«Πόλεμο» με τους αντιφασίστες άνοιξε ο Νόαμ Τσόμσκι – «Το Antifa είναι δώρο για την ακροδεξιά», δηλώνει

Επιμέλεια: Αντώνης Ρηγόπουλος

Μια τεράστια συζήτηση έχει ανοίξει τις τελευταίες ώρες με αφορμή συνέντευξη του παγκοσμίου φήμης αμερικανού διανοητή, Νόαμ Τσόμσκι.

Ο Τσόμσκι, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους θεωρητικούς της Αριστεράς, παραχώρησε συνέντευξη στην εφημερίδα Independent στην οποία αναφέρθηκε εκτενώς στο αντιφασιστικό κίνημα ασκώντας σκληρή κριτική για της μεθόδους τις οποίες μετέρχεται στις ΗΠΑ.

Ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο,

η συνέντευξή του είχε παγκόσμια απήχηση και προκάλεσε έντονο προβληματισμό στον πολύ ευρύ πολιτικό χώρο που αντιμάχεται την επάνοδο των ακροδεξιών και φασιστικών ιδεών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Νόαμ Τσόμσκι: H δράση της Antifa ανοίγει τον δρόμο στην καταστολή

«Η Antifa απέχει πολύ από μια δομημένη οργάνωση. Πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για ετερόκλητα άτομα που διαταράσσονται από τις άσχημες δυνάμεις που έχουν βρει έδαφος στη δημόσια συζήτηση από τότε που ο Τραμπ τους έδωσε βήμα», τονίζει ο Νόαμ Τσόμσκι στον Independent δίνοντας τον τόνο όλης της συνέντευξης.

«Συνδεδεμένες μέσω των χαλαρών δεσμών που προσφέρει η antifa, είναι ομάδες που χρησιμοποιούν τη βία με τρόπους που είναι εντελώς απαράδεκτοι και είναι ένα δώρο καλωσορίσματος στην άκρα δεξιά και τις καταπιεστικές δυνάμεις του κράτους», σημειώνει ο Τσόμσκι ωστόσο δεν περιορίζεται εκεί.

Ο Τσόμσκι τονίζει επίσης ότι η χρήση βίας από τις αντιφασιστικές οργανώσεις, προσφέρει έδαφος σε όσους ταυτίζουν τους αντιφασίστες με τους ακροδεξιούς. Η βία της antifa, λέει ο Τσόμσκι, «παρέχει επίσης κάποια δικαιολογία για τον παράλογο ισχυρισμό ότι η antifa είναι συγκρίσιμη με τις ακροδεξιά δυνάμεις».

Συγκέντρωση ακροδεξιών

Ο Τσόμσκι υποστηρίζει ότι η βία ανοίγει το δρόμο για κρατικές κατασταλτικές ενέργειες που θυμίζουν το Cointelpro (ακρωνύμιο για το πρόγραμμα Counter Intelligence Programme), το οποίο περιγράφει ως “το πιο ακραίο εγχώριο κρατικό τρομοκρατικό πρόγραμμα στην ιστορία των ΗΠΑ”. Επρόκειτο για απόρρητο πρόγραμμα παρακολουθήσεων του FBI κατά τις δεκαετίες του ’50 και το ’60, που μετερχόταν πολύ συχνά παράνομες μεθόδους. Στο στόχαστρο, εκτός από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ηνωμένων Πολιτειών (CPUSA), υπήρξαν στελέχη του κινήματος υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων και του κινήματος εναντίον του πολέμου του Βιετναμ, στο οποίο είχε εμπλακεί πολύ ενεργά και ο ίδιος ο Νόαμ Τσόμσκι.

Οι επίσημες επιτροπές του Κογκρέσου και αρκετές δικαστικές υποθέσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι επιχειρήσεις COINTELPRO κατά των κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών ομάδων υπερέβησαν τα νόμιμα όρια όσον αφορά τη δραστηριότητα του FBI και παραβίασαν τις συνταγματικές εγγυήσεις της ελευθερίας του λόγου και του συνεταιρίζεσθαι.

Ο Τσόμσκι εξηγεί ότι το αντιφασιστικό κίνημα θα πρέπει να εξετάσει ευρύτερες κοινωνικές παρεμβάσεις και να μην περιορίζεται στο να παροτρύνει χώρους συγκεντρώσεων να ακυρώνουν εκδηλώσεις ακροδεξιών ομάδων, στην ακτιβιστική διακοπή τέτοιων εκδηλώσεων μέσω άμεσων βίαιων παρεμβάσεων και στη διοργάνωση αντισυγκεντρώσεων.

Ο Τσόμσκι προτείνει στο αντιφασιστικό κίνημα την υιοθέτηση της καλύτερης οργάνωσης των συνδικάτων, τις δράσεις αλληλεγγύης προς τους μετανάστες, τη συμμετοχή σε προγράμματα δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά και την αποκάλυψη νεοναζιστών στον προσωπικό και επαγγελματικό τους κύκλο με σκοπό την απομόνωσή τους.

