Συνομιλώντας με τον τουρκοκύπριο ποιητή, Μεχμέτ Γιασίν. Το Κυπριακό, οι μνήμες, η «ταυτότητα», η γλώσσα, το ιδανικό της συνύπαρξης

Χρόνια πριν, όταν τυχαία διάβασα σκόρπιους στίχους του ποιητή Μεχμέτ Γιασίν, είχα την αίσθηση πως θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί από τον Μανώλη Αναγνωστάκη ή τον Τάσο Λειβαδίτη. Αυτομάτως τον «τοποθέτησα», χωρίς να γνωρίζω τίποτε για τη ζωή και το έργο του, στην «κατηγορία» εκείνων των αγαπημένων ποιητών που είχα φτιάξει στο κεφάλι μου: εκείνων που οι στίχοι τους εξέφραζαν συναισθήματα και σκέψεις για καταστάσεις που η γενιά μου δεν έζησε, αλλά τις «γνώριζα» από παιδί, πριν πάω σχολείο, μέσα από τις ιστορίες που μου είχε διηγηθεί η γιαγιά μου, με τον τρόπο που μόνο οι γιαγιάδες
ξέρουν. Για τον Πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, για εποχές έντονες- πολιτικά και κοινωνικά. Για συναισθήματα όπως αυτά που βιώνουμε σε περιόδους βίαιων αλλαγών, για τη ματαίωση των ονείρων, την απώλεια, τη χαμένη παιδικότητα, την ενοχή, την αδικία αλλά και την σχεδόν άνευ όρων αγάπη για τον άνθρωπο που ζει δίπλα μας όπως και την ανάγκη για συνύπαρξη…

Η αγάπη κινείται ακόμη και όταν εμείς δεν κινούμαστε / Μην ποτίζεις τους κήπους μου είπανε / κι αν τους ποτίσεις, να μην σκάψεις / έτσι κι αλλιώς σύντομα θα ξεσπάσει πάλι πόλεμος*. (Μην πηγαίνεις στην Κερύνεια)



Βέβαια ο Γιασίν-ο πλέον καταξιωμένος διεθνώς Τουρκοκύπριος ποιητής και εκ των σημαντικότερων σύγχρονων Τουρκόφωνων- τόσο στην ποίηση όσο και στη ζωή φαίνεται να «αναμετριέται» με ένα κάπως διαφορετικό παρελθόν αλλά παρόν. Και αυτά όμως δεν είναι καθόλου ξένα στον Έλληνα αναγνώστη, αφού συνδέονται με την ιστορία και το σήμερα της Κύπρου. Και όπως και ο ίδιος λέει, στη συνέντευξη που παραχώρησε στη HuffPost Greece «Το Κυπριακό είναι κάτι που περνά στα γονίδια σου».

Γεννημένος το 1958 στη Λευκωσία βίωσε μαζί με την οικογένειά του με οδυνηρό τρόπο τα «Ματωμένα Χριστούγεννα του 1963», έφυγε πρόσφυγας για τη Λεύκα, συγγενείς του φυλακίστηκαν και τα ονόματά τους είναι ακόμη στη λίστα των «εξαφανισθέντων». Ως έφηβος έζησε την εισβολή του 1974 και πολύ περισσότερο το πριν και το μετά αυτής…

Το δε καθεστώς στην Τουρκία, απαγόρευσε την ποιητική του συλλογή «Φαντάρος Νεκρός η Αγάπη μου» το 1984 και δύο χρόνια μετά τον συνέλαβε και τον απέλασε ως «ξένο υπήκοο ο οποίος είναι επικίνδυνος και ενάντιος στα τουρκικά εθνικά συμφέροντα». Τραγική ειρωνεία: για το ίδιο έργο η Τουρκική Ακαδημία του είχε απονείμει το πρώτο βραβείο ενώ ο ίδιος είχε αφιερώσει το βιβλίο του «σε όλα τα θύματα των πολέμων στην Κύπρο». Η απαγόρευση εισόδου στην Τουρκία ήρθη το 1993 και αυτά είναι μερικά μόνο, ενδεικτικά, στοιχεία για τη ζωή του κατά τη διάρκεια της οποίας, όμως μου λέει, «όλοι ήθελαν να του βάλουν ταμπέλες» για να προσδιορίζεται επακριβώς η εθνική του ταυτότητα, η γλώσσα του, η κουλτούρα του, η ζωή του…

