Η αθόρυβη μεταρρύθμιση

Την εποχή που μεγάλη (κυριολεκτικά) φασαρία (ακόμα πιο κυριολεκτικά) γίνεται για το κοινό εμβολιαστικό πρόγραμμα και τα προβλήματα του, πίσω από τις κουίντες ετοιμάζεται μια θεμελιώδης αλλαγή σε σειρά κανόνων που διέπουν την οικονομική διακυβέρνηση της Ένωσης. Για να τεθούν σε εφαρμογή και, κυρίως, για να αποδώσουν, θα πρέπει πρώτα να ξεμπερδέψουμε με την πανδημία, ωστόσο το από τώρα λανσάρισμα και προετοιμασία τους φανερώνουν ότι μάλλον ο δρόμος είναι χωρίς επιστροφή. Και καλώς, κατά τη γνώμη μου, μιας και ο προσανατολισμός είναι πιο αναπτυξιακός.

Οι προτάσεις αλλαγών ή επιτάχυνσης κινούνται

σε δύο επίπεδα: Τραπεζικής Ένωσης και Δημοσιονομικών Κανόνων. Στο πρώτο, συμφωνήθηκε ήδη από τα τέλη Δεκεμβρίου ότι ο ESM θα συγκροτήσει «ταμείο κάλυψης» (backstop) για τη διάσωση ή την οργανωμένη εκκαθάριση (winding-up) πτωχευμένων τραπεζών, ολοκληρώνοντας έτσι το δεύτερο ποδάρι –όπως νομίζω ότι έχω ξαναπεί μέσα από αυτές τις στήλες, αποφεύγω όσο μπορώ τη λέξη «πυλώνας»- της Τραπεζικής Ένωσης, τον SRM (Single Resolution Mechanism), με την προσθήκη δίπλα στον ήδη λειτουργούντα «διοικητικό μηχανισμό» (Single Resolution Board) του απαραίτητου «ταμείου» (Single Resolution Fund). Η κρίσιμη αυτή προσθήκη, χωρίς την οποία ο τομέας της «διάσωσης και εξυγίανσης» τραπεζών (resolution) έμενε κουτσός, συμφωνήθηκε, λόγω και των πιέσεων στο τραπεζικό σύστημα από την πανδημία, να τεθεί σε εφαρμογή το 2022 και όχι το 2024, όπως είχε αρχικά προσδιορισθεί.

Φαίνεται επίσης να υπάρχει πολιτική συμφωνία –αλλά εδώ η ανηφόρα είναι πολύ μεγαλύτερη- για επανεκκίνηση στην υλοποίηση του τρίτου ποδαριού, του κοινού ταμείου εγγύησης καταθέσεων των πολιτών (EDIS). Η πορτογαλική προεδρία έχει το θέμα ψηλά στην ατζέντα, αλλά δεν είναι διόλου βέβαιο ότι οι αντιρρήσεις της Γερμανίας και χωρών που στηρίζουν μια κάλυψη με εθνικά ή «υβριδικά» χαρακτηριστικά έχουν καμφθεί ή είναι εύκολο να καμφθούν. Είναι αυτονόητη η σημασία ενός «πραγματικού», δηλαδή ουσιωδώς μεγάλου, έτοιμου για χρήση και κοινού, ταμείου εγγύησης καταθέσεων για την ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης των καταθετών αλλά και για την εμβάθυνση της πολιτικής ένωσης μέσω της τραπεζικής. Η Ελλάδα –κυβέρνηση και κεντρική τράπεζα- βρίσκεται, από την αρχή, σταθερά στην ομάδα των χωρών που όχι μόνο υποστηρίζουν το EDIS αλλά και επιχειρηματολογούν ότι χωρίς EDIS δεν νοείται Τραπεζική Ένωση.

Στο τραπεζικό πεδίο συμβάλλει βέβαια διαρκώς και η ΕΚΤ μέσω των κυλιόμενων προγραμμάτων αγορών ομολόγων της και μέσω ad hoc εργαλείων στήριξης του τραπεζικού συστήματος. Ενός συστήματος που πάντως, δεν είναι –πλην της αναζωπύρωσης του προβλήματος των «κόκκινων δανείων»- αυτό που υφίσταται το μεγαλύτερο χτύπημα μέσα σε αυτήν την λόγω πανδημίας δεύτερη σε μια δεκαετία συστημική κρίση.

