Υπάρχει ζωή μετά τα μνημόνια;

Παραδοσιακά τα εγκαίνια της ΔΕΘ οριοθετούσαν το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης για τη νέα περίοδο, με κεντρικό άξονα, προ κρίσης, τις εξαγγελίες κάποιου είδους παροχών ή αναπτυξιακών έργων.

Φέτος, όμως, οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού και οι τοποθετήσεις των πολιτικών αρχηγών σηματοδοτούν αρκετά περισσότερα, καθώς ανοίγουν όχι μόνο την προεκλογική περίοδο αλλά και μια μεγάλη συζήτηση για το πώς θα πορευτεί η οικονομία μετά τη μακρά και επίπονη περίοδο των

μνημονίων.

Υστερα από δέκα χρόνια κρίσης και οκτώ χρόνια μνημονίων με άγριες περικοπές και καταιγιστικές αυξήσεις φόρων, είναι λογικό να έχει συσσωρευτεί στην ελληνική κοινωνία ένα βουνό προσδοκιών και αιτημάτων για βελτιώσεις, παροχές, αύξηση εισοδημάτων και μείωση των βαρών.

Αλλωστε η κυβερνητική στρατηγική να προβάλει ως επιτυχία την έξοδο από τα μνημόνια και την ανάκτηση ενός βαθμού αυτονομίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής φαίνεται ότι έχει ήδη ανεβάσει τον πήχη των προσδοκιών.

Είναι ενδεικτικό ότι οι τοποθετήσεις τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης, πέρα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, περιλαμβάνουν υποσχέσεις για μειώσεις φόρων και εισφορών, έστω και με διαφορές στην κατανομή που επιλέγει η κάθε πλευρά, ανάμεσα στα λιγότερο προνομιούχα στρώματα και τις επιχειρήσεις ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο.

Με άλλα λόγια, τα πολιτικά κόμματα ξεκίνησαν ήδη τον προεκλογικό αγώνα τους με την παραδοσιακή αντιπαράθεση γύρω από το «τι θα σας δώσουμε».

Το γεγονός ότι πρόκειται για κλασικές προεκλογικές υποσχέσεις υποδηλώνεται και από το ότι όλοι μιλάνε για «ορίζοντα τετραετίας», γεγονός που δείχνει ότι όλοι έχουν επίγνωση των περιορισμών που θα συνεχίσουν να υπάρχουν στην οικονομική πολιτική.

Οταν η κυβέρνηση πρέπει να παράγει κάθε χρόνο τεράστια πλεονάσματα στον Προϋπολογισμό, τα οποία αντιστοιχούν σε περίπου 6,5 δισ. ευρώ με τα σημερινά δεδομένα -όσο περίπου το ετήσιο κονδύλι για δημόσιες επενδύσεις-, είναι σαφές ότι τα περιθώρια είναι πολύ μικρά.

Δεν είναι όμως μόνο οι δημοσιονομικοί περιορισμοί.

Η ελληνική οικονομία έχει χάσει τεράστιο έδαφος και η αδυναμία της να σταθεί στον διεθνή ανταγωνισμό (η οποία προϋπήρχε της κρίσης) έχει οξυνθεί μετά την απαξίωση του παραγωγικού δυναμικού των τελευταίων ετών.

Μπορεί, για παράδειγμα, οι εξαγωγές να αυξάνονται τους τελευταίους μήνες, αλλά ο ρυθμός που είναι περίπου ο μισός από εκείνον που επιτυγχάνουν άλλες χώρες της Ευρωζώνης, ενώ αποτελούν αναλογικά και πολύ μικρότερο κομμάτι του ΑΕΠ.

Από την άλλη πλευρά, η απώλεια του βιοτικού επιπέδου είναι τεράστια και από πουθενά δεν φαίνεται με ποιον τρόπο μπορεί να αποκατασταθεί.

Δεν είναι μόνο ότι χάθηκε περίπου το 1/4 του εθνικού εισοδήματος (ΑΕΠ), αλλά και ότι μεγάλωσε η απόσταση της Ελλάδας από τις άλλες χώρες. Το 2007 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν πάνω από χώρες όπως η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Μάλτα, η Εσθονία, αλλά και η Πορτογαλία. Σήμερα όμως βρίσκεται αρκετά πίσω, ενώ μας πλησίασαν χώρες όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία.

Οι εξαγγελίες για παροχές και μείωση των βαρών απ’ όλες τις πλευρές είναι μεν ευπρόσδεκτες, στον βαθμό που είναι υλοποιήσιμες, αλλά η ουσία βρίσκεται στο κατά πόσο θα μπορέσει να γίνει εκείνη η περίφημη παραγωγική ανασυγκρότηση, στην οποία όλοι αναφέρονται, αλλά ουδείς μέχρι στιγμής περιγράφει.