Περνάνε μπροστά απ’ την πόρτα μας τανκς / εσύ δεν περνάς, / περνάν οι φυλακισμένοι / οι μέρες κι οι μήνες /
εσύ δεν περνάς. / Περίμενα, αφουγκράστηκα, πρόσμενα / καρτέρεψα, γιε μου, την επιστροφή σου. /
Μια φωτογραφία σου μου ‘μεινε μόνο / καμιόνια κουβαλούν τους νεκρούς / το ράδιο παίζει νικητήρια εμβατήρια / κανένας δεν σ’ είδε, / κανένας. / Πήρα τους δρόμους της Λευκωσίας έκλαψα / έκλαψα έκλαψα. (Ο θρήνος μια μάνας)



Τον συνάντησα ένα πρωί έξω από τον εκδοτικό οίκο Βακχικόν, που εξέδωσε με τη στήριξη μάλιστα Υπουργείου Πολιτισμού της Κύπρου, το ανθολόγιο ποιημάτων «Άγγελοι Εκδικητές» σε μετάφραση- και με εξαιρετικά εισαγωγικά σχόλια- του Ζ.Δ. Αϊναλή.

Με τον σάκο στον ώμο είχε μόλις κατέβει στο κέντρο της Αθήνας και αφού χαιρετηθήκαμε και συστηθήκαμε στα ελληνικά δήλωσε πως αδημονεί να «χαθεί» μέσα στα βιβλιοπωλεία της πόλης. «Αλλά πρώτα πρέπει να κάνουμε τη συνέντευξη, σωστά;»...

Σήμερα, όπως μου λέει, ζει στη Λευκωσία, τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε τουλάχιστον 20 γλώσσες και χαίρεται που θα μπορέσει να απευθυνθεί επιτέλους και στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Δεν κρύβει όμως τη χαρά του και για μια ακόμη έκδοση. Πρόκειται, για μια συλλογή έργων ελλήνων ποιητών του εκδοτικού οίκου Penguin (Αusterity Μeasures) στην οποία περιλαμβάνονται και δικά του ποιήματα. «Αυτός ο εκδότης με καταλαβαίνει…Με τοποθετεί στα όρια της ελληνικής ποίησης. Κατανοεί αυτό που λέω για χρόνια και είναι η πραγματικότητα την οποία ζω: οι άνθρωποι μπορούμε να έχουμε περισσότερες από μια ταυτότητες».

Και πράγματι το θέμα της ταυτότητας φαίνεται να τον έχει προβληματίσει επί μακρόν και αντανακλάται στην ποίησή του. Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; «Έχω χριστιανούς προγόνους, μεγάλωσα σε αυτό που λέμε μουσουλμανική οικογένεια της Τουρκίας. Η μητέρα μου είχε ελληνική κουλτούρα. Η κόρη μου είναι κατά το ήμισυ Εβραία. Δεν πηγαίναμε ούτε σε συναγωγή, ούτε σε τέμενος, ή εκκλησία. Γράφω στην τουρκική γλώσσα αλλά στο μυαλό μου μεταφράζω από τα ελληνικά. Έχω γράψει ποιήματα στα Καραμανλίδικα (σ.σ. γραφή της τουρκικής γλώσσας με ελληνικούς χαρακτήρες)».

Ήταν φορές που δεν ήξερα καν σε ποια γλώσσα να δακρύσω / έζησα μια ζωή όχι ξένη - μεταφρασμένη, / η μητρική μου γλώσσα ήταν άλλη, / η πατρίδα μου άλλη, / εγώ ο ίδιος ένας άλλος...Δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι ποιητής μιας χώρας (Καιρός πολέμου)



Όλα αυτά, για εκείνον, είναι «το φυσιολογικό». Αλλά όπως τονίζει, ξέρει πως δεν γίνονται πάντα αποδεκτά από τον περίγυρο του. «Η ταυτότητα, η γλώσσα…με απασχολούσαν πολύ στο παρελθόν. Και κυρίως γιατί οι άνθρωποι ήθελαν να είμαι το ένα ή το άλλο. Υπάρχουν τουρκικές λογοτεχνικές σχολές που νιώθουν άβολα με κάποιον σαν εμένα, με ένα διαφορετικό πολιτιστικό περιβάλλον, πολύ κοντά στην ελληνική παράδοση και τον πολιτισμό. Η πολιτική της ταυτότητας όμως σκότωσε τη λογοτεχνία…».

