Μια βιβλιοκριτική στο «Γιατί Ψυχανάλυση, κύριε Γιωσαφάτ;»

.

Είναι αποδεκτό στην σύγχρονη εποχή, βάσει και ορισμένων διαβεβαιώσεων, παρεχομένων εκ της ιατρικής επιστήμης, ότι οι άνθρωποι αποτελούμε ψυχοσωματικές οντότητες. Ορθά, λοιπόν, συλλογιζόταν ο Πλάτων στον «Τίμαιό» του, όταν διατύπωνε την θέση ότι η συμπεριφορά του σώματος αντικατοπτρίζεται και στις ψυχικές διεργασίες και το αντίστροφο. Ένα άλκιμο σώμα γίνεται βίαιο, αν οι παρορμήσεις του δεν συγκρατούνται από την πνευματικότητα· αντιθέτως, μια υπερβολικά μελετηρή ψυχή κάνει τον άνθρωπο μαλθακό, αν η αγάπη για τα γράμματα δεν συνοδεύεται από την δέουσα σωματική άσκηση.

 Δεν χρειάζονται οι

αναγνώστες, ιδίως οι γνωστικώς προϊδεασμένοι, την δική μου συμβολή, προκειμένου να ενημερωθούν περί των διανοητικών κατακτήσεων της Ψυχιατρικής. Ο πολύς S. Freud είναι, ώς και σήμερα, δεσπόζουσα μορφή, όταν οποιαδήποτε συζήτηση επικεντρώνεται στο ζήτημα της ψυχικής υγείας. Γνωστό είναι, βέβαια, ότι ο τρανός φιλόσοφος, K. Popper, άσκησε δριμεία κριτική στον φροϋδισμό και την ψυχανάλυση εν συνόλω. Την εναντίωσή του αυτήν στην ψυχανάλυση προκάλεσε η δυσάρεστη εμπειρία που βίωσε, όταν εργαζόταν αμισθί ως βοηθός του A. Adler: ο περίφημος αυτός ψυχίατρος προέβη σε διάγνωση ενός παιδικού περιστατικού επικαλούμενος την πείρα 1.000 άλλων αντιστοίχων περιπτώσεων, χωρίς καν να εξετάσει το παιδί. 

 Βασισμένος στα παραπάνω, ο Popper θεώρησε ότι η ψυχανάλυση, όπως και ο μαρξισμός, χαρακτηρίζονται για τον δογματισμό τους, επειδή δεν δίνουν τις προϋποθέσεις διανοητικής ανατροπής τους, αλλά προσπαθούν με κάθε μέσο να επιβεβαιώνουν την αρχική θεωρία. Γιʼ αυτό και εισηγήθηκε ο Βιεννέζος φιλόσοφος την περιλάλητη «αρχή της διαψευσιμότητας»: συνελόντι ειπείν, επιστημονικό δεν είναι ό,τι επιβεβαιώνεται, αλλά ό,τι διαψεύδεται.

 Τα προαναλυθέντα εκτίθενται με σκοπό προοιμιακό και όχι για να υποβιβαστεί η εγνωσμένη αξία της ψυχανάλυσης. Ως καθίσταται, εξάλλου, εμφανές, δεν δύναμαι να ομιλήσω περί του θέματος με επάρκεια επιστημονική, αφού οι γνώσεις μου στην Κλασική Φιλολογία είναι ασύμβατες, κάπως, με την παρούσα θεματική. Μπορώ, εντούτοις, να εκφραστώ υπό το πρίσμα του φιλοσοφικού στοχαστή, γιʼ αυτό, άλλωστε, και το κείμενο τούτο είναι, μεν, βιβλιοκρισία, αλλά προσεγγίζει και την έννοια του φιλοσοφικού δοκιμίου.