Υπάρχει ζωή μετά τα μνημόνια;Παραδοσιακά τα εγκαίνια της ΔΕΘ οριοθετούσαν το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης για τη νέα περίοδο, με κεντρικό άξονα, προ κρίσης, τις εξαγγελίες κάποιου είδους παροχών ή αναπτυξιακών έργων. Φέτος, όμως, οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού και οι τοποθετήσεις των πολιτικών αρχηγών σηματοδοτούν αρκετά περισσότερα, καθώς ανοίγουν όχι μόνο την προεκλογική περίοδο αλλά και μια μεγάλη συζήτηση για το πώς θα πορευτεί η οικονομία μετά τη μακρά και επίπονη περίοδο των μνημονίων. Υστερα από δέκα χρόνια κρίσης και οκτώ χρόνια μνημονίων με άγριες περικοπές και καταιγιστικές αυξήσεις φόρων, είναι λογικό να έχει συσσωρευτεί στην ελληνική κοινωνία ένα βουνό προσδοκιών και αιτημάτων για βελτιώσεις, παροχές, αύξηση εισοδημάτων και μείωση των βαρών.Αλλωστε η κυβερνητική στρατηγική να προβάλει ως επιτυχία την έξοδο από τα μνημόνια και την ανάκτηση ενός βαθμού αυτονομίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής φαίνεται ότι έχει ήδη ανεβάσει τον πήχη των προσδοκιών. Είναι ενδεικτικό ότι οι τοποθετήσεις τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης, πέρα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, περιλαμβάνουν υποσχέσεις για μειώσεις φόρων και εισφορών, έστω και με διαφορές στην κατανομή που επιλέγει η κάθε πλευρά, ανάμεσα στα λιγότερο προνομιούχα στρώματα και τις επιχειρήσεις ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, τα πολιτικά κόμματα ξεκίνησαν ήδη τον προεκλογικό αγώνα τους με την παραδοσιακή αντιπαράθεση γύρω από το «τι θα σας δώσουμε». Το γεγονός ότι πρόκειται για κλασικές προεκλογικές υποσχέσεις υποδηλώνεται και από το ότι όλοι μιλάνε για «ορίζοντα τετραετίας», γεγονός που δείχνει ότι όλοι έχουν επίγνωση των περιορισμών που θα συνεχίσουν να υπάρχουν στην οικονομική πολιτική. Οταν η κυβέρνηση πρέπει να παράγει κάθε χρόνο τεράστια πλεονάσματα στον Προϋπολογισμό, τα οποία αντιστοιχούν σε περίπου 6,5 δισ. ευρώ με τα σημερινά δεδομένα -όσο περίπου το ετήσιο κονδύλι για δημόσιες επενδύσεις-, είναι σαφές ότι τα περιθώρια είναι πολύ μικρά. Δεν είναι όμως μόνο οι δημοσιονομικοί περιορισμοί. Η ελληνική οικονομία έχει χάσει τεράστιο έδαφος και η αδυναμία της να σταθεί στον διεθνή ανταγωνισμό (η οποία προϋπήρχε της κρίσης) έχει οξυνθεί μετά την απαξίωση του παραγωγικού δυναμικού των τελευταίων ετών. Μπορεί, για παράδειγμα, οι εξαγωγές να αυξάνονται τους τελευταίους μήνες, αλλά ο ρυθμός που είναι περίπου ο μισός από εκείνον που επιτυγχάνουν άλλες χώρες της Ευρωζώνης, ενώ αποτελούν αναλογικά και πολύ μικρότερο κομμάτι του ΑΕΠ. Από την άλλη πλευρά, η απώλεια του βιοτικού επιπέδου είναι τεράστια και από πουθενά δεν φαίνεται με ποιον τρόπο μπορεί να αποκατασταθεί.Δεν είναι μόνο ότι χάθηκε περίπου το 1/4 του εθνικού εισοδήματος (ΑΕΠ), αλλά και ότι μεγάλωσε η απόσταση της Ελλάδας από τις άλλες χώρες. Το 2007 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν πάνω από χώρες όπως η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Μάλτα, η Εσθονία, αλλά και η Πορτογαλία. Σήμερα όμως βρίσκεται αρκετά πίσω, ενώ μας πλησίασαν χώρες όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία. Οι εξαγγελίες για παροχές και μείωση των βαρών απ’ όλες τις πλευρές είναι μεν ευπρόσδεκτες, στον βαθμό που είναι υλοποιήσιμες, αλλά η ουσία βρίσκεται στο κατά πόσο θα μπορέσει να γίνει εκείνη η περίφημη παραγωγική ανασυγκρότηση, στην οποία όλοι αναφέρονται, αλλά ουδείς μέχρι στιγμής περιγράφει.

Keywords
Τυχαία Θέματα