Απόδημος

απόδημος (ο) 1. αυτός που του στερούν τη δυνατότητα να ασκήσει ένα δικαίωμα που έχει, «οι φοιτητές έχουν δικαίωμα στις σπουδές, αλλά είναι απόδημοι ...

Keywords
Τυχαία Θέματα
Απόδημος,apodimos