με νησί.

Λιτό φαντάζει το σκηνικό, παρά τους κίονες που προσδιορίζουν τον χώρο των αρχαίων μνημείων, όμως κάθε αντικείμενο αποκτάει ζωή στα χέρια της πρωταγωνίστριας, αλλάζοντας τον ρόλο του. Συγχρόνως τα σκηνικά συμπληρώνουν το ντύσιμό της, όπως όταν το ύφασμα της θάλασσας γίνεται κάπα, σοφά σχεδιασμένα από την Τόνια Αβδελοπούλου.

Η πρωτότυπη μουσική του Νικόλα Καρίμαλη δίνει τον δικό της ρυθμό στην παράσταση, με έναν εθνικό ύμνο να αντηχεί, αναγνωρίσιμος κι όμως διαφορετικός, με διαφοροποιημένους στίχους και μουσική.

Με όλο της το σώμα και όχι μόνο με λόγια εκφράζεται η πρωταγωνίστρια και ως χορεύτρια κινείται πάνω στη χορογραφία της Μάτας Μάρρα, με τα χέρια της να γίνονται φτερά κύκνου ή απλώς ακολουθώντας τον ρυθμό της μουσικής, με νοσταλγία ή με ένταση.

Μύθος πρώτος, φαίνεται σε έναν μαυροπίνακα, γραμμένο σαν με κιμωλία. Και η εξιστόρηση των μύθων ξεκινάει μεταξύ απελπισίας και ανάγκης για επιβίωση, σαρκασμού και αυτολύπησης. Ο μονόλογος του Δημήτρη Ποταμίτη, γραμμένος τη δεκαετία του ’90, είναι πολύ δυνατός και οι προσθήκες του σκηνοθέτη Αυγουστίνου Ρεμούνδου τον φέρνουν ακόμα πιο κοντά στη σύγχρονη εποχή, συμπληρώνουν τα κενά με νέες ατάκες που παραπέμπουν στα πρόσφατα γεγονότα που έχουν συμβεί στη χώρα.

Καθώς η διήγηση προχωράει, ο κάθε μύθος δίνει τη θέση του στον επόμενο, μέχρι να συμπληρωθούν δέκα μύθοι και να ολοκληρωθεί η παράσταση. «Όθωνας και οθονίτσα», ο ένας από τους μύθους που αναγράφεται στον πίνακα. Απορία προξενεί η λέξη οθονίτσα, καθώς η πρώτη σκέψη είναι ότι πρόκειται για ένα συγγενικό πρόσωπο του Όθωνα, γένους θηλυκού. Η οθονίτσα όμως δεν είναι άλλη από τη μικρή οθόνη που έχει μαγέψει όλους και την κοιτάνε εκστασιασμένοι πριν κάνουν οτιδήποτε.

Κι ενώ η πρωταγωνίστρια πεινασμένη εξετάζει τις επιλογές της, το κινητό της τηλέφωνο ζωντανεύει για να ακουστεί «Μήνυμα από την πολιτική προστασία», προκαλώντας ένα αυθόρμητο, ανακουφιστικό γέλιο. Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης που αναφέρεται στο έργο, το γέλιο δεν λείπει, αφού το χιούμορ χαρακτηρίζει την παράσταση.

{jb_quote}Μια παράσταση γεμάτη φαντασία, που αφήνει το μυαλό να ταξιδέψει πέρα από τα όρια της σκηνής, όπου το κάθε αντικείμενο μεταμορφώνεται σε ό,τι απαιτεί ο μύθος, όπου η ηρωίδα παρασύρει τον θεατή να δει ό,τι αυτή βλέπει.{/jb_quote}

Η ανάγκη της πρωταγωνίστριας να μιλήσει, να διαπιστώσει και η ίδια πώς οδηγήθηκε η χώρα στην καταστροφή, πώς κατάφερε η ίδια να επιβιώσει, ποιες μπορεί να είναι οι επιλογές της, την οδηγούν στο να αναζητήσει κάποιον στον οποίο μπορεί να απευθύνεται. Έτσι, μόνη της θα κατασκευάσει από χαρτί έναν βάτραχο. Έναν βάτραχο, που θα τον ονομάσει Διογένη και στον οποίο θα αποφασίσει να διδάξει την ιστορία της Ελλάδας μέσα από μύθους. Μύθοι που βασίζονται σε γνωστά στοιχεία, καταλήγουν όμως να αντανακλούν τις σκέψεις της πρωταγωνίστριας για μια Ελλάδα που πήγαινε προς την καταστροφή, πριν η καταστροφή αυτή έρθει.