Αντιδράσεις από την ακαδημαϊκή κοινότητα στις δηλώσεις Τσόμσκι

Τα όσα είπε ο Νόαμ Τσόμσκι έχουν ήδη προκαλέσει αίσθηση στον ακαδημαϊκό κόσμο. Ο Δρ. Μαρκ Μπρέι, ακαδημαϊκός εξειδικευμένος σε ζητήματα του αντιφασιστικού κινήματος και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τονίζει ότι διαφωνεί με την αποστροφή του Νόαμ Τσόμσκι σχετικά με «δώρο» της Antifa προς την ακροδεξιά.

«Δεν συμφωνώ με τον χαρακτηρισμό ότι ο αντιφασισμός είναι ένα δώρο προς την άκρα δεξιά», τονίζει ο Μπρέι που διδάσκει στο Dartmouth College του New Hampshire.

«Δεν ξέρω ούτε ένα παράδειγμα όπου οι προσπάθειες των αντιφασιστών να σταματήσουν την άκρα δεξιά, τελικά να την κατέστησε ισχυρότερη απ’ ό,τι θα ήταν ούτως ή άλλως. Αντιθέτως γνωρίζω πολλά παραδείγματα όπου οι προσπάθειές τους έχουν σταματήσει την άκρα δεξιά», τονίζει ο Μπρέι, συγγραφέας του βιβλίου “Antifa: The Anti-Fascist Handbook”.

Υποστηρίζει ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν χρειάστηκε κανένα «πρόσχημα» για να ενισχύσει την κατασταλτική της παρουσία χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την αντίδραση της αστυνομίας στις διαμαρτυρίες στο Φέργκουσον για το θανατηφόρο πυροβολισμό του Michael Brown, ενός μαύρου 18χρονου πολίτη, από έναν λευκό αστυνομικό τον Αύγουστο του 2014.

«Μου φαίνεται ότι οι καταπιεστικές δυνάμεις θα καταστούν όλο και πιο καταπιεστικές σχεδόν ανεξάρτητα», σημειώνει ο Μπρέι. Παράλληλα τονίζει ότι στα ΜΜΕ κυριαρχεί η τάση να διχοτομηθούν οι αριστεροί διαδηλωτές σε «καλά» και «κακά» παιδιά, δίνοντας πολλή περισσότερη προσοχή σε βίαιες περιθωριακές ομάδες.

H άνοδος του αντιφασιστικού κινήματος στις ΗΠΑ

Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ πριν από μόλις έναν χρόνο ότι έδωσε πολιτικό βήμα σε δεκάδες ακροδεξιές αμερικανικές ομάδες. Από το περιθώριο της πολιτικής ζωής όπου βρίσκονταν τις τελευταίες δεκαετίες, οι ομάδες αυτές, παρεμβαίνοντας στην αμφιλεγόμενη προεκλογική καμπάνια του Τραμπ, κατάφεραν να γίνουν αφενός πιο «ορατές» στο αμερικανική πολιτική συζήτηση, και από την άλλη, δείχνοντας τη δύναμή τους, να μετατοπίζουν όλο και «δεξιότερα» τον ίδιο τον Τραμπ.

Η ανοδική τους πορεία, βέβαια, δε θα μπορούσε να χρεωθεί αποκλειστικά στον Τραμπ. Η τάση αυτή έχει παρατηρηθεί εδώ και τέσσερα με πέντε χρόνια με κομβικό σημείο την αντιπαράθεση των ομάδων αυτών με το κίνημα “Black Lives Matter”. H ανοδική πορεία της αμερικανικής ακροδεξιάς ακολούθησε τον δρόμο της ραγδαίας ανόδου της ακροδεξιάς και στην Ευρώπη, καθώς οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές και η αμερικανική κοινωνία δεν απέχουν δραματικά. Η απόλυτη κυριαρχία του Τραμπ στα ΜΜΕ τα τελευταία δύο χρόνια, όμως, σίγουρα λειτούργησε ευεργετικά για την εξάπλωση των θέσεων και των πρακτικών της ακροδεξιάς.

Ωστόσο, η άνοδος των ακροδεξιών ομάδων δεν ήταν το μόνο φαινόμενο των τελευταίων ετών. Το αντίπαλο δέος, οι αντιφασιστικές ομάδες, άρχισαν παράλληλα να μαζικοποιούνται ως τρόπος αντίδρασης στη ραγδαία συντηρητικοποίηση που «έφερνε» η προεδρία Τραμπ. Οι πολίτες που τώρα χαρακτηρίζονται ως antifa, υπήρξαν σε πολλές περιπτώσεις ενεργοί στο κίνημα Black Lives Matter.

Η πρόσφατη αντισυγκέντρωση αντιφασιστών στο Σάρλτοτσβιλ έκανε το αντιφασιστικό κίνημα των ΗΠΑ γνωστό για τη δράση του εξ’ αιτίας του βίαιου θανάτου μιας διαδηλώτριας. Δολοφόνος ήταν ένας διαδηλωτής από την πλευρά των ακροδεξιών που οδήγησε το όχημά του πάνω στο πλήθος των αντιφασιστών τραυματίζοντας πολλούς και σκοτώνοντας μία γυναίκα.

Η μαζικοποίηση των αντιφασιστικών ομάδων φαίνεται, σύμφωνα με αναλυτές, να αυξάνεται παράλληλα με την αντίστοιχη των ακροδεξιών ρατσιστικών ομάδων στις ΗΠΑ.

Keywords
Τυχαία Θέματα