Εργαζόμενος με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου που εξελέγη σε κοινοβουλευτικό αξίωμα πρέπει να έχει το δικαίωμα να λάβει, για την άσκηση των πολιτικών καθηκόντων του κατά τη διάρκεια της θητείας του, την ίδια έκτακτη άδεια με τη χορηγούμενη σε μόνιμο δημόσιο υπάλληλο


Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Απόφαση στην υπόθεση C-158/16
Margarita Isabel Vega González κατά Consejería de Hacienda y Sector Público del Principado de Asturias

Εργαζόμενος με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου που εξελέγη σε κοινοβουλευτικό αξίωμα πρέπει να έχει το δικαίωμα να λάβει, για την άσκηση των πολιτικών καθηκόντων του κατά τη διάρκεια της θητείας του, την ίδια έκτακτη άδεια με τη χορηγούμενη σε μόνιμο δημόσιο υπάλληλο.

Μια εργαζομένη, η οποία εργάζεται

από χρόνια στη δημόσια διοίκηση του Πριγκιπάτου της Αστούριας, διορίσθηκε από τη διοίκηση αυτή, στις 15 Απριλίου 2011, σε θέση εκτάκτου υπαλλήλου1 προκειμένου να αναπληρώσει μόνιμο υπάλληλο ο οποίος είχε αποσπασθεί σε άλλη θέση. Κατά τις εκλογές για την ανάδειξη του Junta General del Principado de Asturias (Κοινοβουλίου της Αστούριας, Ισπανία) που διεξήχθησαν τον Μάιο του 2015, η εργαζομένη εξελέγη μέλος του κοινοβουλίου. Για να μπορέσει να αναλάβει πλήρως τα κοινοβουλευτικά της καθήκοντα, η εργαζομένη ζήτησε, τον Ιούνιο του 2015, από την περιφερειακή διοίκηση να της χορηγηθεί έκτακτη άδεια προβλεπόμενη από την ισπανική νομοθεσία ή άδεια άνευ αποδοχών. Η αίτησή της απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι η έκτακτη άδεια και η άδεια άνευ αποδοχών χορηγούνται μόνο στους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους. Η ισπανική νομοθεσία ορίζει ότι οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται να διατηρήσουν την ιδιότητα και τη θέση που κατέχουν και ότι το διάστημα αυτό λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων τριετίας και της βαθμολογικής προαγωγής.
Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου2 έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Η συμφωνία-πλαίσιο ορίζει ότι, όσον αφορά τις συνθήκες απασχολήσεως, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνον επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτή η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