Στην ποίηση του ο Γιασίν, πραγματικά υπερβαίνει με αξιοπρόσεκτο τρόπο το «πρόβλημα των γλωσσών και των ταυτοτήτων»-παρά την σχετική αγωνία του- σε ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματά του, τον «Άρχονται των Δαφνών» που είναι γραμμένο σε Καραμανλίδικα και Τούρκικα. Και με αυτόν τον τρόπο ίσως να κλείνει και ο ίδιος ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν.

«Όταν έγραψα ποίημα κυρίως στα Καραμανλιδικά, δεν συνειδητοποίησα γιατί το έκανα. Αργότερα άρχισα να σκέφτομαι πως όταν ήμουν μικρός δεν με άφηναν να μιλάω τα επίσημα ελληνικά. Ήταν απαγορευμένα. Τώρα, με αυτό τον τρόπο, φαίνεται να συμβιβάστηκα με όσα έγιναν, και γράφω με ελληνικά γράμματα αλλά στα τούρκικα. Το μόνο που θέλω είναι να εκφραστώ».

Πόσο εύκολα όμως μπορεί κάποιος να συμβιβαστεί με το παρελθόν;

Διαβάζοντας το «Ένα ποίημα των ημερών που δεν μας ανήκαν», το οποίο διδάσκεται μάλιστα και στα σχολεία της Κύπρου, εύκολα διακρίνει κανείς μια ενοχή. Οι στίχοι μοιάζουν με τις σκέψεις που θα έκανε ίσως ένας Τουρκοκύπριος που ζει στο σπίτι ενός Ελληνοκύπριου.

Αλλά η φαντασία του αναγνώστη τον προδίδει.

Άραγε ήτανε Στέλλα τ’ όνομά σου / θεία που ζούσες πριν από μας σ’ αυτό το σπίτι; / Να ’χες παιδιά; / Κι ετούτη τη φωτογραφία στον τοίχο / μήπως την έβγαλες στον γάμο σου αγαπημένη θεία;... -Πολύ θα ’θελα να ’ξερα / ποιος να ’ταν άραγε ο Κύπριος που διάβαζε το βιβλίο αυτό; / Σταμάτησε στη σελίδα 48. / Ίσως και να τον επιστράτευσαν τότε ακριβώς, / κι ωστόσο ο τίτλος του βιβλίου / ήταν Ο άνθρωπος δε γεννιέται στρατιώτης...Δεν είμαι δολοφόνος...(Ένα ποίημα των ημερών που δεν μας ανήκαν)



Ο Γιασίν με ξαφνιάζει όταν μου αποκαλύπτει πως η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική: «Η αλήθεια είναι πως άλλαξα την ιστορία σε αυτό το ποίημα. Στην πραγματικότητα η Στέλλα ήταν μια Ελληνοκύπρια γειτόνισσα και ο σύζυγός της ήταν μέλος του ΕΟΚΑ. Πολύ ριζοσπάστης. Ήταν εκείνοι που τα Ματωμένα Χριστούγεννα του ’63 λεηλάτησαν και έκαψαν το σπίτι μας. Δίπλα στο οποίο μάλιστα συνέχισαν να ζουν τα επόμενα χρόνια. Τότε εγώ ήμουν ακόμη 5 ετών. Η όλη κατάσταση με επηρέασε συναισθηματικά αλλά μετά 1974 συνειδητοποίησα τι πραγματικά συνέβαινε. Επέλεξα λοιπόν να διηγηθώ την ιστορία της με έναν διαφορετικό τρόπο…».

Η ερώτηση μου όμως για αυτό, τον κάνει να ανησυχεί μήπως οι επιλογές των ποιημάτων του ανθολογίου ταράζουν τους Έλληνες αναγνώστες. Και αναπόφευκτα η συζήτηση φτάνει στο παρόν με εμένα να αναρωτιέμαι αν είναι τελικά απαισιόδοξος, όπως φαντάζει μέσα από την ποίησή του ή αισιόδοξος, πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. «Δεν προσπαθώ να είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ξέρεις δεν ζούμε μόνο τις δικές μας ζωές. Ζούμε και τις ζωές των παππούδων μας αλλά και των εγγονών μας. Συνυπάρχουν και τα δύο».

Και πάντα, όπως σπεύδει να συμπληρώσει, «το χιούμορ ακόμη και το μαύρο χιούμορ ή και η ειρωνεία σώζουν την κατάσταση, γι’ αυτό και είναι στοιχεία που χρησιμοποιώ συχνά στα ποιήματά μου».