Σπουδαία, λοιπόν, πρωτοβουλία ανέλαβε η μεγαλώνυμη δημοσιογράφος και κλασική φιλόλογος, Βίκυ Φλέσσα – οι εκπομπές της οποίας δρουν από άποψη νοητική ευεργετικά μέσα σε ένα χαοτικό τηλεοπτικό τοπίο –, όταν αποφάσισε να πραγματοποιήσει συνέντευξη με τον τρανό και αείμνηστο, πια, ψυχίατρο, Ματθαίο Γιωσαφάτ, με σκοπό και την συγγραφική αποτύπωσή της. Η μεγάλη επιτυχία που δικαιωματικά σημειώνει το πόνημα αυτό έρχεται σαν γλυκό δώρο στην μνήμη του Γιωσαφάτ, ευγνωμονικό και για τις υπηρεσίες του στην ανθρωπότητα.

 Πριν καν καταδυθώ στον πνευματικό βυθό του συγγράμματος αυτού, ανακαλώ αμέσως την περίφημη συνέντευξη του Κ. Τσάτσου στον Κ. Τσιρόπουλο, σκεπτόμενος ότι η Βίκυ Φλέσσα δεν πρόκειται να περιοριστεί στον ρόλο της δημοσιογράφου, αφού η ίδια είναι πνευματικό μέγεθος της εποχής μας. Γιγνώσκω, βέβαια, ότι η ίδια, έχουσα τεράστια δημοσιογραφική πείρα, θα κατορθώσει να αναδείξει τις αρετές του συνεντευξιαζόμενού της. Κοντολογίς, εικάζω ότι η δημοσιογράφος θα πετύχει στα κατάλληλα σημεία και με τις πρέπουσες αφορμές να προσθέσει και την δική της πνευματική πινελιά στην συζήτηση.

Καθώς διαβάζω το βιβλίο δικαιώνομαι απόλυτα: η Φλέσσα ανταποκρίνεται άριστα στο δύσκολο εγχείρημα, αφού πρωταγωνιστής είναι, μεν, ο Γιωσαφάτ, αλλά οι συλλογισμοί του αποτελούν, συχνότατα, λογικό επιγέννημα των οξυδερκέστατων ερωτήσεων, παρατηρήσεων ή ακόμα και εμβριθών αναλύσεων της Φλέσσα. Γιʼ αυτό και η συνομιλία αυτή θυμίζει, κατά διαστήματα, την συγγραφική δεξιοτεχνία των πλατωνικών διαλόγων, λόγου χάριν τον διάλογο του Σωκράτη με τον Γοργία στο έργο που φέρει το όνομα του ρήτορος. Εννοώ, ως εκ τούτου, ότι ο Γιωσαφάτ αντιμετωπίζει την Φλέσσα σαν ισότιμο συνομιλητή, ενώ η δεύτερη, χάρη στο κραταιό γνωστικό της οπλοστάσιο, υπερβαίνει επιτυχώς τον ρόλο της δημοσιογράφου. Το βιβλίο, άρα, είναι και συνέντευξη, αλλά και διάλογος μεταξύ ισοτίμων.

 Τα προλεχθέντα επικυρώνονται, όταν, χάριν λόγου, η Βίκυ Φλέσσα, με αφορμή συζήτηση περί του οιδιπόδειου συμπλέγματος, αναλύει με φιλολογική επάρκεια τον μύθο του Οιδίποδα (σελ. 25–28). Παρακάτω (σελ. 71–73), εξετάζει την περίπτωση του Οιδίποδα σε σύγκριση με αυτήν της Ηλέκτρας. Με παρρησία, δε, εκφράζεται η Φλέσσα, εκθέτοντας επιχειρηματολογία υπέρ της άποψης ότι η γυναίκα, λόγω υπέρτερης σωματικής αντοχής, έχει το πάνω χέρι στην ερωτική πράξη (σελ. 205). Λίγο παρακάτω (σελ. 208–209), ο Γιωσαφάτ υποστηρίζει ότι όσοι άνδρες δεν απατούν τις γυναίκες τους, είτε φοβούνται να το κάνουν, είτε δεν βρίσκουν ανταπόκριση από άλλες γυναίκες· η Φλέσσα, όμως, τον πείθει ότι, ακόμα και αν δεν εντοπίζονται συχνά, υπάρχουν, εν τέλει, άνδρες που αγαπούν αληθινά τις συζύγους τους και γιʼ αυτό δεν τις απατούν. Εν ολίγοις, υπάρχουν στιγμές που η θέτουσα τα ερωτήματα μετατρέπεται σε πρωταγωνίστρια του έργου. Συν τοις άλλοις, κάποια σημεία είναι εξαιρετικά λογοτεχνικά, έως και σκερτσόζικα, με συνέπεια και ο διάλογος να αποκτά θεατρικότητα (σελ. 111–112). Τηρουμένων των αναλογιών πάντοτε, η σύγκριση του βιβλίου αυτού με πτυχές της πλατωνικής εργογραφίας δεν είναι εσφαλμένη.

