Αντώνης Ρηγόπουλος: Να μη βρίσκουν τόπο να σταθούν

«Ο φασισμός δεν καθορίζεται από τον αριθμό των θυμάτων του, αλλά από τον τρόπο που τα σκοτώνει», έγραφε ο Jean – Paul Sartre σε άρθρο του στην εφημερίδα Libération τον Ιούνιο του 1953, με αφορμή την εκτέλεση των Julius και Ethel Rosenberg στη Νέα Υόρκη.

Στις 18 Σεπτεμβρίου του 2013, ο χρυσαυγίτης Γιώργος Ρουπακιάς μαχαίρωνε θανάσιμα τον αντιφασίστα μουσικό Παύλο Φύσσα στο Κερατσίνι. Όχι «για το ποδόσφαιρο», όπως κάποιοι καλοθελητές είχαν σπεύσει τότε να εικάσουν, αλλά

επειδή τους ενοχλούσε η επιμονή του να μην υποκύπτει στον φόβο που επιχειρούσαν να επιβάλλουν στη γειτονιά του τα τσιράκια των εφοπλιστών. Επειδή επέμενε να τους ξεμπροστιάζει μέσα από τη μουσική του, επειδή δεν δέχτηκε ποτέ ότι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είναι αντίστροφο από εκείνο της αλληλεγγύης. Επειδή δεν χώριζε τους ανθρώπους με βάση τα χρώματα, τις θρησκείες και τις γλώσσες, όπως ήθελαν εκείνοι.

Στο πρόσωπο του Παύλου εκείνο το βράδυ «μαχαίρωναν» τις χιλιάδες νέους και νέες που έβλεπαν τη σαπίλα που υπήρχε πίσω από την πατριωτική μάσκα που φόρεσαν τα τελευταία χρόνια οι φασίστες. Σκοτώνοντάς τον είχαν την ελπίδα ότι θα βουβαθούν οι αντιφασιστικές φωνές και ότι θα καταφέρουν να επιβάλλουν στην κοινωνία τόσο τα μισαλλόδοξα ξοφλημένα ιδεολογήματά τους, όσο και τα συμφέροντα της χούφτας των μεγαλοκαπιταλιστών που τους συντηρούσαν όλα αυτά τα χρόνια.

Τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία του Παύλου, ας έχουν καταλάβει τουλάχιστον ένα πράγμα. Ότι όσο και αν απειλήσουν, όσο και αν τρομοκρατήσουν, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι αποφασισμένοι να αποκαλύπτουν, με όποιο μέσο έχουν, τον εγκληματικό τους ρόλο. Τον ρόλο τους ως τα πιο πιστά μαντρόσκυλα των αφεντικών. Τον μαφιόζικο χαρακτήρα τους. Τη ναζιστική τους φύση.

«Απ’ τα τσακάλια δεν γλυτώνεις μ’ ευχές ή παρακάλια»
(Κώστας Βάρναλης)

Σήμερα, μια μεγάλη μάχη εναντίον του φασιστικού μορφώματος, δίνεται στις δικαστικές αίθουσες, στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Μια δίκη που προσφέρεται για να αποκαλυφθεί ο εγκληματικός χαρακτήρας και η ναζιστική φύση της οργάνωσης. Δεκάδες στοιχεία έχουν ανακύψει όλους αυτούς τους μήνες που αναδεικνύουν σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό τον εγκληματικό της χαρακτήρα. Οι ευθύνες για την πολύ μικρή δημοσιότητα που απολαμβάνει μια από τις σημαντικότερες δίκες της μεταπολίτευσης θα πρέπει να προβληματίσουν οπωσδήποτε τον δημοσιογραφικό κόσμο. Από την άλλη πλευρά όμως, το αντιφασιστικό κίνημα, οι δημοκρατικοί πολίτες, η νεολαία οφείλουν να παίξουν ενεργότερο ρόλο, προσερχόμενοι στη δικαστική αίθουσα ως ακροατήριο. Να υπογραμμίσουν τη σημασία της δίκης μέσα από την φυσική τους παρουσία σε αυτήν, άσχετα από το ενδιαφέρον ή όχι των συστημικών ΜΜΕ. Κάποιες σκέψεις για αυτό το ζήτημα έχουμε εκφράσει πριν λίγες εβδομάδες εδώ.

Όμως, σε μια τέτοια επέτειο οφείλουμε να πούμε ότι όσο σημαντική και αν είναι η διαδικασία και η τελική έκβαση της δίκης, η πραγματική μάχη με τον φασισμό και φυσικά η πολιτική του ισοπέδωση δεν μπορεί να γίνει μέσα σε μια δικαστική αίθουσα. Εκείνη η μάχη δίνεται καθημερινά μέσα στην ίδια την κοινωνία με την αποκάλυψη του ρόλου των φασιστών, και την φυσική απομόνωσή τους.

Η ανοχή στην ύπαρξή τους μέσα στις παρέες, στα οικογενειακά τραπέζια, σε εκδηλώσεις, στα συνδικάτα, είναι το πρώτο και σημαντικότερο βήμα για την κοινωνική τους νομιμοποίηση, η οποία εάν επέλθει, δεν ανατρέπεται με δικαστικές αποφάσεις, όσο οξείες και αν είναι. Όμως το «να μη βρίσκουν τόπο να σταθούν», να μην τολμάνε να ξεστομίσουν τις ανιστόρητες και αντιεπιστημονικές τους θεωρίες, θα αποτελέσει μια κατάκτηση του αντιφασιστικού κινήματος, αλλά και συνολικά της ίδιας της κοινωνίας που δεν θα εφαρμοστεί ούτε με αποφάσεις από τα πάνω, ούτε με νόμους. Η ίδια η κοινωνία, οξύνοντας τα αντιφασιστικά της αντανακλαστικά μπορεί να οδηγήσει «τη σπορά των ηττημένων του ’45», όπως αυτοχαρακτηρίζονται οι ίδιοι, να ξανακρυφτεί στα λαγούμια της ιστορίας.

Η απάντηση στον εκφασισμό και την αποκτήνωση της κοινωνίας, μπορεί, όμως, να έρθει με την απομόνωσή τους, την αποκάλυψη του ρόλου τους, το να μη φοβάται κανείς να σηκωθεί και να μιλήσει, να αναμετρηθεί μαζί τους όταν βλέπει τις θλιβερές φασιστικές υπάρξεις να τραμπουκίζουν πρόσφυγες και μετανάστες στον δρόμο, να αποκαλύπτει έτσι πόσο δειλοί είναι και πόσο εύκολα λουφάζουν μόλις διαπιστώσουν ότι… δεν τους σηκώνει το κλίμα.

Να μην τους φοβηθούμε, όπως ακριβώς τους αψήφισε εκείνη τη νύχτα ο Παύλος.

Keywords
Τυχαία Θέματα