Το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo no 1 de Oviedo (διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 1 του Oviedo, Ισπανία), το οποίο έχει επιληφθεί της υποθέσεως, εκτιμά ότι ο προσωρινός χαρακτήρας των καθηκόντων που ασκεί ο έκτακτος υπάλληλος δεν συνιστά, αυτός καθαυτός, αντικειμενικό λόγο που να δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση η οποία του στερεί το δικαίωμα να επανέλθει στη θέση του μετά τη λήξη της κοινοβουλευτικής του θητείας. Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η κατάσταση που δικαιολογούσε τον προσωρινό διορισμό του συγκεκριμένου εκτάκτου υπαλλήλου να εξακολουθεί να υφίσταται και μετά τη λήξη της κοινοβουλευτικής του θητείας. Το ισπανικό δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν στην έννοια των «συνθηκών απασχόλησης» εμπίπτει το δικαίωμα ενός εργαζομένου να τοποθετηθεί σε διοικητική θέση που του παρέχει τη δυνατότητα αναστολής της σχέσεως εργασίας προκειμένου να ασκήσει τα πολιτικά καθήκοντα για τα οποία εκλέχθηκε. Το δικαστήριο αυτό ζητεί επίσης να διευκρινιστεί εάν η προκύπτουσα από την ισπανική ρύθμιση διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εκτάκτων και μονίμων δημοσίων υπαλλήλων συνάδει προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι στην έννοια των «συνθηκών απασχόλησης» εμπίπτει το δικαίωμα ενός εργαζομένου που εξελέγη σε κοινοβουλευτικό αξίωμα να λάβει έκτακτη άδεια, προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία, δυνάμει της οποίας αναστέλλεται η σχέση εργασίας, έτσι ώστε να διασφαλίζονται η διατήρηση της θέσεως εργασίας του εργαζομένου αυτού και το δικαίωμά του προαγωγής έως τη λήξη της κοινοβουλευτικής του θητείας.
Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι με τον όρο «συνθήκες απασχόλησης» νοούνται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που προσδιορίζουν συγκεκριμένη σχέση εργασίας, συμπεριλαμβανομένων τόσο των συνθηκών υπό τις οποίες εργάζεται κάποιος όσο και των συνθηκών που αφορούν τη λύση αυτής της σχέσεως εργασίας. Μια απόφαση χορηγήσεως της επίμαχης έκτακτης άδειας, η οποία συνεπάγεται την αναστολή ορισμένων στοιχείων της σχέσεως εργασίας ενώ παράλληλα διατηρούνται άλλα στοιχεία της σχέσεως αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια των «συνθηκών απασχόλησης». Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο εκτιμά ότι, αφενός, η απόφαση χορηγήσεως μιας τέτοιας άδειας σε εργαζόμενο λαμβάνεται οπωσδήποτε στο πλαίσιο της σχέσεως εργασίας που τον συνδέει με τον εργοδότη και, αφετέρου, ότι η επίμαχη έκτακτη άδεια δεν οδηγεί μόνο στην αναστολή της σχέσεως εργασίας, αλλά και παρέχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα διατηρήσεως της αρχικής θέσεως εργασίας που κατείχε έως ότου επανέλθει σ’ αυτή μετά τη λήξη της κοινοβουλευτικής του θητείας, διασφαλίζοντας παράλληλα τη συνεκτίμηση του χρονικού αυτού διαστήματος για τον υπολογισμό των επιδομάτων τριετίας και της βαθμολογικής προαγωγής, στοιχεία τα οποία έχει ήδη αναγνωρίσει ρητώς το Δικαστήριο ότι εμπίπτουν στην έννοια των «συνθηκών απασχόλησης». Το Δικαστήριο προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, μια ερμηνεία της συμφωνίας-πλαισίου η οποία θα απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής της έννοιας των «συνθηκών απασχόλησης» το δικαίωμα λήψεως έκτακτης άδειας θα περιόριζε, κατά παράβαση του επιδιωκόμενου από την εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο σκοπού, την έκταση της προστασίας κατά των διακρίσεων που παρέχεται στους εργαζομένους με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου.
Το Δικαστήριο αποφαίνεται επίσης ότι η συμφωνία-πλαίσιο αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία αποκλείει κατ’ απόλυτο τρόπο τη χορήγηση, σε εργαζόμενο με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου που πρόκειται να αναλάβει πολιτικό αξίωμα, άδειας δυνάμει της οποίας αναστέλλεται η σχέση εργασίας έως ότου ο εργαζόμενος αυτός επανέλθει στη θέση του μετά τη λήξη της εν λόγω θητείας, ενώ το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται στους εργαζομένους με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι υφίσταται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου και εκείνων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου όσον αφορά τη χορήγηση της επίμαχης έκτακτης άδειας, διότι ο εργαζόμενος με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου που, αντιθέτως προς τον μόνιμο δημόσιο υπάλληλο, δεν μπορεί να λάβει την άδεια αυτή πρέπει να παραιτηθεί από τη θέση του για να μπορέσει να ασκήσει τα πολιτικά καθήκοντά του κατά τη διάρκεια της θητείας του. Στο ισπανικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν η εργαζομένη βρίσκεται σε συγκρίσιμη θέση με αυτή των εργαζομένων που προσλήφθηκαν με συμβάσεις αορίστου χρόνου από την ίδια αρχή κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονικής περιόδου. Εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση και διαπιστώνεται συνεπώς άνιση μεταχείριση, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει εάν η εν λόγω μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
Το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, η απόλυτη άρνηση χορηγήσεως της επίμαχης έκτακτης άδειας στους εργαζομένους με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου δεν φαίνεται να είναι απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η ισπανική νομοθεσία, δηλαδή τη διατήρηση των θέσεων εργασίας και του δικαιώματος προαγωγής των εργαζομένων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου (και ειδικότερα των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που κατέχουν πολιτικό αξίωμα), στο μέτρο που το ίδιο το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo no 1 de Oviedo διαπιστώνει ότι είναι απολύτως δυνατό να χορηγηθεί, στους εργαζομένους με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου που κατέχουν το ίδιο αξίωμα, μια τέτοια άδεια η οποία αναστέλλει τη σχέση εργασίας έως τη λήξη της εν λόγω θητείας (ημερομηνία κατά την οποία διασφαλίζεται η επιστροφή τους στη θέση που κατείχαν, υπό την επιφύλαξη ότι η θέση αυτή δεν έχει στο μεταξύ καταργηθεί ή πληρωθεί από μόνιμο δημόσιο υπάλληλο).

------

1 Ως «έκτακτοι υπάλληλοι» νοούνται όσοι έχουν διορισθεί νομίμως για την προσωρινή πλήρωση κενών οργανικών θέσεων στη δημόσια διοίκηση του πριγκιπάτου της Αστούριας, μέχρι την κάλυψη των θέσεων αυτών από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους, ή για την αναπλήρωση μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που έχουν αποσπασθεί ή έχουν λάβει έκτακτη άδεια.
2 Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και έχει προσαρτηθεί στην οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).

www.curia.europa.eu

Keywords
Τυχαία Θέματα