Μεταβαίνω, τώρα, στον θεματικό σχολιασμό της συγγραφής, επιλέγοντας κάποια χαρακτηριστικά σημεία. Σύστοιχα, λοιπόν, προς τον μύθο του Οιδίποδα, ο Γιωσαφάτ ευφυώς υποστηρίζει ότι ο αδύναμος έχει εγγενώς την βούληση να εξολοθρεύσει τον ισχυρότερο, ώστε να προβεί σε παγίωση της δικής του ισχύος και αυτονομίας (σελ. 30). Η παραδοχή αυτή εξηγεί, ίσως, πολλές παρανοϊκές συμπεριφορές των ανθρώπων, οι οποίες αλλιώς δεν δύνανται να εξορθολογιστούν. Εγγύτητα με αυτήν μας την τάση παρουσιάζει και μια διαφορετική κατάσταση: ο Γιωσαφάτ περιγράφει πώς σε ομαδικές συνεδρίες άνθρωποι που δεν γνωρίζονται καν μεταξύ τους αντιπαθούν ο ένας τον άλλον με την πρώτη ματιά. Συμβαίνει τούτο, όπως πρεσβεύει ο περιώνυμος ψυχαναλυτής, επειδή τα άτομα αυτά εντοπίζουν στους άλλους γνωρίσματα του πατέρα, του αδελφού κ.λπ., με τους οποίους βρίσκονται ήδη σε κόντρα (σελ. 34–35).

 Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το κεφάλαιο «Η μητέρα μιά αγκαλιά για την κόρη» (σελ. 84–91), όπου ο Γιωσαφάτ εξηγεί ότι συμβαίνει, ενίοτε, η μάνα να φθονεί την κόρη ή ο πατέρας τον γιο. Φυσικά, δεν χρειάζεται το ζήτημα να σχολιαστεί υπό την οπτική του φύλου, αφού δεν είναι σπάνιο να ζηλεύει ο πατέρας την κόρη ή η μάνα τον γιο (άλλωστε, στην σελ. 193, σε άλλο κεφάλαιο, ο Γιωσαφάτ παραδέχεται ότι η μητέρα του τον ζήλευε). Όσο και αν προξενεί εντύπωση, η άποψη του Γιωσαφάτ, δίχως να αποτελεί τον κανόνα, είναι εύστοχη: οι γονείς πολλές φορές δεν μπορούν να απαλλαγούν από τις δικές τους αποτυχίες ή ματαιώσεις και έτσι, όταν τα παιδιά τους διακρίνονται οπουδήποτε, εκείνοι φθονούν τις επιτυχίες τους, έστω και υποδόρια. Όπως αναλύει ο Γιωσαφάτ, αφορμή για φθόνο του γονέα εις βάρος του παιδιού μπορεί να αποτελέσει η ομορφιά του νέου ή και η διάκρισή του στα γράμματα. Άλλες φορές, ας προστεθεί εδώ, ο γονιός μπορεί να ζηλέψει την οικονομική ευμάρεια του παιδιού του ή ακόμα και την ευτυχία του. Όλα αυτά πρέπει να αξιολογούνται πολύ προσεκτικά από τον νέο άνθρωπο, εννοώ τον νέο που έχει ενηλικιωθεί. Δυστυχώς, ένα μικρό παιδάκι δύσκολα αντιλαμβάνεται ότι φθονείται από τους γονείς του.