Όσο για το μέλλον της Κύπρου, σε ό,τι αφορά την πολιτική λύση, σίγουρα δεν μοιάζει αισιόδοξος: «Όταν έμαθα να διαβάζω-μετά τα Ματωμένα Χριστούγεννα του 1963- και άνοιξα πρώτη φορά εφημερίδα, ο τίτλος ήταν
"Διακοινοτικές συζητήσεις μεταξύ ελληνοκυπρίων-τουρκοκυπρίων ηγετών". Αυτό ήταν μισό αιώνα πίσω. Mεγάλωσα. Ο κόσμος άλλαξε και οι τίτλοι στις εφημερίδες παραμένουν οι ίδιοι. Δεν θέλω στην καθημερινότητά μου να με απορροφά το Κυπιακό και να επηρεάζει τόσο το έργο μου. Το αφήνω σε όσους ταυτίζονται με αυτό».

Δεν έχει λιμάνι όπου μπορείς να ρίξεις άγκυρα σε τούτο το ταξίδι / δεν έχει μέρος που να το λεν’ Ιθάκη. /
Άκου παιδί! Τα κύματα θ’ ανατρέψουν το χάρτινο καραβάκι σου / και θα το καταπιείς, το αλμυρό νερό / θα κολυμπήσεις στ’ ανοιχτά αδράχνοντας μ’ απλωτές τη θάλασσα / ξέροντας πως η γραμμή του ορίζοντος θα παραμένει πάντοτε μπροστά σου / σα σκοινί τεντωμένο.(Δεν έχει Ιθάκη)



Όπως λέει «...η Κύπρος δεν μπορεί να μου δώσει τίποτε περισσότερο από το ταξίδι και τη δυνατότητα να ζω μαζί με άλλους. Ανθρώπους με άλλη γλώσσα, άλλη θρησκεία, πολιτισμό. Δε στέκομαι στις εντάσεις γιατί η εμπειρία που έχω εγώ είναι να συνυπάρχω αρμονικά με τους άλλους. Και η Κύπρος μου έδωσε περισσότερα πλεονεκτήματα απ’ ότι έχουν άλλοι Ευρωπαίοι. Εκείνοι προσπαθούν να είναι πολιτικά ορθοί για μένα όμως είναι τρόπος ζωής. Η καθημερινότητά μου. Οι φίλοι μου στη Λευκωσία, που ζω μαζί τους και δεν τους διαχωρίζω».

Έχοντας φτάσει σε αυτό το σημείο της συζήτησης δεν γίνεται να μην τον ρωτήσω για τις σκέψεις για το προσφυγικό. Και αμέσως είναι σαν να φωτίζεται. Αν και η ερώτηση είναι πιο γενική εκείνος επιλέγει να μιλήσει για την Ελλάδα: «Μέσα σε μια τόσο δύσκολη οικονομική κατάσταση ο ελληνικός λαός ήταν τόσο απίστευτα γενναιόδωρος, όχι επειδή του ζητήθηκε, από το κράτος αλλά επειδή αυτή είναι η κουλτούρα του. Και αυτό είναι το πιο σπουδαίο και πιο μεγάλο απ' όλα. Αυτό που κάνει τη διαφορά. Ξέρετε, εάν όλα αυτά συνέβαιναν σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, που παρουσιάζεται ως απελευθερωμένη και «ανοιχτή» -από αυτές που θέλουν να τιμωρούν την Ελλάδα- θα είχαν γεμίσει φασίστες. Δυστυχώς όμως, πρέπει να πω ότι η Κύπρος συναγωνίζεται με την Ουγγαρία στο προσφυγικό. Υπάρχει πολύς αρνητισμός σε ότι αφορά τους πρόσφυγες. Απογοητευτικό».

