ΓΠΚΒ: Η διανομή κοινωνικού «κοινωνικού μερίσματος» είναι κατανοητή αλλά έχει δυσμενείς παρενέργειες για την ανάπτυξη



ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 2018.

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΙΑΡΓΚΟΒΑ

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές

Ο Προϋπολογισμός του 2018 είναι ένας κρίσιμος προϋπολογισμός.

Γιατί είναι αυτός που θα μας οδηγήσει στην έξοδο από το τρίτο Μνημόνιο

αλλά και συνολικά από τα μνημόνια στα οποία βρισκόμαστε από το 2010. Η επόμενη μέρα πρέπει να είναι ομαλή ώστε να μην επηρεαστεί αρνητικά η ελληνική οικονομία και κατά συνέπεια η ελληνική κοινωνία.
Τρία πρέπει να είναι τα απαραίτητα στοιχεία ενός προϋπολογισμού που εξασφαλίζει αυτή την ομαλότητα. (1) Ο προϋπολογισμός να εκτιμά ανάπτυξη για το επόμενο έτος (2) Ο προϋπολογισμός να εξασφαλίζει τη δημοσιονομική ισορροπία και (3) Ο προϋπολογισμός να εξασφαλίζει την κοινωνική δικαιοσύνη.

Το σχέδιο του Προϋπολογισμού που κατατέθηκε προσπαθεί να ικανοποιήσει και τις 3 παραπάνω συνθήκες. Προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,5%, για το 2018, πρωτογενές πλεόνασμα 3,8% στο ΑΕΠ και μέτρα για την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως η πλήρης ανάπτυξη του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης αλλά και παρεμβάσεις κοινωνικής πολιτικής στον κρίσιμο τομέα αντιμετώπισης της παιδικής φτώχειας. Μάλιστα, προβλέπεται ειδικά για το έτος 2018, οι εξοικονομήσεις που προκύπτουν από την επιτυχημένη επισκόπηση των πρωτογενών λειτουργικών δαπανών, να χρηματοδοτήσουν μια σειρά πρόσθετων δράσεων κοινωνικής προστασίας

Όλα τα παραπάνω είναι θετικά.

Ωστόσο, μια σειρά από δεδομένα δημιουργούν προβληματισμούς στην αποτελεσματικότητα της προσπάθειας που καταβάλλεται. Αυτούς τους προβληματισμούς καταθέτουμε εδώ σε μια προσπάθεια να φανούμε χρήσιμοι.

Στο θέμα της ανάπτυξης, η εντυπωσιακή προβλεπόμενη αύξηση των Επενδύσεων κατά 11,4%, ουσιαστικά μόνο από τον ιδιωτικό τομέα, μπορεί να θεωρηθεί αρκετά αισιόδοξη. Η συνεισφορά της συνιστώσας αυτής στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης θα είναι πολύ σημαντική, δηλαδή 1,4 ποσοστιαίες μονάδες του πραγματικού ΑΕΠ. Για να επιτευχθεί, όμως, χρειάζεται να ξεπεραστούν διάφορα εμπόδια, στρεβλώσεις και αντικίνητρα που εξακολουθούν να υπάρχουν στις επιμέρους αγορές και αποτρέπουν την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Ένας ενδιαφερόμενος επενδυτής θέλει να γνωρίζει τι θα συμβεί σε μακροχρόνιο ορίζοντα, δηλαδή πέντε-δέκα ετών.

Αποθαρρύνεται όταν βλέπει μια χώρα που αντιμετωπίζει πρόβλημα εργατικού δυναμικού με έντονο δημογραφικό πρόβλημα, υπογεννητικότητα και έξοδο μορφωμένων νέων, χαμηλή παραγωγικότητα λόγω capital controls, και αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, δηλαδή μια σειρά παραγόντων που δεν υπόσχονται συνθήκες μακροχρόνιας κερδοφορίας.

Εάν σε αυτά προσθέσουμε και το ζήτημα της υπερ-φορολόγησης, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα.

Χρειάζεται να δημιουργηθούν συνθήκες και προσδοκίες μακροχρόνιας κερδοφορίας για τις επιχειρήσεις και υψηλών εισοδημάτων για τους εργαζομένους προκειμένου να ευοδωθούν οι εκτιμήσεις.

Άλλωστε η φετινή τριπλή καθοδική αναθεώρηση των προβλέψεων ανάπτυξης από το 2,7% πέρυσι τέτοια εποχή, σε 1,6% τελικά για φέτος (όταν πριν από μόλις ενάμιση μήνα η πρόβλεψη ήταν για 1,8%) δείχνει ότι ο στόχος της ανάπτυξης είναι δύσκολος. Η ιδιωτική κατανάλωση για φέτος προβλέπεται στο 0,9%, δηλαδή η μισή έναντι της αρχικής εκτίμησης για αύξησή της κατά 1,8% το 2017. Οι επενδύσεις, διαμορφώθηκαν στο 5,1%, δηλαδή κατά 44% χαμηλότερα της αρχικής πρόβλεψης για 9,1%.