 Ωραιότατο και έμπλεο στοχαστικότητας είναι το περί εφηβείας κεφάλαιο (σελ. 125–137). Με ανδρεία σημειώνει ο Γιωσαφάτ ότι οι γονείς δεν πρέπει να φοβούνται την λεκτική σύγκρουση με τα παιδιά τους· σε διαφορετική περίπτωση, οι νέοι λαμβάνουν το μήνυμα ότι δεν υπάρχουν όρια ή και συνέπειες και, έτσι, ήδη από μικρές ηλικίες ξενυχτούν, επιστρέφουν όποτε θέλουν στο σπίτι και, εν γένει, ρέπουν προς την κάθε είδους ασυδοσία. Η παραχώρηση πλήρους ελευθερίας στους εφήβους βλάπτει τον ψυχισμό τους. Όπως ωραία στοχάζεται ο Γιωσαφάτ: «Τί μήνυμα τού δίνουν οι γονείς του; Σε ποιον κόσμο θα ζήσει; Από ποιον θα έχει εκπαιδευθεί στους κανόνες, για να αντιμετωπίσει την σκληρή πραγματικότητα της ζωής, αν κάνει ό,τι θέλει; Πώς θα αποκτήσει ανθεκτικότητα στις ματαιώσεις;» (σελ. 132–133).

 Ξεχωρίζω, επιπροσθέτως, το κεφάλαιο «Η τοξική μήτρα του διαδικτύου» (σελ. 139–143) για την ευφυή παρομοίωση που προσφέρει ο Γιωσαφάτ, ο οποίος παραλληλίζει το διαδίκτυο με τον αμνιακό σάκο εντός του οποίου μεγαλώνει και τρέφεται το μωρό. Σε αυτήν την κατάσταση εξασφαλίζεται από την μάνα πλήρης αυτάρκεια στο βρέφος, το οποίο κολυμπάει μέσα στο υγρό και έχει αμέσως ό,τι ζητήσει. Αντίστοιχα, οι άνθρωποι κολυμπούν, σερφάρουν στο διαδίκτυο και με ένα κουμπί μπορούν να ενημερωθούν για τα πάντα. Δεν είναι τυχαίο, προσθέτω εγώ, το μέτριο επιστημονικό επίπεδο των γενεών που έρχονται, αφού «μορφώνονται» από το διαδίκτυο και την ραστώνη του, αντί να μοχθήσουν στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο και αργότερα στις ερευνητικές βιβλιοθήκες. Βέβαια, αναφέρομαι στον μέσο όρο και όχι στις λαμπρές εξαιρέσεις· τα ταλέντα της σύγχρονης εποχής ξεπερνούν, ίσως, τα αντίστοιχα της παλαιότερης ακριβώς λόγω της εύκολης πρόσβασης στην γνώση. Συνεπώς, η τεχνολογία μάς είναι, ενίοτε, εξαιρετικά χρήσιμη (βλ., για παράδειγμα, την συμβολή της τεχνολογίας στον τομέα της Παπυρολογίας).

 Στο κεφάλαιο «Αναζητήστε την καθήλωση» (σελ. 152–158) ο Γιωσαφάτ δίνει την συνταγή μιας επιτυχημένης ερωτικής σχέσης: πρόκειται για την σχέση αυτήν που ξεκινάει, μεν, με ενθουσιασμό, αλλά όχι με υπερβάλλοντα. Το ζεύγος αρχίζει σταδιακά να δένεται συναισθηματικά και κυρίαρχη είναι εδώ η έννοια της ευγνωμοσύνης. Αυτές οι σχέσεις έχουν διάρκεια μεγάλη, ως εισηγείται ο Γιωσαφάτ. Ας μου επιτραπεί να συμπληρώσω ότι εσφαλμένα σκέφτονται οι άνθρωποι, όταν θεωρούν ότι ο γάμος αφαιρεί από το ζεύγος τον ενθουσιασμό, μειώνει την επιθυμία για σεξουαλική επαφή και άλλα παρόμοια. Το αντίστροφο συμβαίνει στις σχέσεις ζωής: οι άνθρωποι αγαπιούνται όπως την πρώτη ημέρα, μάλλον και παραπάνω. Ασφαλώς, η κατάσταση αυτή δεν είναι ευκόλως επιτεύξιμη· απαιτεί κάματο πνευματικό και συνδρομή της φιλοσοφίας. Στην ύπατη μορφή συντροφικότητας οι άνθρωποι δεν διεγείρονται σεξουαλικά μόνο με αφορμή τον αισθητικό παράγοντα, αλλά και τα πνευματικά θέλγητρα. Ένας ωραίος στοχασμός μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει αφορμή για ερωτική συνεύρεση. 

