Τα 30 χαμένα χρόνια της Ελλάδας

Η Ελληνική Στατιστική Αρχή ανακοινώνει σήμερα στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του 2018. Με βάση αυτά θα «ρυθμιστούν» οι τελικές εξαγγελίες του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη, το Σάββατο -στα εγκαίνια της Έκθεσης- και φυσικά θα αποτελέσουν κλειδί για τις συζητήσεις με τους δανειστές την επόμενη εβδομάδα.

Σε τεχνοκρατικό επίπεδο, η πορεία

του ΑΕΠ στο β’ τρίμηνο είναι σημαντική καθώς με την ανάπτυξη συνδέεται άμεσα και η πορεία των δημοσίων εσόδων, μέγεθος καθοριστικό για την εξέλιξη των πρωτογενών πλεονασμάτων πάνω στα οποία η κυβέρνηση έχει συνδέσει όλη της την επικοινωνιακή εκστρατεία και για το 2018 αλλά και για το 2019.

Όμως, ανεξαρτήτως αυτών η ουσία είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει χάσει το 26,5% του ΑΕΠ της στην περίοδο της κρίσης και δεν αναμένεται ούτε τα επόμενα 20 χρόνια να επιστρέψει στο επίπεδο που ήταν το 2007, κυρίως με βάση της σύγκλισή της με το μέσο κοινοτικό όρο.

Για παράδειγμα, το 2007 η Ελλάδα ήταν η 14η ισχυρότερη οικονομία ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Το 2017 υποχώρησε στην 24η θέση, μπροστά από τις Λετονία, Κροατία, Ρουμανία και Βουλγαρία.

Έτσι, το επίπεδο της πραγματικής σύγκλισης στη χώρα μας μειώθηκε από το 95,1% το 2007 στο 69,7% το 2017 στην ΕΕ-28 και στο 65,8% από 87,1% αντίστοιχα στην ευρωζώνη.

Το πραγματικό ΑΕΠ

Με βάση τα τελευταία στοιχεία της βάσης δεδομένων The Conference Board Total Economy DatabaseΤΜ (Original) που χρησιμοποίησε η Eurobank Research, το 2017 το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα υπολείπεται κατά -25,4% σε σχέση με το 2007, με την αξία της εγχώριας παραγωγής τελικών αγαθών και υπηρεσιών να διαμορφώνεται σε επίπεδα παρόμοια με αυτά που είχε στο τέλος της δεκαετίας του 1990.

Έτσι, η ελληνική οικονομία για να προσεγγίσει σε ορίζοντα 10ετίας ή 15ετίας ή 20ετίας τα προ κρίσης επίπεδα της πραγματικής σύγκλισης που είχε το 2007 θα πρέπει να «τρέχει» σε όρους πραγματικού μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ με ετήσιο ρυθμό 3,2%, 2,1% και 1,6% υψηλότερο των αντίστοιχων των άλλων χωρών της ΕΕ-28 και με μεγαλύτερο ρυθμό 2,8%, 1,9% και 1,4% για να επιτύχει τη σύγκλιση του 2007 στην ευρωζώνη αντίστοιχα. Δεδομένου ότι η μακροπρόθεσμη πρόβλεψη για την ετήσια ανάπτυξη στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες κυμαίνεται στο 1,5% από την ΕΕ και στο 1% από το ΔΝΤ, χωρίς μια δραματική επιτάχυνση της ανάπτυξης η χώρα αναμένεται να παραμείνει στο περιθώριο.

Η… απάντηση Τσίπρα

Σε όλα τα παραπάνω, και ενώ οι επενδύσεις δημόσιες και ιδιωτικές στη χώρα είναι από ελάχιστες ως μηδενικές, ο Αλέξης Τσίπρας ετοιμάζεται να ανακοινώσει στη ΔΕΘ αυξήσεις μισθών είτε στις κατώτατες αμοιβές, είτε με τις κλαδικές συμβάσεις, είτε με την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού.

Για τον λόγο αυτόν η κυβέρνηση με συγκεκριμένες αναφορές σε αυξήσεις κλαδικών αμοιβών επιχειρεί να καταστήσει ρεαλιστικό το αφήγημά της και να σηματοδοτήσει την «επόμενη μέρα των μνημονίων». Έτσι το υπουργείο Εργασίας φρόντισε μία εβδομάδα πριν από την «άνοδο» του Πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη να εκδώσει τις πρώτες αποφάσεις του για την επέκταση κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, γεγονός που θα σημάνει αυξήσεις για όσους εργαζομένους απασχολούνται σε εργοδότες του κλάδου που δεν δεσμεύονταν από την υπογραφή της σύμβασης. Αναφερόμαστε σε τέσσερις κλαδικές συμβάσεις στους τομείς των τραπεζών, του τουρισμού και της ναυτιλίας, η επέκταση των οποίων έγινε την Παρασκευή με απόφαση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας. Αναμένεται να ακολουθήσει η επέκταση των συμβάσεων των ξενοδοχοϋπαλλήλων και των μεταλλείων - λιγνιτωρυχείων την ερχόμενη Πέμπτη.

Πρόκειται για μια τεχνική διαδικασία, η επιτυχία ή όχι της οποίας δεν θεωρείται σίγουρη, καθώς οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εκτιμούν ότι ο τρόπος που επέλεξε η κυβέρνηση να την εφαρμόσει την «καθιστά πρακτικά ανεφάρμοστη».

Συγκεκριμένα, μια κλαδική σύμβαση χωρίς την επεκτασιμότητα δεσμεύει - και άρα εφαρμόζεται - μόνο τα μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν υπογράψει. Με την επέκτασή της δεσμεύει το σύνολο του κλάδου. Ωστόσο, για να γίνει αυτό, απαιτείται να έχει υπογραφεί από εργοδοτικές οργανώσεις που απασχολούν πάνω από το 51% των εργαζομένων κάθε κλάδου. Η ύπαρξη ή όχι αυτού του ποσοστού γίνεται από το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας, που είναι το αρμόδιο όργανο για τον έλεγχο της αντιπροσωπευτικότητας των εργοδοτικών οργανώσεων, προκειμένου στη συνέχεια να αποφασιστεί η επεκτασιμότητα ή όχι των συμβάσεων.

Keywords
Τυχαία Θέματα