Στο θέμα της δημοσιονομικής ισορροπίας, είναι θετικό που και αυτός ο προϋπολογισμός προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα. Πλέον γίνεται σαφές ότι μια χρόνια δημοσιονομική ανισορροπία της χώρας μας παύει να υφίσταται. Τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι απαραίτητα γιατί εξασφαλίζουν την ικανοποίηση των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα με χρέος ίσο με το 180% του ΑΕΠ, κάθε κυβέρνηση πρέπει να προσβλέπει στη δημοσιονομική τάξη, δηλαδή στη δημιουργία πλεονάσματος. Η κυβέρνηση εκτιμά από τώρα ότι και το 2018 θα υπάρξει «υπερπλεόνασμα» 587 εκατ. ευρώ έναντι του μνημονιακού στόχου.
Όμως γιατί να επιδιώκουμε υπέρβαση του ήδη πολύ υψηλού στόχου; Ποια είναι η οικονομική λογική;

Η διανομή κοινωνικού «κοινωνικού μερίσματος» είναι κατανοητή μπροστά στην πίεση που υφίσταται η κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα αυτή έχει δυσμενείς παρενέργειες για την ανάπτυξη αφού χρηματοδοτείται κυρίως μέσω φόρων.

Σε περιόδους σαν τη σημερινή που η οικονομία παράγει λιγότερο από τις παραγωγικές της ικανότητες, δεν είναι καλύτερα να επιδιώκουμε να βρούμε τρόπους βελτίωσης και όχι επιβάρυνσης των συνθηκών ζήτησης, και μάλιστα με τρόπο που βλάπτει καίρια την πλευρά της προσφοράς, δηλαδή με υπερφορολόγηση;

Δεν θα ήταν περισσότερο αναπτυξιακό (σε όρους μακροχρόνιας και βιώσιμης ανάπτυξης) και κοινωνικά δίκαιο να χρησιμοποιηθεί σε αυτόν τον προϋπολογισμό ο «δημοσιονομικός χώρος» για μείωση της φορολογίας για εργαζομένους και επιχειρήσεις;

Η επιδίωξη πλεονασμάτων παραπάνω απ’ όσο χρειάζονται, δηλαδή η επιδίωξη μεγαλύτερης λιτότητας, δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας στην αγορά και εν γένει στην οικονομική δραστηριότητα.

Και όσο επιδιώκουμε μεγαλύτερα πλεονάσματα μέσω αυξημένης φορολογίας, παγώματος των δημοσίων επενδύσεων και περικοπής δαπανών, τόσο μικρότερος είναι τελικά ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Το βλέπουμε άλλωστε αυτό στην πρόβλεψη για χαμηλή φετινή ανάπτυξη με ταυτόχρονη υπερ-απόδοση του πλεονάσματος.

Τέλος, το θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, σωστά τίθεται από το Σχέδιο του Προϋπολογισμού.

Εμείς, στο ΓΠΚΒ, θέσαμε το θέμα αυτό σε ύψιστη προτεραιότητα διοργανώνοντας στις 19 Νοεμβρίου 2013 μέσα στη Βουλή, ημερίδα με τίτλο «Δημοσιονομική προσαρμογή: πόσο δίκαιη είναι η κατανομή των βαρών;» Μάλιστα για να ευαισθητοποιήσουμε τους ευρωπαίους και διεθνείς εταίρους μας πάνω στο θέμα, στην ημερίδα προσκλήθηκαν πρέσβεις από 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ.

Η διεθνής εμπειρική έρευνα ισχυρίζεται ότι οι πιθανότητες επιτυχίας ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής αυξάνονται όταν βελτιώνεται η στόχευση των κοινωνικών παροχών και η αποτελεσματικότητά τους (όσον αφορά τη μείωση της φτώχιας), όταν αυξάνονται οι δαπάνες για προγράμματα ενεργών πολιτικών απασχόλησης και επαγγελματική κατάρτιση και οι δαπάνες για κοινωνική κατοικία για τους φτωχούς, αλλά και όταν μειώνεται ο συντελεστής ΦΠΑ για τα βασικά αγαθά. Αυτά λέγαμε τότε, και τα οποία έχουν καταγραφεί με την έκδοση του αντίστοιχου τόμου.

Στο σχέδιο προϋπολογισμού που κατατέθηκε, η σωστή επιδίωξη του στόχου της Κοινωνικής Δικαιοσύνης αποδυναμώνεται εξαιτίας εσωτερικών αντιφάσεων. Μία από αυτές αντανακλάται στην εξέλιξη του λόγου των έμμεσων προς άμεσων φόρων.

Οι άμεσοι φόροι θεωρούνται δικαιότεροι από τους έμμεσους, καθώς είναι φόροι ανάλογοι του εισοδήματος και όχι φόροι στην κατανάλωση, όπως οι έμμεσοι οι οποίοι, δεν κάνουν διακρίσεις σε έχοντες και μη έχοντες, αλλά επιβαρύνουν όλους το ίδιο, περιορίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των πιο αδύναμων νοικοκυριών. Ο λόγος των έμμεσων προς άμεσους φόρους αποτελεί ένδειξη της πρόθεσης της δημοσιονομικής πολιτικής να ενισχύσει την αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των χαμηλών εισοδημάτων. Αυτό σημαίνει ότι όσο μικρότερος είναι ο λόγος τόσο πιο κοινωνικά δίκαιη είναι η φορολογία.

Δυστυχώς, τα στοιχεία δείχνουν ότι ο λόγος των έμμεσων προς άμεσους φόρους ενώ μειωνόταν συνεχώς μετά το 2011 και μέχρι το 2014, στη συνέχεια αυξάνεται σημαντικά.

Keywords
Τυχαία Θέματα