Ηλεκτροπαραγωγή: Αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ κατά 2.5GW το 2021-2022

Tην Ετήσια Έκθεσή του για τον Ελληνικό Ενεργειακό Τομέα παρουσίασε το ΙΕΝΕ, την Τετάρτη (20/9) στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, παρουσία μεγάλου αριθμού επιστημόνων και επαγγελματιών του ενεργειακού τομέα, αλλά και της Υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Αλεξάνδρας Σδούκου, η οποία αναφέρθηκε στις κυβερνητικές προτεραιότητες, με έμφαση στην πράσινη μετάβαση.

Η αποτύπωση αλλά και ανάλυση του ενεργειακού τομέα, κατέστη πιο απαραίτητη από ποτέ λόγω του αυξανόμενου κόστους ενέργειας, της διαταραχής στις εφοδιαστικές αλυσίδες, αλλά

και της μεταβλητότητας που προκάλεσαν αφ’ ενός η πανδημία και αφ’ ετέρου η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία που οδήγησαν μεταξύ άλλων και στη μείωση της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας.

Παράλληλα με την πολυσέλιδη έκθεση άνω των 200 σελίδων, κατανοείται καλύτερα η δομή και λειτουργία του ενεργειακού τομέα στην Ελλάδα, ενός τομέα που αναμφισβήτητα αποτελεί την «ραχοκοκκαλιά» της οικονομίας και βασικό αναπτυξιακό πυλώνα.

Σταχυολογώντας την έκθεση του ΙΕΝΕ, μπορεί να βγάλει κανείς τα παρακάτω γενικά συμπεράσματα:

Αρχικά, χαρακτηριστικό του ελληνικού ενεργειακού τομέα είναι η διαχρονικά υψηλή εξάρτηση της χώρας από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, εισαγόμενα κατά 99% κατά μέσο όρο, αλλά και η μεγάλη μέχρι πρόσφατα χρήση λιγνίτη στην εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή, με αξιοσημείωτη αύξηση της συνεισφοράς των ΑΠΕ μόλις τα τελευταία χρόνια (αύξηση της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ κατά 2.5 GW το 2021-2022), όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή της έκθεσης

Επίσης, ιδιαιτερότητα του εθνικού ενεργειακού συστήματος αποτελεί η περιορισμένη έκταση των δικτύων τηλεθέρμανσης σε ένα ηλεκτρικό σύστημα που αποτελείται από το διασυνδεδεμένο σύστημα και τα αυτόνομα ηλεκτρικά συστήματα των νησιών (Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά – ΜΔΝ).

Η Ελλάδα βέβαια, οδεύει τα τελευταία χρόνια προς την ενεργειακή μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας, ακολουθώντας την τάση για μία απανθρακοποιημένη ευρωπαϊκή οικονομία και έχει ως κύριο στόχο την παραγωγή καθαρής ενέργειας, την καθιέρωση ενεργού συμμετοχής των καταναλωτών ως παραγωγών ενέργειας (prosumers) και τη μείωση του ενεργειακού κόστους μέχρι το 2031 τουλάχιστον. Για αυτό το σκοπό δρομολογούνται επενδύσεις 66 δισ. ευρώ στη 10ετία.

Η αποτελεσματική και ασφαλής λειτουργία της ενιαίας διασυνδεδεμένης ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και οι ελεύθερες και έντονα ανταγωνιστικές ενεργειακές ροές, μέσω χρηματιστηρίων για την ενέργεια και δικτύων μεταφοράς και διανομής ανά την Ευρώπη, αποτελούν αναμφίβολα τους βασικούς στόχους της ενεργειακής πολιτικής της Ευρώπης και της Ελλάδας.

Η ένταξη και η ταχύρρυθμη προώθηση των ΑΠΕ στην κορυφή του ενεργειακού μίγματος της Ελλάδας, με οικονομικότερους όρους, μέσα από ρυθμίσεις και όρους αγοράς και όχι με δαπανηρές επιδοτήσεις, καθώς και με την απορρόφηση και ένταξη της αναδυόμενης διεσπαρμένης και οριζόντια αναπτυγμένης παραγωγής ενέργειας, μικροπαραγωγών στα εθνικό σύστημα εμπεριέχονται στο επικαιροποιημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).

Επίσης, καθοριστικό ρόλο αναμένεται να παίξουν οι τεχνολογίες αποθήκευσης και εξοικονόμησης

ενέργειας, η ανάπτυξη σύγχρονων υποδομών (π.χ. διασυνδέσεις ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού

αερίου, επεκτάσεις έξυπνων δικτύων και σημείων φόρτισης ανά την Ελλάδα για ηλεκτρικά αυτοκίνητα), η μεγαλύτερη διείσδυση των ηλεκτρικών οχημάτων στις μεταφορές, η αντιμετώπιση των διασυνοριακών προβλημάτων και της ασφάλειας των διασυνδεδεμένων εθνικών δικτύων, η αξιοποίηση νέων τεχνολογιών (πχ. υδρογόνου, βιομεθανίου), όπως και η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας.

Παράλληλα, η ανάπτυξη των έξυπνων δικτύων και μετρητών της διανομής του ηλεκτρικού ρεύματος, οι ενεργειακές κοινότητες, η αυτορύθμιση της κατανάλωσης από τον καταναλωτή/παραγωγό, η ανάπτυξη μικρής ιδιωτικής παραγωγής και ο συμψηφισμός της, με τις αντίστοιχες καταναλώσεις τους από το εθνικό δίκτυο, θα πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα.

Μεταξύ άλλων, τα ανωτέρω αναμένεται να μειώσουν τις ενεργειακές ανάγκες, ενώ αναμένεται να αναπτυχθεί η απαραίτητη ενεργειακή αποδοτικότητα που αποτελεί μαζί με τις ΑΠΕ και την αποθήκευση ενέργειας τους πυλώνες για το μηδενισμό του ανθρακικού αποτυπώματος στην ηλεκτρική ενέργεια μέχρι το 2050.

Επίσης, οι προοπτικές της επανεκκίνησης της έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται ως πολλά υποσχόμενες, καθώς αυτές μπορούν να μεταβάλλουν δραστικά,

ανάλογα και με τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των κοιτασμάτων, το ενεργειακό τοπίο της Ελλάδας και να βοηθήσουν στην επίτευξη των αναπτυξιακών της στόχων.

Αλλά ακόμα και στην περίπτωση μιας μικρής παραγωγής τόσο σε πετρέλαιο όσο και σε φυσικό αέριο, με στόχο την κάλυψη τμήματος των εγχώριων ενεργειακών αναγκών, η προσπάθεια αυτή θα έχει οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη και άρα οφείλει να στηριχθεί από όλες τις κυβερνήσεις και πολιτικά κόμματα, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, καθώς έχει άμεσο αντίκτυπο στην δημιουργία εγχώριας τεχνογνωσίας και θέσεων εργασίας, με απόλυτα θετική συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά και στην ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού.

Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ο κομβικός ρόλος μιας αυξημένης εγχώριας παραγωγής υδρογονανθράκων για την μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας.

Γεωργία Σαμπαζιώτη

Στα συνημμένα στο τέλος της σελίδας ολόκληρη η έκθεση

ΑΠΕΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗσυνεισφοράIENE_MELETI_2023_web.pdf
Keywords
Τυχαία Θέματα