Αυτή που υφίσταται το μεγάλο χτύπημα είναι η λεγόμενη «πραγματική οικονομία», με τις δύο συνιστώσες της –δημόσια οικονομικά και ιδιωτική οικονομία- να ασφυκτιούν αμφότερες και με την πίεση στα πρώτα να αφαιρεί ανάσα και δυνατότητες από τη δεύτερη, δυσκολεύοντας έτσι τη συνολική ανάκαμψη. Γι’ αυτό, αλλά και επειδή εδώ έχουμε να κάνουμε με τις ιερές αγελάδες της ως τώρα «οικονομικής ορθοδοξίας» (γερμανικού τύπου), έχει μεγάλη θεσμική και πολιτική σημασία η απόφαση της Επιτροπής να ανοίξει το φάκελο «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης». Και μάλιστα με πρόθεση να διαφοροποιήσει υπέρ της «ανάπτυξης» το ως τώρα κυριαρχικά εστιασμένο στη «σταθερότητα», δηλαδή στη δημοσιονομική λιτότητα, μίγμα κανόνων. Οι πολιτικοί ηγέτες της Ένωσης, ακόμα και στη Γερμανία –πλην του επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας, που αυτός είναι ο ρόλος του, και ίσως και του δόκτωρος Σόιμπλε, που δύσκολα θα ξεφύγει από την περσόνα του-, δείχνουν να έχουν αντιληφθεί ότι ένα σύστημα βασισμένο στο διαρκές σφίξιμο του εθνικού ζωναριού, στον ελάχιστο συντονισμό μέσω του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» (εξέταση των προϋπολογισμών των κρατών μελών), στην έλλειψη πραγματικής «οικονομικής» (με πολιτικά κριτήρια) διακυβέρνησης και στην αποφυγή του υψηλού πληθωρισμού και χρέους είναι απελπιστικά ξεπερασμένο και δεν μπορεί να στηρίξει την ανάκαμψη, σήμερα, και την ανάπτυξη, από αύριο.

Η συζήτηση δεν αφορά τα κριτήρια, καθώς αποτελεί κοινό μυστικό ότι χρειάζεται να δοθούν μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια και να αναβαθμιστούν τα κριτήρια της απασχόλησης, της κοινωνικής συνοχής και μιας νέου τύπου ανάπτυξης, που θα συμβάλει συγχρόνως και στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής. Αυτό που μένει να βρεθεί είναι αν οι αλλαγές θα πάρουν το χαρακτήρα επιμήκυνσης ή και μονιμοποίησης εξαιρέσεων (για τα κατώφλια χρέους και ελλείμματος, για τις δαπάνες που εξαιρούνται των αυστηρών κριτηρίων κλπ) ή αν θα αλλάξει η ίδια η φιλοσοφία του Συμφώνου, ώστε να δοθεί ώθηση και στην ακόμα πιο βαθιά μεταρρύθμιση της «οικονομικής διακυβέρνησης», δηλαδή του κοινού πιλοταρίσματος της ευρωπαϊκής οικονομίας. Με ενδιάμεσους σταθμούς, πέρα από την (πολιτική) ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, την αλλαγή των κριτηρίων και των κανόνων για τη δανειοδότηση επιχειρήσεων και για την αγορά ομολόγων (έναν «πράσινο δρόμο», στον οποίο δείχνει να κατευθύνεται η αμερικανική οικονομία υπό τη νέα ηγεσία της), τη διευκόλυνση της πρόσβασης στις ευρωπαϊκές αγορές κεφαλαίου (κάτι που δεν έχει πετύχει ως σήμερα η, κουτσουρεμένη και λόγω Brexit, Capital Markets union) και την, αναγγελθείσα ήδη από την Επιτροπή αλλά ακόμη πολύ νεφελώδη, «αναβάθμιση των φιλοδοξιών για το διεθνή ρόλο του ευρώ» (στο νομισματικό αλλά και στο πολιτικό πεδίο, θα πρόσθετα).

Τεράστια και δύσκολη ατζέντα. Κάτι ξέρουν οι (κυριολεκτικοί) θεσμοί και τη βγάζουν λίγη-λίγη στο φως. Η οικοδόμηση της απαραίτητης, και μάλιστα κοινής σε όλες τις χώρες, πολιτικής βούλησης επιβάλλει αυτοσυγκράτηση –αλλά ακόμη περισσότερο απαιτεί τόλμη.

*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος, πρ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, πρ. Ευρωβουλευτής

Keywords
Τυχαία Θέματα
Η αθόρυβη μεταρρύθμιση,