Με θεώρησαν άνθρωπο παράξενο και έρημο. / Σε κάθε μου βήμα ήμουν και μια αυτοχειρία / για να ζήσεις έπρεπε να είσαι δυνατός- / ώσπου κατέληξα να νιώθω ένοχος που αισθανόμουνα τον πόνο/ σε βαθμό σχεδόν θανάτου. (Η εξουσία)



Μετά από αυτή την «ένεση πραγματικότητας» επιστρέφουμε στη ποίηση και στην Κύπρο του Γιασίν που όπως λέει του χάρισε ένα μεγάλο δώρο γιατί, όπως με θέρμη αφηγείται, η ελληνική κουλτούρα με την οποία ήρθε σε επαφή του άνοιξε νέους δρόμους. «Η Κύπρος μου έδωσε τη δυνατότητα να καταλάβω καλύτερα τη συνύφανση Ελλάδας-Τουρκίας. Να μπορώ να λειτουργώ με τη δουλειά μου ως γέφυρα μεταξύ δύο πολιτισμών. Για παράδειγμα γράφω για τον μεγάλο πέρση ποιητή Τζελαλεντίν Ρουμί (13ος αιώνας) και μου κάνει εντύπωση πως κανείς - πέραν ελάχιστων ελλήνων ακαδημαϊκών- δεν έχουν ασχοληθεί με το ελληνικό υπόβαθρο του Ρουμί».

Καθώς όμως η συζήτηση περιστρέφεται ξανά γύρω από την ποίηση φτάνουμε και στο θέμα της σχέσης κοινωνίας-ποίησης που συχνά μοιάζει με διάλογο κωφών. «Υπήρχε αλήθεια ποτέ κάποια εποχή που ο κόσμος άκουγε τις φωνές των ποιητών; Μπορεί στην αρχαία Ελλάδα…τη φωνή της Σαπφούς. Στη σύγχρονη εποχή νομίζω μόνο τις περιόδους του Α' και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ή ίσως στην περίοδο του Εμφυλίου στην Ελλάδα, να υπήρχε ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ποίηση. Γιατί από τη μία, είναι και η ίδια πιο πολιτικοποιημένη και από την άλλη οι άνθρωποι που δοκιμάζονται έχουν ανάγκη να εκφράσουν νοήματα και συναισθήματα πιο βαθιά από αυτά που συνήθως εκφράζουν με την «καθημερινή» γλώσσα. Και εκεί έρχεται η ποίηση».

Γενικότερα όμως, εκτιμά πως οι ποιητές, ακόμη και οι πιο καταξιωμένοι, παραμένουν στο περιθώριο αλλά «ίσως αυτό να είναι και καλό. Όταν είσαι κάπως αποτραβηγμένος από την κοινωνία δεν υπάρχει η απαίτηση να προσαρμοστείς στα μέτρα της. Και αυτό μπορεί να είναι απελευθερωτικό».

Όποιος δεν έχασε ποτέ του τίποτα / θα δώσει μιαν ερμηνεία διαφορετική / πιστεύοντας πως τα καταλαβαίνει όλα, / αλλά πώς γίνεται να καταλάβεις το ποίημα / άμα δεν το ακούσεις να διαβάζεται από τα βάθη της καρδιάς;

Keywords
γλωσσα, μεχμετ, ιδανικο, γιε μου, κυπρος, Χριστούγεννα, ειρωνεία, αθηνα, καιρος, σχολεια, εοκα, λύση, επηρεάζει, ρωτήσω, ελλαδα, ουγγαρια, εφημεριδες, Καλή Χρονιά, η ζωη, ξανα, κοινωνια, μετάφραση, το θεμα, βημα, δουλεια, εθνικη, θεμα, κυπρου, μητερα, ονοματα, ποιηματα, στιχοι, σχολες, αγαπη, αγωνια, αδικια, απιστευτα, αρχαια, απωλεια, βιβλιο, βιβλιοπωλεια, γεφυρα, γινεται, γινονται, γιε μου, δυνατοτητα, δυστυχως, δωσει, δωρο, ευκολα, υπαρχει, ειρωνεία, εκκλησια, εργα, εοκα, επηρεάζει, εποχη, εποχες, επρεπε, ερχεται, ετων, εφυγε, εφημεριδα, ζωη, ζωης, ιδια, ιδιο, ημισυ, θρησκεια, οικο, κωφων, λευκα, λευκωσια, λύση, μαυρο, μυαλο, ξερετε, παντα, ποιηση, ποιημα, οικογενεια, ορια, παιδι, περιβαλλον, πρωι, ρωτήσω, σιγουρα, συζητηση, συντομα, σκεψεις, σπιτι, σχολειο, σχολια, ταυτοτητα, τουρκια, τιτλος, φαντασια, φτανει, φωνη, φορα, χιουμορ, χαρα, ελληνικα, φιλοι, γλωσσες, χωρα, εισβολη, μοιαζει, ποιητης, ποιητες, ταξιδι, χαιρεται, γιαγια
Τυχαία Θέματα