Από τα πρώτα πράγματα που θα σκεφτεί είναι ότι για να επιζήσει χρειάζεται μια κυβέρνηση και η κυβέρνηση μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από εκλογές. Έτσι, θα δημιουργήσει δύο κόμματα, ένα το δικό της κι ένα του βατράχου, θα προειδοποιήσει τον βάτραχο ότι δεν θα πρέπει να ψηφίσει τον εαυτό του κι έτσι θα ανακηρυχθεί η ίδια κυβέρνηση. Παρότι δεν υπάρχει αντίπαλος, παρότι δεν υπάρχουν ψηφοφόροι, και πάλι ο τρόπος που γίνεται η πολιτική αντιπαράθεση μας παραπέμπει στη διαφθορά του εκλογικού συστήματος, αφού όλη η παράσταση είναι κατά βάση πολιτική.

Η εξιστόρηση πηγαινοέρχεται από την αρχαία Ελλάδα προς τη νεότερη ιστορία και τα γεγονότα προδιαγράφουν ότι το μέλλον θα είναι καταστροφικό. Μέσα από τις διηγήσεις της στον βάτραχο προσπαθεί συγχρόνως να μην ξεχάσει την ιστορία, τη γλώσσα, τους μύθους της πατρίδας της, αλλά και να ανακαλύψει τι έφταιξε και οδηγήθηκε η χώρα στην καταστροφή, ενώ συγχρόνως αναζητάει το γιατί η ίδια κατάφερε να επιβιώσει. Η ελπίδα της για έναν ακόμα επιζώντα χάνεται, ενώ συνειδητοποιεί ότι ο ίδιος είχε χαθεί πολύ πριν από την καταστροφή, βυθισμένος ανάμεσα στις τραπεζικές του κάρτες και στην έλλειψη χρόνου, φορτωμένος επαγγελματικές και κοινωνικές υποχρεώσεις.

Ένα σκοινί έχει στερεωθεί στη σκηνή, όπου απλωμένα, σαν μπουγάδα, βρίσκονται από χαρτονομίσματα μέχρι η σημαία της χώρας. Με μερικές επιδέξιες κινήσεις το σκοινί θα μεταμορφωθεί σε σκηνή για θέατρο σκιών και η παράσταση με τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Καραγκιόζη θα ξεκινήσει με την πρωταγωνίστρια να εναλλάσσεται στους δύο ρόλους και το χέρι της να παίζει τον ρόλο του καταραμένου όφεως. Ο Καραγκιόζης αναλαμβάνει τα ηνία, ενώ το βατραχοπέδιλο, φορεμένο στο χέρι της Αννίτας Κούλη, δημιουργεί την αίσθηση του χαρακτηριστικού χεριού του Καραγκιόζη.

Καθηλώνει η τελευταία σκηνή, μετά τον δέκατο μύθο, καθώς η πρωταγωνίστρια παίρνει τη μορφή της Καρυάτιδας, αναδεικνύοντας το μεγαλείο της Ελλάδας ακόμα και μέσα από την καταστροφή.

Μια παράσταση που σου αφήνει μια ευχάριστη αίσθηση, έστω κι αν παρακολούθησες «το μετά» από μια καταστροφή. Μια καταστροφή που μοιάζει όλο και πιο κοντά, μέσα από συνεχόμενες λανθασμένες επιλογές. Κι όμως, ο άνθρωπος μάλλον είναι καταδικασμένος να επιβιώνει, έστω κι αν είναι έτοιμος να επαναλάβει τα ίδια λάθη που τον οδήγησαν στην καταστροφή. Μια παράσταση γεμάτη φαντασία, που αφήνει το μυαλό να ταξιδέψει πέρα από τα όρια της σκηνής, όπου το κάθε αντικείμενο μεταμορφώνεται σε ό,τι απαιτεί ο μύθος, όπου η ηρωίδα παρασύρει τον θεατή να δει ό,τι αυτή βλέπει. Και δεν φαντάζει απίθανο ένας βάτραχος από χαρτί να ονομάζεται Διογένης και να μαθαίνει ιστορία.

Ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος δημιούργησε μια παράσταση εξαιρετική, που απέδειξε πως είναι και διαχρονική, αφού πάντα τα ίδια γεγονότα θα οδηγούν στην καταστροφή και μόνο τα μέσα μπορεί να αλλάζουν.

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.

Το Diastixo.gr είναι χορηγός επικοινωνίας.

Keywords
Τυχαία Θέματα