 Οφείλω να σταθώ, για λίγο, στο ζήτημα: οι γυναίκες, ιδίως αυτές που έχουν κλίση στα γράμματα, έλκονται, συχνά, από άνδρες πνευματικούς. Αντιθέτως, οι άνδρες, τόσο αυτοί που αγαπούν τα γράμματα όσο και αυτοί που δεν έχουν έφεση σε αυτά, ξεκινούν από τον σωματικό παράγοντα. Ας μιμηθούμε, λοιπόν, το ωραίο παράδειγμα των γυναικών. Ασφαλώς, δεν επικροτώ τον μετριασμό της ερωτικής έλξης που προκύπτει διά της ομορφιάς (αυτό είναι βιολογικώς αδύνατον), αλλά προτρέπω προς τέτοια καλλιέργεια του νου, ώστε και η σεξουαλικότητα να πυροδοτείται όχι μόνο από σαγηνευτικά παρουσιαστικά, αλλά και από θελκτικούς λόγους.

 Στο κεφάλαιο «Έτσι μαθαίνεις την αγάπη» (σελ. 165–178) ο Γιωσαφάτ διατείνεται, μεταξύ άλλων, ότι συμβαίνει, κάποτε, οι μητέρες ή οι πατέρες να μην γνωρίζουν πώς να αγαπήσουν τα παιδιά τους. Αυτό παρατηρείται, όπως εξηγεί, όταν ο γονιός είναι άρρωστος νάρκισσος. Τονίζει, δε, ότι διάφορες μητέρες παίρνουν αγκαλιά τα παιδιά τους όχι όταν το ζητούν τα γλυκά βλαστάρια τους, αλλά όταν το έχουν αυτές ανάγκη. Σχολιάζω εδώ ότι, όταν συμβαίνει αυτό, αναπόφευκτα θα επεκταθεί και στην υπόλοιπη ζωή, ήτοι ο γονιός θα γυρεύει την συντροφιά του παιδιού του μόνον όταν ο ίδιος την χρειάζεται.

 Εν είδει κατακλείδας λέω ότι το παρόν βιβλίο αξίζει να διαβαστεί από τους αναγνώστες, καθώς πρόκειται να λύσει πολλές απορίες τους γύρω από τα παιδιόθεν προερχόμενα ψυχικά τραύματα. Έστω και αν η ψυχανάλυση είναι κάποιες φορές δογματική, η συμβολή της στην ερμηνεία των ψυχολογικών κινήτρων και τάσεων του ανθρώπου είναι καταλυτική. Εξάλλου, ό,τι αποκαλούμε «ψυχανάλυση», τουλάχιστον στο θεωρητικό της σκέλος, είναι, στην πραγματικότητα, συγκεκαλυμμένη φιλοσοφία. Γιʼ αυτό και ο έξοχος φιλόσοφος, Κ. Δεσποτόπουλος, συνήθιζε να υπενθυμίζει ότι, όταν διάβασαν στον S. Freud μια σελίδα από την «Πολιτεία» του Πλάτωνος, ο μέγας ψυχίατρος παραδέχτηκε πως μέχρι τότε διατηρούσε την ενθαρρυντική αυταπάτη ότι είναι πρωτότυπος.

Keywords
Τυχαία Θέματα